Του Γιώργου Αδαμόπουλου
Ένα κορμί γεμάτο «λαβωματιές» κόπωσης και τραυματισμών, συχνά γεμάτο από ανεπιθύμητες ήττες, μπορεί να επηρεάσει το μυαλό. Μπορεί να «πληγώσει» και τη σκέψη ή, συνάμα, να δώσει έξτρα κίνητρο σε έναν φαινομενικά νικημένο εγωισμό.
Ο Κόμπι Μπράιαντ πέρασε όλη την 20ετή καριέρα του απομονωμένος, συνήθως σε μία απόμερη γωνιά γεμάτων κόσμο αποδυτηρίων ή σε σκοτεινά γυμναστήρια. Με τα φώτα σβησμένα.
Οι υποχρεωτικές δηλώσεις, μερικές φωτογραφίες -ακόμη και οικογενειακές- στα social media δεν αρκούσαν για να υποδηλώσουν εξωστρέφεια, όσο φορούσε το Νο8 ή το Νο24 των Λέικερς και το Νο10 της Εθνικής Η.Π.Α..
Η πίεση, πολλές φορές σε σημείο εκφοβισμού, στους συμπαίκτες του δεν βοηθούσε να «ξεπηδήσει» εύκολα η ένταση μέσα από τα σωθικά του. Είτε είχε κερδίσει μερικά λεπτά πριν είτε είχε ηττηθεί.
Θα χαλάρωνε μόνο όταν έφτανε στο σπίτι του, στην αγκαλιά της συζύγου και των κοριτσιών τους. Ή θα ηρεμούσε, για λίγο μόνο, με ένα τρόπαιο ανά χείρας, με ένα δαχτυλίδι στο χέρι του ή ένα μετάλλιο στο στήθος.
Η πρόκληση, η υπέρμετρη φιλοδοξία, το επόμενο «φράγμα», ήταν πάντα το ελιξίριό του, το τονωτικό του.
Όταν ο Κόμπι, αποχωρώντας από την ενεργό δράση, έγινε λιγότερο ανταγωνιστικός με τους άλλους και, κυρίως, με τον εαυτό του. Έγινε, θαρρεί κανείς, και πιο «λαμπερός». Και όχι γιατί το 2018 κέρδισε και ένα Όσκαρ animated ταινίας μικρού μήκους.
Ο αδικοχαμένος σταρ του μπάσκετμπολ είχε κατορθώσει να το πετύχει κάποιες φορές αυτό και ως παίκτης, μακριά από φλας και κάμερες. Αλλά κοντά σε άγνωστους ανθρώπους που το(ν) είχαν ανάγκη…
Η αγριεμένη γκριμάτσα στο πρόσωπό του, λίγο πριν επιτεθεί (στον αντίπαλο και) στο καλάθι τον αυτοπροσδιόριζε ως «ανταγωνιστικό», ως «πρωταθλητή». Όταν ολοκλήρωσε την καριέρα του, οι επιχειρηματικές δραστηριότητές του και η νοοτροπία του σχετικά με τους νέους αθλητές και το μπάσκετμπολ γυναικών τον μετέτρεψαν σε «storyteller».
Ταινίες μικρού μήκους, αφηγήσεις, συγγραφή παιδικών βιβλίων, μέντορας της 13χρονης κόρης του, Τζιάνα, η οποία θα συνέχιζε την «κληρονομιά» του στα παρκέ αν δεν ήταν μαζί του στη μοιραία πτήση του ελικοπτέρου τον Ιανουάριο του 2020 στην Καλιφόρνια, του χάρισαν αυτή την ιδιότητα.
Ο Μπράιαντ, ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι ιστορίες των άλλων για εκείνον. Δεν ήταν απλώς τα επιτεύγματα και τα ρεκόρ στο γήπεδο.
Ήταν όμορφες και συγκινητικές ιστορίες τις οποίες «έγραψε» εκείνος, χωρίς δημοσιότητα. Οι περισσότερες από τις οποίες ήρθαν στο φως, καθώς ο ίδιος επέμενε να μένουν κρυφές, μόνο όταν άφησε την τελευταία πνοή του.
Τον χειμώνα του 2007, ο Κόμπι είχε ξεχάσει τις αποδοκιμασίες του κοινού στη Φιλαδέλφεια, όταν αναδείχθηκε MVP του All Star Game του 2002.
Λίγο πριν από έναν αγώνα με τους Σίξερς, στη γενέτειρά του, επικοινώνησε με τον Σκοτ Τσαρλς, υπεύθυνο του πανεπιστήμιου Τεμπλ για τραυματικά περιστατικά.
Του ζήτησε να του υποδείξει μία οικογένεια η οποία είχε πέσει θύμα οπλοκατοχής και ο Σκοτ τού συνέστησε μία ανύπαντρη μητέρα η οποία είχε χάσει τα δύο πόδια της από πυροβολισμό.
Τον Αύγουστο του 2006, η Τσινίκα Πέρεζ κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της όταν μία σφαίρα διαπέρασε τη μηριαία αρτηρία της. Το αριστερό πόδι της ακρωτηριάστηκε από τον γοφό και το δεξί από το γόνατο…
Οι γιατροί κατόρθωσαν να σώσουν τους μύες στα χέρια της, όμως αυτοί είχαν γίνει τόσο αδύναμοι που η Πέρεζ σχεδόν δεν μπορούσε να φάει μόνη της.
Όταν ο Μπράιαντ έμαθε πως η Τσινίκα είχε ανάγκη από ένα συγκεκριμένο βαν για να έχει πρόσβαση το αμαξίδιό της (ώστε να αποκτήσει και πάλι μία σχετική ανεξαρτησία κινήσεων), προσφέρθηκε να το αγοράσει.
Τον Δεκέμβριο του 2007 το παρέδωσε στην Πέρεζ, απουσία καμερών και εκπροσώπων του Τύπου, ενώ κάλεσε εκείνη και την οικογένειά της στον αγώνα με τους Σίξερς.
Ο Τσαρλς Σκοτ αποκάλυψε την ιστορία την επομένη του θανάτου του Κόμπι.
Αναφέροντας πως «επίσης σημαντικό ήταν που θέλησε, εκτός από το βαν, να προσφέρει και τον χρόνο του ώστε να μιλήσει με την Τσινίκα μετά τον αγώνα, για αρκετή ώρα».
Πολλά χρόνια αργότερα, το χαμόγελο του Κόμπι δεν ήταν δυνατόν να κάνει τον νεαρό φωτογράφο, Τιμ Θάιμς τζούνιορ, να νιώσει λιγότερη νευρικότητα.
Είχε αναλάβει από το φημισμένο περιοδικό «SLAM» την εργασία να βιντεοσκοπήσει ένα θέμα από την Team Mamba, την ομάδα της ακαδημίας μπάσκετμπολ του Μπράιαντ, σε τουρνουά στην Αριζόνα.
Ο Τιμ είχε γνωρίσει τον παλαίμαχο σταρ των Λέικερς το 2019, σε αγώνα του πανεπιστήμιου Σάουθ Καλιφόρνια.
Όταν πλησίασε τον Κόμπι, στις αρχές Ιανουαρίου 2020, εκείνος τον θυμήθηκε! Τον ρώτησε πώς προχωρά το πάθος του για τη φωτογραφία και ο νεαρός, αφού το πρόσωπό του «φωτίστηκε», σκέφτηκε ότι είναι ευκαιρία να του ζητήσει μία μεγάλη χάρη.
Η μητέρα του πάλευε με μία σπάνια μορφή καρκίνου στο στήθος και ο 23χρονος θα ήθελε να της στείλουν μαζί ένα βίντεο με ευχές.
Όταν ο Μπράιαντ έμαθε για την κατάστασή της, παρηγόρησε τον Τιμ, λέγοντάς του ότι πολλοί συγγενείς του αντιμετώπισαν τον καρκίνο και στάθηκε πρόθυμα μπροστά στην κάμερα για να της μιλήσει.
«Μάμα Λιόνα, πώς είσαι;», άρχισε να λέει στο συγκινητικό μήνυμά του. «Έχεις έναν καταπληκτικό γιο πλάι σου!
«Ο θεός δεν μας δίνει τίποτα που να μην μπορούμε να μην αντιμετωπίσουμε, έτσι; Είσαι στη σκέψη και στις προσευχές μας και όλα θα πάνε καλά».
Τη μέρα που ο Τιμ έστειλε στην μητέρα του το βίντεο, εκείνη ήταν στην εντατική λόγω μίας μόλυνσης. Όταν το είδε, η Λιόνα έβαλε τα κλάματα.
Όπως έκανε και μερικές ημέρες αργότερα, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Κόμπι. Όπως και κάνει ακόμη, κάθε φορά που βλέπει το βίντεο για να παίρνει δύναμη.
Τη βραδιά που επιβεβαιώθηκε ότι ο Κόμπι ήταν επιβάτης του μοιραίου ελικοπτέρου, η Κρίστεν Χεκτ σκέφτηκε πολύ αν πρέπει να προχωρήσει σε μία ανάρτηση στα social media, την οποία είχε για χρόνια στο μυαλό της.
Η ίδια, γιατρός στην Αριζόνα, είχε γίνει μάρτυρας της γενναιοδωρίας του Μπράιαντ 15 χρόνια νωρίτερα, όταν ο αρχηγός των Λέικερς είχε επισκεφθεί ένα πέντε ετών, ετοιμοθάνατο αγόρι…
Ο μικρός είχε το ίδιο όνομα με τον Κόμπι και το ίδιο πάθος για το μπάσκετμπολ.
Ο σύζυγος της Κρίστεν εργαζόταν τότε στους Φίνιξ Σανς και σκέφτηκε ότι μπορεί να μεσολαβήσει ώστε ο πιτσιρικάς που νοσηλευόταν στην κλινική όπου εκείνη εργάζεται, να λάβει ένα δώρο με αυτόγραφο, από τον Μπράιαντ.
Όταν ο «Black Mamba» έμαθε για την κατάσταση του μικρού, αρνήθηκε απλώς να υπογράψει ένα αναμνηστικό και επέμεινε να ταξιδέψει στην Αριζόνα για να τον γνωρίσει.
Ένα απόγευμα, ο Αμερικανός παίκτης έφτασε στο νοσοκομείο Σεντ Τζόσεφ’ς με μία λιμουζίνα, αλλά δίχως κάμερες ή εκπροσώπους του. Ζήτησε από την Χεκτ να εισέλθει από την πόρτα του προσωπικού, προκειμένου να μην προκαλέσει την προσοχή κανενός.
Μόλις η Κρίστεν πληροφορήθηκε τα μαντάτα του θανάτου του αστέρα των γηπέδων, έγραψε στο Facebook ότι «έπαιξαν μαζί για μία ώρα μπάσκετμπολ, πασάρωντας τη μπάλα ο ένας στον άλλον.
«Ο μικρός Κόμπι γελούσε όλη την ώρα, με όλα τα υπογεγραμμένα δώρα που πήρε. Ο μεγάλος Κόμπι με ρώτησε κάποια στιγμή τι μπορεί να κάνει, από οικονομικής άποψης. Του απάντησα πως το αγόρι είναι πολύ άρρωστο για να υποβληθεί σε μεταμόσχευση καρδιάς…».
Την επόμενη εβδομάδα, ο μικρός ξεψύχησε.
Η Κρίστεν Χεκτ, παρά τον φόβο να μην τιμήσει τη μνήμη κανενός από τους δύο Κόμπι -καθώς ο Μπράιαντ δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί η ιστορία- αποφάσισε να την αποκαλύψει.
Γράφοντας επίσης ότι «συχνά ακούμε μόνο αρνητικές αναφορές για τις διασημότητες. Και χάρηκα που έκανα γνωστή μία υπόθεση αγνής γενναιοδωρίας, χωρίς να υπάρχουν κάμερες και μικρόφωνα και αυτό επιβεβαιώνει το μεγαλείο του Κόμπι».
Η απώλεια του Κόμπι κλόνισε πολλούς ανθρώπους, είτε τον γνώριζαν προσωπικά είτε όχι.
Οι περισσότεροι θα θυμούνται πια τι έκαναν την ημέρα και ώρα του τραγικού θανάτου του.
Άλλοι, θα μοιράζονται ιστορίες για εκείνον. Αφηγήσεις τόσο για την επίδρασή του στο παιχνίδι όσο και για την ανιδιοτελή προσφορά του έξω από τις τέσσερις γραμμές.
Σε καταστάσεις που είχαν ταυτόχρονα μικρή και μεγάλη σχέση με το μπάσκετμπολ.
Σε ανθρώπους που δεν γνώριζε καν, όμως τους ένιωθε σαν δικούς του, λίγα λεπτά μετά την πρώτη συνάντησή τους.
Ήταν θαυμαστές του, οι οποίοι του πρόσφεραν με τη σειρά τους έμπνευση και κίνητρο. Νέοι φίλοι του στους οποίους εκείνος έδινε ζωή, με τον τρόπο του.
Ο «αλαζονικός» Κόμπι του γηπέδου, που λίγο τον ένοιαζε τι σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνον, ήταν και πριν βγάλει τη φανέλα του ένας ομαδικός χαρακτήρας.
Ένας αλτρουιστής που απολάμβανε κάθε στιγμή της ζωής του. Κάθε λεπτό και στο γήπεδο, στην προπόνηση, στον αγώνα, ακόμα και σε ένα συναπάντημα με έναν άγνωστο που του ζητούσε μία ανθρώπινη χάρη.
Κάποτε έμαθε μόνος του, σε έναν χρόνο και απλώς εξ ακοής, το «Moonlight Sonata» του Μπετόβεν, για να παίξει το τραγούδι στο πιάνο, για χάρη της συζύγου του, Βανέσα.
Έμοιαζε να έχει τα πάντα, να τα έχει αποκτήσει με κόπο και θυσίες. Αλλά χρειαζόταν πάντα κάτι άλλο να τον «σπρώξει» με ορμή, ακατάπαυστα, για να γίνεται καλύτερος παίκτης και καλύτερος άνθρωπος.
Η αδιάσειστη σιγουριά για τον εαυτό του και συχνά η υπεροψία τον βοήθησαν να γίνει ένας από τους «εκλεκτούς» του μπάσκετμπολ.
Η ανθρωπιά, όμως, τον έκανε ακόμη πιο ξεχωριστό και έδωσε σε εκείνο το ψηλόλιγνο παιδί από τη Φιλαδέλφεια τη δυνατότητα να «συστηθεί» ξανά στο κοινό (του).
Πηγή: Athletes’ Stories