Επιμέλεια, Νίκος Συριώδης
Ήταν απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου 1972, όταν ένα αεροπλάνο της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης μετέφερε από τη Μεντόζα (τελευταία πόλη της Αργεντινής πριν από τις Άνδεις) 40 αθλητές, μαζί με παράγοντες μίας ομάδας ράγκμπι και το πενταμελές πλήρωμα και έπεσε σε μία βουνοκορφή στις Άνδεις στα σύνορα Χιλής και Αργεντινής, σε υψόμετρο 4.200 μέτρων.
Προορισμός του ήταν το Σαντιάγο της Χιλής, αλλά για να φτάσει εκεί, έπρεπε να διασχίσει την οροσειρά. Το αεροσκάφος δεν θα άντεχε τις πιέσεις του αέρα πάνω από τις υψηλότερες κορυφές, για το λόγο αυτό ο πιλότος επέλεξε να κατευθυνθεί προς τα Νότια, από ένα πέρασμα, όπου οι γεωλογικές συνθήκες ήταν καλύτερες.
Από τους 45 επιβαίνοντες, οι 12 έχασαν τη ζωή τους στη συντριβή. Ακόμη πέντε είχαν πεθάνει ως το επόμενο πρωί και ένας υπέκυψε στα τραύματά του ύστερα από οκτώ ημέρες. Οι υπόλοιποι 27 βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες που έφταναν έως και τους 40 βαθμούς Κελσίου υπό του μηδενός σε αυτό το υψόμετρο.
Τρεις ημέρες αργότερα ξεκίνησε μία επιχείρηση αναζήτησης του αεροπλάνου, η οποία ακυρώθηκε έπειτα από οκτώ ημέρες, καθώς δεν είχε αποφέρει αποτελέσματα έως τότε. Ανάμεσά στους νεκρούς ήταν και ο συγκυβερνήτης του αεροσκάφους, που πριν υποκύψει, επαναλάμβανε τη φράση: “Περάσαμε το Κουρικό! Περάσαμε το Κουρικό!”. Το Κουρικό ήταν περιοχή στη Χιλή, στη δυτική πλευρά των Άνδεων. Το αεροσκάφος δεν έφτασε ποτέ εκεί. Αντιθέτως, βρισκόταν σε ένα σημείο που δεν είχε καν ονομασία.
Όταν ξημέρωσε η δεύτερη μέρα, οι 28 επιζήσαντες είδαν ένα αεροπλάνο να πετά πάνω από το σημείο της σύγκρουσης. Άρχισαν να φωνάζουν, να χοροπηδούν, έκαναν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή του πιλότου. Δυστυχώς, δεν τους είδαν. Το αναγνωριστικό αεροπλάνο απομακρύνθηκε γρήγορα. Την 11η μέρα, άκουσαν στο τρανζίστορ του αεροσκάφους ότι σταμάτησαν οι έρευνες για τον εντοπισμό τους.
Η κατάσταση για τους επιζήσαντες είχε γίνει απελπιστική και έψαχναν τρόπους επιβίωσης. Μετά τη σύγκρουση, οι επιζήσαντες βγήκαν από τα συντρίμμια και αντίκρισαν ένα πρωτόγνωρο θέαμα. Οι περισσότεροι δεν είχαν δει ποτέ στη ζωή τους χιόνι. Το μεγαλύτερο υψόμετρο που είχαν βρεθεί μέχρι τότε δεν ξεπερνούσε τα 500 μέτρα. Ήταν εντελώς απροετοίμαστοι γι’ αυτές τις συνθήκες.
Είχαν στη διάθεσή τους μερικές σοκολάτες, διάφορα σνακ και μπουκάλια κρασί. Χώρισαν το φαγητό σε μερίδες και έλιωναν το χιόνι για να εξασφαλίσουν νερό. Στο βουνό, δεν υπήρχαν ζώα ή βλάστηση και κάπου εκεί ήρθε η… ανατριχιαστική σκέψη. Όταν φτάνει η απελπιστική στιγμή να πρέπει να επιβιώσει κάποιος, κάνει και αυτό που φαντάζει αδιανόητο. Ακόμα και να κανιβαλίσει. Αποφάσισαν, λοιπόν, να τραφούν απ’ αυτούς που είχαν χάσει τη ζωή τους και εξαιτίας των καιρικών συνθηκών το σώμα τους ήταν ακόμα σε καλή κατάσταση.
“Ήταν απεχθές. Μέσα από τα μάτια της πολιτισμένης κοινωνίας μας, ήταν μια αηδιαστική απόφαση. Ένιωσα την αξιοπρέπειά μου στο χώμα όταν άρπαξα ένα κομμάτι κρέας από τη σάρκα του νεκρού φίλου μου. Αλλά τότε σκέφτηκα τη μητέρα μου και ήθελα να κάνω τα πάντα για να την ξαναδώ. Κατάπια το κομμάτι και αυτό ήταν ένα τεράστιο βήμα”, είχε πει ο 19χρονος, τότε, φοιτητής ιατρικής και καρδιολόγος σήμερα, Ρομπέρτο Κανέσα.
Το πρωί της 29ης Οκτωβρίου μία χιονοστιβάδα είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους ακόμη οκτώ άνθρωποι. Η ομάδα των επιζώντων θεωρούσε ότι έπρεπε να αναζητήσουν βοήθεια πέρα από τα βουνά. Μία τριμελής ομάδα ξεκίνησε την πορεία στο βουνό, με την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να φτάσουν στη Χιλή και να επιστρέψουν στο σημείο της συντριβής για να σώσουν τους υπόλοιπους. Τα ονόματά τους ήταν Νάντο Παράντο, Ρομπέρτο Κανέσα και Αντόνιο Βιζιντίν.
Ξεκίνησαν στις 12 Δεκεμβρίου και έπειτα από ώρες πεζοπορίας, εντόπισαν τμήματα του αεροπλάνου και ορισμένες απ’ τις βαλίτσες τους. Συνέχιζαν την πεζοπορία, αλλά το δεύτερο βράδυ κόντεψαν να πεθάνουν από το κρύο και αποφάσισαν να επιστρέψουν στην αρχική τους κατασκήνωση. Πρώτα όμως πήραν τις μπαταρίες του αεροσκάφους που βρήκαν τυχαία. Τις χρησιμοποίησαν για να ενεργοποιήσουν τα συστήματα επικοινωνίας του αεροσκάφους και να καλέσουν βοήθεια.
Δυστυχώς το σχέδιο απέτυχε. Δεν έμενε άλλη λύση από την κατάβαση. Τελικά, κατάφεραν να βρουν βοήθεια έπειτα μετά από εννιά μέρες πεζοπορίας. Είχαν σωθεί και ενημέρωσαν και για τους υπόλοιπους επιζώντες που οι αρχές τους είχαν ξεγράψει.
Στις 22 και 23 Δεκεμβρίου, ελικόπτερα μετέφεραν τους 16 επιζώντες στο νοσοκομείο. Τα Μέσα Ενημέρωσης της εποχής επέλεξαν να εστιάσουν στην ανθρωποφαγία και όχι στην τιτάνια προσπάθειά τους για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή. Η καθολική εκκλησία δήλωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο ότι η ανθρωποφαγία των συγκεκριμένων ανθρώπων δεν ήταν αμαρτία, ενώ συγγενείς των νεκρών συγχώρεσαν τους επιζώντες, λέγοντας ότι ήταν ο μόνος τρόπος για να μείνουν στη ζωή.
Η ιστορία των Ουρουγουανών αθλητών της ομάδας ράγκμπι “Old Christians” μεταφέρθηκε στην οθόνη το 1993, στην ταινία “Οι Επιζήσαντες”.
Πηγή: Sport 24