Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Είχα διάφορα θέματα στο μυαλό μου να γράψω αφού η αθλητική (και όχι μόνο) επικαιρότητα είναι αυτές τις μέρες πλούσια, αλλά μου ζητάτε πολλοί να γράψω κάτι για τον Στέφανο Τσιτσιπά, την ήττα του από τον Ντανίλ Μεντβέντεφ στον ημιτελικό του Open της Αυστραλίας και κυρίως για την εμμονή του να μην προσλαμβάνει ένα προπονητή και να συνεχίζει να δουλεύει αποκλειστικά με τον πατέρα του. Αυτό το τελευταίο το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον – η ήττα του Τσιτσιπά από τον Μεντβέντεφ δεν έχει κάτι στο οποίο αξίζει κανείς να σταθεί: ο Ρώσος σε αυτή την επιφάνεια είναι πιο δυνατός από τον Στέφανο και αν κρίνω από την ευκολία με την οποία κέρδισε τον Νόβακ Τζόκοβιτς στη Νέα Υόρκη ίσως είναι και ο πιο δυνατός παίκτης στον κόσμο αυτή τη στιγμή.
Υπάρχει μια αρχή στα σπορ την οποία αναφέρω συχνά: αν δεν αλλάξουν οι συνθήκες, δεν αλλάζει και το αποτέλεσμα. Στην Αυστραλία ο Τσιτσιπάς ήταν φέτος λίγο πιο ώριμος: η ωριμότητα του φάνηκε και στο ματς με τον Μεντβέντεφ. Κέρδισε πχ το δεύτερο σετ ενώ έχασε ένα τάι μπρέικ στο οποίο ήταν τρεις πόντους μπροστά – αυτό παλιότερα θα τον «σκότωνε». Αλλά κόντρα σε ένα καλύτερο σπεσιαλίστα η ωριμότητα στο τένις δεν αρκεί. Αν δεν υπάρχουν στο παιγνίδι σου εκπλήξεις, ο αντίπαλος θα προσαρμοστεί και θα το φέρει στα μέτρα του. Αυτό έγινε και χθες: αν όσο η ώρα περνούσε ο Ρώσος ήταν καλύτερος, παρά τα νεύρα του, αυτό οφείλεται στη βεβαιότητα του ότι το παιγνίδι του στη συγκεκριμένη επιφάνεια είναι απίστευτα αποτελεσματικό. Αν ο Τσιτσιπάς τον βρει αντίπαλο στο χώμα ίσως τα πράγματα είναι αλλιώς. Αλλά όσο ο Τσιτσιπάς δεν δουλεύει με κάποιον άλλο προπονητή οι μάχες του με τον Μεντβέντεφ στην Αυστραλία (και σε όποιο άλλο κλειστό) θα είναι κομμάτι άνισες: γιατί ποτέ το ένστικτο δεν μπορεί να κερδίσει τη γνώση του παιγνιδιού σε ένα σπορ που κάθε αγώνας διαρκεί ώρες. Οπότε ας δούμε την ιστορία της σχέσης του Στέφανου με τον μπαμπά του που είναι και πιο ενδιαφέρουσα.
Τρεις απλές επιλογές
Οι σχέσεις των παικτών του τένις με τους προπονητές τους είναι μια παλιά πονεμένη ιστορία. Πολλοί είχαν αρχικά προπονητές πατεράδες (ο Μάκ Ενρόου, ο Μποργκ, ο Κόνορς, ο Μπρουγκέρα, ο ίδιος ο Μεντβέντεφ) ή θείους (η διασημότερη περίπτωση είναι ο Ναδάλ, αλλά στην Ισπανία εξίσου γνωστή είναι και η περίπτωση της οικογένειας Σάντσεθ, στην οποία ένας θείος έβγαλε τρεις πρωταθλητές). Στο τένις παίζουν ρόλο οι οικογενειακές παραδόσεις όσο και οι σχολές. Στην Αμερική πχ για κανά δυο δεκαετίες σχεδόν όλοι οι μεγάλοι (Αγκάσι, Γκίλμπερτ, Κούριερ κτλ) είχαν βγει από την σχολή του Μπολετιέρι τον οποίο πάντα συμβουλευόντουσαν, όπως ακριβώς ο Τσιτσιπάς τον Μουράτογλου που τον εξέλιξε. Φυσικά πολλοί (όλοι σχεδόν μετά από ένα σημείο) δουλεύουν και με τον προσωπικό τους κόουτς, αλλά το ποιος είναι αυτός διαφέρει κατά περίσταση. Αλλοι θέλουν ένα καλό γυμναστή ή ένα καλό αναλυτή κι άλλοι ένα βετεράνο παίκτη που να τους δημιουργεί τη βεβαιότητα ό,τι γνωρίζει πιο πολλά από αυτούς και μπορεί να τους βοηθήσει με την εμπειρία του. Τον Αντι Μάρεϊ πχ τον βοήθησε καθοριστικά ο Ιβάν Λεντλ, ενώ ο Τζόκοβιτς, που δεν μοιάζει άνθρωπος που ακούει είχε πριν από μια δεκαετία δίπλα του τον Μπέκερ.
Κάποτε ο Μπέκερ
Η περίπτωση του Μπέκερ είναι χαρακτηριστική για να καταλάβει κανείς τι μπορεί να κάνει ένας προπονητής, αλλά και ποια είναι τα όρια της παρέμβασής του. Ο Γερμανός είχε πάντα ένα πρόβλημα στο χώμα: δεν κέρδισε κανένα τουρνουά σε αυτή την επιφάνεια στην πλούσια καριέρα του. Το 1995 προσέλαβε ως προπονητή τον Ιλι Ναστάζε, νικητή και τροπαιούχο στο Ρολαν Γκαρός. Ο Μπέκερ εμφανίστηκε στο τουρνουά του Μόντε Κάρλο εκείνη τη χρονιά κι έμοιαζε άλλος παίκτης. Ο κόσμος θαύμαζε τα ντροπ σοτ του, την τακτική του προσαρμογή, την επιμονή του. Έφτασε στον τελικό με αντίπαλο τον Αυστριακό Τόμας Μούστερ, ένα μαραθωνοδρόμο που παρά τα προβλήματα τραυματισμών ζεσταινόταν μετά τις δυο ώρες. Ο τελικός στο Μόντε Κάρλο είναι στα πέντε σετ. Ο Μπέκερ στα δυο πρώτα έπαιζε με άνεση που θα ζήλευε κι ο Ναδάλ, που τότε τον έβλεπε στην τηλεόραση. Στο τρίτο σετ ο Μούστερ σταμάτησε να παίρνει οποιοδήποτε ρίσκο κι απλά φρόντιζε να του γυρνά τη μπάλα: τα ραλί άρχισαν να διαρκούν πάρα πολύ.
Το μάτι του Γερμανού άρχισε να γυαλίζει περίεργα: έχασε με 3-2 καταρρέοντας στο πέμπτο σετ – το έχασε 6-0 σπάζοντας ρακέτες, κλωτσώντας τα μπουκαλάκια των αναψυκτικών και επιδιώκοντας χωρίς επιτυχία να παίξει αυτό που ήξερε, δηλαδή τα βολέ του μετά τα σερβίς του. Στο τέλος του ματς απέλυσε τον Ναστάζε, είπε ότι ένοιωθε πως θα του διέλυε το μυαλό, πήγε στο Ρολάν Γκαρός κι αποκλείστηκε σαν κύριος κάνοντας τις βουτιές του στο χώμα. Και ένα μήνα αργότερα έπαιξε τελικό στο αγαπημένο του Γουίμπλετον. Χωρίς προπονητή. Μόνος με τα σερβίς και τα βολέ του.
Δεν υπάρχει καλύτερος
Τι θέλω να πω; Πως η όλη διαδικασία συνύπαρξης με κάποιον προπονητή στο τένις δεν είναι απλή υπόθεση για κανένα top αθλητή. Η Μαρία Σάκκαρη άλλαξε προπονητή και βελτίωσε πολύ τα σερβίς της, αλλά δεν είχε προπονήτρια τη μαμά της. Στην περίπτωση του Τσιτσιπά η επικοινωνία πατέρα – γιου είναι σε τέτοιο επίπεδο που έχει φτάσει να ενοχλεί όχι μόνο τους αντίπαλους του Στέφανου, αλλά και ψύχραιμους και καλούς σχολιαστές όπως είναι ο Ματς Βιλάντερ, που κατηγόρησε κι αυτός στη Μελβούρνη τον Απόστολο για coaching κατά την διάρκεια των ματς. Οι δυο επικοινωνούν τόσο καλά, ώστε αρκούν δυο κώδικές φράσεις ή ένα νεύμα ώστε ο παίκτης να προσαρμόζεται στην εντολή του προπονητή του ή έστω να καταλαβαίνει, χάρη σε αυτή, ποια πρέπει να είναι η επόμενη επιλογή του. Ως εκ τούτου οι δικοί μας προβληματισμοί για το αν θα ήταν καλύτερο ο Στέφανος Τσιτσιπάς να δουλέψει με κάποιο πιο έμπειρο από τον πατέρα του δεν έχουν νόημα. Αποκλείεται στο μυαλό του Στέφανου να υπάρχει καλύτερος! Χώρος υπάρχει μόνο για τον εκπαιδευτή και δάσκαλο Μουράτογλου, αλλά αυτός εμφανίζεται μόνο σε λίγα τουρνουά και απλά για να θυμίσει ότι στο θαύμα της παρουσίας ενός Ελληνα στο Top 10 έχει παίξει ρόλο.
Λίγο μαστίγιο
Στην ιστορία όλων των σπορ υπάρχουν πολλά κεφάλαια για τη σχέση των μπαμπάδων με τους γιούς. Η σχέση αυτή είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκη από όσο νομίζουμε και δεν είναι απλό να διαταραχθεί: στους δυο, τρίτος σε μερικές περιπτώσεις δεν χωράει. Γελάμε πχ με τις ιστορίες που θέλουν τον μπαμπά του Γκας Καρτερουλιώτη να ανεβαίνει σε ένα δέντρο έξω από το Ρέντη για να δει την προπόνηση του γιού του στον Ολυμπιακό ή θυμόμαστε πάντα τον θρυλικό «μπαμπά Χούτο». Αλλά η σχέση μπαμπά – γιού δεν είναι αστεία. Θυμίζω ότι ο μεγάλος Μάικλ Τζόρνταν όταν έχασε το μπαμπά του έκοψε το μπάσκετ. Και δεν τον είχε και προπονητή ποτέ του.
Η σωστή ερώτηση στην ιστορία μας δεν είναι γιατί ο Στέφανος Τσιτσιπάς δεν προσλαμβάνει ένα προπονητή, αλλά γιατί ο Απόστολος Τσιτσιπάς δεν προσλαμβάνει ένα προπονητή για το γιο του. Η απάντηση είναι πως δεν θα το κάνει γιατί ζει το δικό του όνειρο. Βλέπει το γιό του, που ο ίδιος μεγάλωσε εξαιρετικά, να βρίσκεται στο top 10. Τον καμαρώνει να μάχεται σε μεγάλα τουρνουά. Τον χαίρεται γιατί βγάζει απίστευτα χρήματα με τον ιδρώτα του και το κάνει μόνος του. Με απλά λόγια ο Απόστολος είναι ένας καλός μπαμπάς κι ομολογώ ότι τη σχέση του με τον γιό του κομμάτι τη χαίρομαι, μολονότι εξακολουθώ να πιστεύω ότι ένας κανονικός προπονητής, ίσως «μαστίγωνε» λίγο τον Στέφανο για να βελτιωθεί. Οι καλοί μπαμπάδες στη ζωή μας είναι πιο χρήσιμοι από τους προπονητές, να το ξέρετε…
Πηγή: Κάρπετ Show