Της Σπυριδούλας Σπανέα
Οσοι ασχολούνται –και μελετούν– την ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, όταν ακούν το όνομα του Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ Νικολάγιεβιτς το πρώτο που θα τους έρθει στο μυαλό είναι η απώλεια του χρυσού μεταλλίου του κατά τη διάρκεια της στέψης του, στη Μελβούρνη. Ο Ρώσος ολυμπιονίκης, όμως, έχει γράψει με χρυσά γράμματα το όνομά του στην παγκόσμια αθλητική ιστορία, καθώς είναι ο πρώτος κωπηλάτης που κατέκτησε χρυσά μετάλλια σε τρεις διαδοχικές ολυμπιακές διοργανώσεις. Από μαθητευόμενος τορναδόρος εξελίχθηκε σε «θρύλο της κωπηλασίας».
Ο Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ Νικολάγιεβιτς γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1938 στη Μόσχα. Το 1941, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε την οικογένεια Νικολάγιεβιτς στην πόλη Μπαρναούλ, στη Σιβηρία. Ο πατέρας του μικρού πήγε ως εθελοντής να στηρίξει την πολιορκία του Λένινγκραντ, όπου και πέθανε το 1943. Την ίδια χρονιά, η οικογένεια επέστρεψε στη Μόσχα, σε ένα σπίτι δίπλα από το φημισμένο πάρκο «Νεσκούτσνι». Το 1945, λίγο πριν από το τέλος του Πολέμου, ο Βιάτσεσλαβ είδε να σκοτώνεται ο 19χρονος αδελφός του, Μιχαήλ.
Ως παιδί, ο Βιάτσεσλαβ λάτρευε τον αθλητισμό. Κυκλοφορούσε όλη μέρα με πατίνια, τον χειμώνα έπαιζε χόκεϊ στον πάγο και το καλοκαίρι ποδόσφαιρο. Το 1950 εντάχθηκε στο τμήμα στίβου του συλλόγου «Τα φτερά των Σοβιετικών» και λίγους μήνες μετά, παράλληλα, άρχισε και πυγμαχία στον «Σπάρτακο». «Από την πυγμαχία έμαθα πολλά. Αρχισα να σκέφτομαι γρήγορα, απέκτησα θάρρος, βελτίωσα τη φυσική μου ικανότητα και απέκτησα τεράστια αντοχή», θα πει ύστερα από πολλά χρόνια σε συνέντευξή του.
Δίπλα από το εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής «Κόκκινος Οκτώβρης», όπου εργαζόταν η μητέρα του Βιάτσεσλαβ, υπήρχε ένας σύλλογος κωπηλασίας. Το ανήσυχο πνεύμα του νεαρού εφήβου τον έσπρωξε να δοκιμάσει και το άθλημα των κουπιών. Το 1952 ήταν 14 ετών και κανένας δεν φανταζόταν την εξέλιξή του.
Πρώτος προπονητής του Βιάτσεσλαβ ήταν ο πολλές φορές πρωταθλητής της, τότε, Σοβιετικής Ενωσης Ιτ. Ντεμιάνοφ. Το 1953, ο μικρός πήρε μέρος σε αγώνα αρχαρίων. Με ένα παμπάλαιο βρετανικό σκάφος που έφερε το όνομα «Πέρκα» το ψηλόλιγνο αγόρι έκοψε πρώτο το νήμα του τερματισμού. Εκεί κατάλαβε ποιο θα ήταν το μέλλον του. Το 1955, η μητέρα του κωπηλάτη αρρώστησε και ο νεαρός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί ως μαθητευόμενος τορναδόρος. Την ίδια χρονιά πρώτευσε στους εθνικούς αγώνες της ηλικίας του, ενώ ήρθε 3ος στο πρωτάθλημα των ενηλίκων.
Αυτές οι διακρίσεις, σε συνδυασμό με την ιστορία του πατέρα του, ώθησαν τους αρμοδίους της ΕΣΣΔ να βοηθήσουν τον αθλητή. Ο ίδιος, παρά το σπάνιο ταλέντο του, παρέμενε ντροπαλός και ταπεινός. Μόνο κατά τη διάρκεια ενός αγώνα έδειχνε ένα διαφορετικό πρόσωπο. Εκεί, η μαχητικότητά του ξάφνιαζε ακόμα και τους καλύτερούς του φίλους.
Eκείνη την εποχή, ο «σταρ» της κωπηλασίας της Σοβιετικής Ενωσης ήταν ο χρυσός ολυμπιονίκης στο μονό σκιφ του 1952, Γιούρι Τιουκάλοφ. Ολοι τον θεωρούσαν φαβορί για να εκπροσωπήσει την ΕΣΣΔ και στη διοργάνωση της Μελβούρνης, αλλά είχαν… λογαριάσει χωρίς τον Βιάτσεσλαβ. Ο 18χρονος υπερίσχυσε του ολυμπιονίκη στους αγώνες της χώρας τους, αγωνίστηκε και νίκησε στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα και το εισιτήριο της συμμετοχής στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 εκδόθηκε στο όνομα Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ Νικολάγιεβιτς.
Ενα μετάλλιο στον… βυθό
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956, φαβορί για το χρυσό μετάλλιο εθεωρείτο ο Αυστραλός Στιούαρτ Μακένζι, ο οποίος ήταν και πρωταθλητής της δισκοβολίας στη χώρα του. Ο Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ Νικολάγιεβιτς δεν συγκαταλεγόταν στους υποψηφίους για το βάθρο.
Στην κούρσα του τελικού, ο Μακένζι προηγείτο μέχρι και λίγα μέτρα πριν από το τέλος. Κάπου εκεί άρχισε η… τρελή πορεία του Νικολάγιεβιτς, που τον έφερε στην πρώτη θέση. Σε ηλικία 18 ετών εντυπωσίασε τους πάντες και έγινε χρυσός ολυμπιονίκης. Ο ενθουσιασμός και του ιδίου ήταν τόσο μεγάλος, που κατά τη διάρκεια της απονομής πήδησε ψηλά και πέταξε το χρυσό μετάλλιο στον αέρα, ξεχνώντας ότι βρισκόταν στην άκρη του νερού. Ετσι, είδε το χρυσό μετάλλιο να γλιστράει από τα χέρια του και να βυθίζεται. Ο ολυμπιονίκης βούτηξε στη λίμνη προσπαθώντας να το πιάσει, αλλά δεν κατάφερε να το βρει. Τη λύση έδωσαν οι εκπρόσωποι της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, που του έδωσαν ένα άλλο.
Οι διακρίσεις του Βιάτσεσλαβ συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Μπορεί το 1957 και το 1958 να μην ανέβηκε στην πρώτη θέση των ευρωπαϊκών διοργανώσεων και να περιορίστηκε στην τρίτη, αλλά το 1959 έδειξε ότι δεν είναι «αθλητής – πυροτέχνημα». Στην ευρωπαϊκή διοργάνωση της Γαλλίας κατέκτησε το χρυσό και έγινε ο πρώτος κωπηλάτης που διένυσε τα 2.000 μ. γρηγορότερα από επτά λεπτά (6.58,8). Επόμενη πρόκληση ήταν οι Ολυμπιακοί της Ρώμης. Στον τελικό του αγωνίσματος, ο Γερμανός Αχεμ Χιλ, ο οποίος προηγείτο, είδε ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν από τον τερματισμό να χάνει το χρυσό μετάλλιο από τον Ρώσο. Το χρυσό μετάλλιο στο ευρωπαϊκό της Πράγας την επόμενη χρονιά ήταν ένας είδος… προθέρμανσης για τον Ρώσο εν όψει του πρώτου παγκοσμίου πρωταθλήματος της κωπηλασίας (1962).
«Θα μπορούσα να φθάσω έως τις 60 κουπιές ανά λεπτό»
Το 1962 διεξήχθη στη Λουκέρνη παγκόσμιο πρωτάθλημα και ο Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ Νικολάγιεβιτς έγινε ο πρώτος πρωταθλητής κόσμου στο σκιφ νικώντας για ακόμη μία φορά τον Αυστραλό Μακένζι.
Η κυριαρχία του Ρώσου στην ευρωπαϊκή κωπηλασία συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Στους Ολυμπιακούς του Τόκιο αντιμετώπισε –και πάλι– τον Γερμανό Αχεμ Χιλ και ο τελικός του σκιφ ήταν… επανάληψη της διοργάνωσης της Μελβούρνης. Πάλι το χρυσό κρίθηκε στα τελευταία μέτρα.
«Είχα μελετήσει προσεκτικά τη στρατηγική και την τακτική των κορυφαίων αθλητών της εποχής. Πρόσεξα ότι όσοι κέρδιζαν, σπάνια είχαν το προβάδισμα από την αρχή. Δεν έκαναν δυνατή εκκίνηση όπως ήταν, τότε, η παράδοση στην κωπηλασία. Ετσι ακολούθησα αυτήν την τακτική: άρχιζα με μέτριο ρυθμό και ξεκινούσα την επίθεσή μου στα 1000 μ., ξεπερνώντας έναν – έναν τους αντιπάλους μου που δεν άντεχαν στον εξοντωτικό ρυθμό», αποκάλυψε αρκετά χρόνια μετά και πρόσθεσε: «Ο ρυθμός μου θα μπορούσε να φθάσει έως τις 60 κουπιές ανά λεπτό».
Οι γνώστες της κωπηλασίας έχουν χαρακτηρίσει τον Βιάτσεσλαβ Ιβάνοφ Νικολάγιεβιτς «έναν άνθρωπο μπροστά από την εποχή του τόσο για την ταχύτητά του όσο και για την τεχνική του». Η τεχνική του στο σκιφ ήταν ασυνήθιστη για εκείνη την εποχή. Σήμερα, αυτήν την τεχνική την εφαρμόζουν οι περισσότεροι προπονητές στον κόσμο. Ο τρεις φορές χρυσός ολυμπιονίκης ακόμα και σήμερα παρακολουθεί τις εξελίξεις στο άθλημά του. «Το ξύλινο κουπί, τότε, ζύγιζε 2,2 κ. Τώρα τα κουπιά από ανθρακονήματα ζυγίζουν περίπου 600 γραμμάρια. Αν είχα την ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τον εξοπλισμό που υπάρχει σήμερα και είχα τον ίδιο χρόνο για προετοιμασία, θα μπορούσα να ήμουν πολύ πιο γρήγορος. Αν οι σημερινοί σκιφίστες ήταν στην εποχή μου, θα μπορούσα να τους νικήσω», έχει πει.
Πηγή: Καθημερινή