«Δεν εγκαταλείπω τη χώρα μου για ένα εκατομμύριο δολάρια ή και περισσότερα χρήματα ακόμα. Τι αξία έχουν ένα εκατομμύριο δολάρια μπροστά σε οκτώ εκατομμύρια Κουβανέζους που με λατρεύουν με όλη τη σημασία της λέξης».
Αυτή ήταν η απάντηση του κουβανού πυγμάχου Τεόφιλο Στίβενσον το 1974, όταν του έκαναν πρόταση να υπογράψει επαγγελματικό συμβόλαιο στην Αμερική. Όμως, στην Κούβα ο επαγγελματικός αθλητισμός είχε απαγορευτεί από το 1962 με απόφαση του Φιντέλ Κάστρο. Ο Στίβενσον αρνιόταν να συνεργαστεί με οποιονδήποτε τρόπο με παράγοντες στις Ηνωμένες Πολιτείες που είχαν επιβάλλει στη χώρα του οικονομικό και εμπορικό εμπάργκο. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, τον προσέγγισε ξανά ο αμερικανός μάνατζερ Ντον Κινγκ και του προσέφερε 5 εκατομμύρια δολάρια για να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος και να αγωνιστεί με τον θρυλικό Μοχάμεντ Άλι στη «Σύγκρουση του Αιώνα», όπως την αποκαλούσαν. Ο Στίβενσον είπε για μια ακόμη φορά ‘Όχι». “Προτιμά να είναι «κόκκινος», παρά πλούσιος”, έγραφε το αμερικανικό περιοδικό «Sports Illustrated».
Το ελληνικό περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ τον Μάιο του 1974 έγραφε: «Ο διασημότερος πυγμάχος του κόσμου γυρίζει τις πλάτες του στα εκατομμύρια και παραμένει πεισματικά ένας ερασιτέχνης που δίνει ξύλο από χόμπυ». Ο Στίβενσον προτιμούσε να μείνει ερασιτέχνης πυγμάχος από το να προδώσει τη χώρα και τα ιδεώδη της κουβανικής επανάστασης, μετακομίζοντας στις ΗΠΑ για να γίνει πλούσιος. Απαρνήθηκε μεγάλους τίτλους, χρήματα και δόξα. Προτίμησε να είναι φτωχός και ιδεολόγος. Κάποιοι υποστήριξαν ότι οι Αμερικανοί ήθελαν να δουν τον Μοχάμεντ Άλι να ρίχνει κάτω τον «επαναστάτη» Στίβενσον. Όμως, αυτός ο αγώνας δεν έγινε ποτέ. «Ζύγιζε 105 κιλά. Ο άνθρωπος που θα μπορούσε να ζυγίσει το βάρος του με χρυσάφι, περιορίστηκε μόνο στα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια». Η στάση του απέναντι στη δελεαστική πρόταση των ΗΠΑ, τον μετέτρεψε σε εθνικό ήρωα στην Κούβα. Ο Στίβενσον θεωρήθηκε ο καλύτερος πυγμάχος της Κούβας και ίσως η δεύτερη πιο γνωστή προσωπικότητα μετά τον Φιντέλ Κάστρο.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Στίβενσον γεννήθηκε στο Πουέρτο Πάδρε στην Κούβα στις 29 Μαρτίου 1952. Μεγάλωσε σε φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας του δεν είχε σταθερή δουλειά. Έκανε τα πάντα για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειάς του. Η μητέρα του έκανε μαθήματα Αγγλικών. Το «μικρόβιο» της πυγμαχίας το πήρε από τον πατέρα του, ο οποίος είχε αγωνιστεί σε μερικούς τοπικούς αγώνες. Όταν ήταν μόλις 9 ετών ο πατέρας του του έδειξε τους κανόνες της πυγμαχίας στο υπαίθριο αυτοσχέδιο γυμναστήριο του. Ο Στίβενσον άρχισε τις προπονήσεις κρυφά από τη μητέρα του. Όταν το έμαθε, έγινε έξαλλη, αλλά τελικά του επέτρεψε να συνεχίσει μόνο αν συνοδευόταν από τον πατέρα του σε κάθε προπόνηση. Παράλληλα με την πυγμαχία σπούδασε στο ηλεκτρολόγος μηχανολόγος στο Πολυτεχνείο της Αβάνας και ήταν ο πρόεδρος της κομμουνιστικής νεολαίας.
Τρεις φορές χρυσός
Από πολύ νωρίς το αστέρι του Στίβενσον έλαμψε. Είχε ξεχωρίσει στους αγώνες νέων και το 1969, σε ηλικία 17 ετών, συμμετείχε σε αγώνες ανδρών. Ο «μικρός» ήταν γρήγορος και το δεξί του χτύπημα ήταν «θανατηφόρο». Σύντομα, ο Στίβενσον άρχισε να προπονείται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα διεξάγονταν στο Μόναχο το 1972. Αντίπαλός του στον πρώτο αγώνα ήταν ο Πολωνός Λούντβικ Ντεντέρις. Ο Στίβενσον τον έβγαλε νοκ άουτ σε μόλις 30 δευτερόλεπτα. Όλοι κατάλαβαν ότι ο 20χρονος τότε κουβανός πυγμάχος είχε πολλές πιθανότητες να ανέβει υψηλά στην κατάταξη. Ο Στίβενσον συνέχισε τις νίκες. Στον προημιτελικό αγωνίστηκε με τον αμερικανό μποξέρ Ντυάν Μπόμπικ. Ο Μπόμπικ είχε στο ιστορικό του αρκετά χρυσά μετάλλια και όλοι πίστευαν ότι θα ανακόψει την πορεία του Στίβενσον. Όμως, δεν τα κατάφερε. Ο Στίβενσον τον έβγαλε νοκ άουτ στον τρίτο γύρο. Ο συγκεκριμένος αγώνας θεωρείται μια από τις καλύτερες στιγμές στην καριέρα του κουβανού πυγμάχου. Στον ημιτελικό νίκησε τον γερμανό Πίτερ Χουσίνγκ. Αντίπαλός του στον τελικό θα ήταν ο ρουμάνος Ίον Αλέξε. Όμως, ο Αλέξε αποσύρθηκε λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού και ο Στίβενσον έγινε ο χρυσός Ολυμπιονίκης. Ένας νεαρός πυγμάχος είχε νικήσει μεγάλους αθλητές απ΄ όλον τον κόσμο. Ήταν το πρώτο χρυσό της πατρίδας του σε Ολυμπιακούς Αγώνες μετά από το Σαιντ Λούις το 1904.
Όμως, ο Στίβενσον δεν σταμάτησε εκεί. Πήρε το χρυσό για τη χώρα του και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ το 1976. Μετά τις συνεχείς του νίκες και την παγκόσμια αναγνώρισή έφθασαν προτάσεις για την υπογραφή επαγγελματικού συμβολαίου με τις αμερικανικές οργανώσεις. Αλλά ο Στίβενσον ήταν αμετακίνητος σαν «βράχος». «Δεν χρειαζόμουν τα χρήματα. Θα μου κατέστρεφαν τη ζωή. Για τους επαγγελματίες πυγμάχους τα λεφτά είναι μια παγίδα. Παίρνουν πολλά, αλλά πόσους πυγμάχους ξέρουμε που πεθάναν φτωχοί; Τα χρήματα πηγαίνουν σε άλλα χέρια», είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Σικάγκο Τρίμπιουν το 2003. «Τότε αγωνίζονταν για την τιμή της χώρας του, για τη σημαία, όχι για τα χρήματα και τη δόξα όπως συμβαίνει σήμερα», δήλωσε ο Κουβανός πυγμάχος Ζούλιο Σέζαρ λα Κρους. Ο Στίβενσον πήρε το χρυσό και στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Μόσχα το 1980. Ήταν ο πρώτος Ολυμπιονίκης που είχε κερδίσει τρία συνεχόμενα χρυσά μετάλλια.
Πέρα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Στίβενσον ξεχώρισε σχεδόν σε όλους τους αγώνες που συμμετείχε σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο. Έως το τέλος της καριέρας του είχε μόλις 22 ήττες και είχε συμμετάσχει συνολικά σε 324 επίσημους αγώνες. Το 1986 σε ηλικία 34 ετών ο Στίβενσον αποσύρθηκε από τα ρινγκ, καθώς είχε φτάσει το επιτρεπόμενο ηλικιακό όριο για τη συμμετοχή του στις μεγάλες διεθνείς οργανώσεις. Συνέχισε ως προπονητής.
Η σχέση με τον Φιντέλ Κάστρο και το τέλος του
Ο Στίβενσον ήταν θερμός υποστηρικτής και φίλος του Φιντέλ Κάστρο. Σε συνέντευξή του είχε πει: «Ο Φιντέλ έχει μια μεγάλη καρδιά. Νοιάζεται για τους άλλους και σκέφτεται πολύ για το πώς θα βελτιωθεί η ζωή τους.»
Ο Τεόφιλο Στίβενσον πέθανε από καρδιακή προσβολή το 2012 σε ηλικία 60 ετών. Πριν από την κηδεία, ο Φιντέλ Κάστρο είχε πει: «Ο πυγμάχος Τεόφιλο Στίβενσον αξίζει την αναγνώριση του κόσμου της Κούβας για τις επιτυχίες του στον αθλητισμό. Είχε πειθαρχία, αφοσίωση και κουράγιο. Πιστεύουμε ότι θέτει ένα πολύ λαμπρό παράδειγμα. Αυτός ο νεαρός άνδρας, ο σεμνός γιος μιας σεμνής οικογένειας είχε πει ότι δεν θα αντάλλασσε τους ανθρώπους του για όλα τα δολάρια του κόσμου».
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου