Επιλογή Σελίδας

Ο Χάρης Παπαγεωργίου, κατά (δημοσιογραφικόν) κόσμον…Χαριλάκης, ισόβιος ρεπόρτερ και ισόβιος Ολυμπιακός, με κάποιο δικό του κριτήριο αυτοπροσδιοριζόταν ως ο “ένας από τους τρεις μεγαλύτερους εν ζωή Ολυμπιακούς μαζί με τον Σάββα Θεοδωρίδη και τον Θεόδωρο Νικολαίδη”. Πλέον, κανείς από τους τρεις δεν ευρίσκεται στη ζωή. «Έχω δει να παίζει τερματοφύλακας στον Ολυμπιακό, ο πατέρας του Γιώργου Λούβαρη. Τι άλλο να σου πω και τι να μου πουν;»

Με τον Χαριλάκη, αναπτύξαμε αγαπησιάρικη σχέση. Έγινα, ο νονός του μοναχοεγγονού του. Δηλαδή, του μοναχογιού της μοναχοκόρης του. Ο βαφτισιμιός μου, σήμερα είναι ένας λαμπρός νέος δημοσιογράφος στο Documento. Απολαμβάναμε, ο Χάρης κι εγώ, πού και πού να μοιραζόμαστε κάνα κρασί με δυο μεζέδες. Μία τέτοια καλοκαιρινή βραδιά στο μπαλκόνι του σπιτιού στη Νέα Σμύρνη, είχε όρεξη. «Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών;».

Αντιλαμβάνεσθε, το θέμα δεν ήταν ακριβώς…η γνώμη μου. Το θέμα ήταν, τι νόμιζα πως εκείνος θα ήθελε για απάντηση να ακούσει. Ποια απάντηση θα του έδινε ευχαρίστηση. Στα κλάσματα δευτερολέπτου, στις στροφές που ενεργοποιήθηκαν μες στο μυαλό, σκέφτηκα τον Θανάση Μπέμπη, τον Γιώργο Σιδέρη, τον Γιώργο Δεληκάρη, τον Νίκο Αναστόπουλο. Σίγουρα πάντως, κάποιον του Ολυμπιακού. Αποφάσισα να πάω, με τη δική του γενιά.

«Ο Μπέμπης;» Σήκωσε τα φρύδια, όχι. Πήγα αλλού, μήπως και το βρω. “Ο Χατζηπαναγής;” Ούτε. Κενό. «Άκου, για να μη κουράζεσαι. Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών είναι ο Μίμης Δομάζος». Ο διάδοχος του Μπέμπη, στο βάθρο. Ο φυσικός κληρονόμος του δαχτυλιδιού.  Τώρα, βρήκα όρεξη (για το λεγόμενο τρολάρισμα) εγώ! «Χάρη, Ολυμπιακός άνθρωπος, δεν το περίμενα αυτό από εσένα». Συνέχισε, απτόητος. «Καλά, καλά, κάνε εσύ πλάκα. Εγώ σου λέω πως όποιος δεν έχει δει τον Δομάζο το ’69 στο Βουκουρέστι, τότε που παίζαμε πρόκριση στο Μουντιάλ, Ρουμανία-Ελλάδα 1-1, δεν έχει δει τίποτα. Ήμουν απεσταλμένος, τέτοιο πράγμα σε γήπεδο τα μάτια μου…ποτέ πριν και ποτέ μετά». 

Δεν συμφώνησα, δεν διαφώνησα, πού να ξέρω, Α’ Δημοτικού πήγαινα το φθινόπωρο του 1969, όμως η όρεξή μου να τον ιντριγκάρω γιγαντώθηκε. «Και δεν μου λες, ρε Χάρη…» Τον ρώτησα πώς έγινε εκείνη τη χρονιά, στο δημοψήφισμα των αθλητικών συντακτών, να πάρει το βραβείο, όχι ο Δομάζος, αλλά ο αρχηγός του Πανιωνίου. Ο Στάθης Χάιτας. Τον οποίο Χάιτα να σας πω, πάντοτε ο Δομάζος τον αναγνώριζε ως τον καλύτερο συμπαίκτη (εκτός Παναθηναϊκού) που είχε ποτέ. Το άλλο μισό του, στη μεσαία γραμμή της Εθνικής. Δωμάτιο, ο Μίμης με τον Στάθη, στις αποστολές.  

Η λύση της απορίας, με επανέφερε στον Χάρη που ανέκαθεν ήξερα και προς στιγμήν δεν αναγνώρισα. «Ρε, υπήρχε ποτέ περίπτωση…χέρι Ολυμπιακού να γράψει στο ψηφοδέλτιο τη λέξη Δομάζος; Πας καλά; Όσοι Ολυμπιακοί είμασταν μέλη στον σύνδεσμο, συμφωνήσαμε και ψηφίσαμε μονοκούκι τον Χάιτα». Χα! Γονάτισα. Απ’ το γέλιο. Τον απείλησα «θα το πω στον Μίμη με την πρώτη ευκαιρία, να ξέρεις». Και το τήρησα!

Η πρώτη ευκαιρία, μερικά χρόνια μετά, ήταν ένα γλυκό τηλεφώνημα της Πόπης. Της κόρης (από τον δεύτερο γάμο) του Μίμη. «Γίνεται εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων για τον μπαμπά, στο Γκάζι. Ο μπαμπάς σε παρακαλεί, να είσαι ένας από τους ομιλητές. Έχω κλείσει τον Γιώργο Λιάνη, τη Λιάνα Κανέλλη, τον Γιάννη Ζουγανέλη». Πόπη, μη το ξαναπείς, ο μπαμπάς δεν παρακαλεί, ο μπαμπάς προστάζει. Στρατηγός! Αφού αυτή είναι η διαταγή λοιπόν, φυσικά θα έρθω. Πράγματι, πήγα. Είπα εκεί, την ιστοριούλα του 1969. Στον Μίμη…και σε μερικές εκατοντάδες άλλους, στο αμφιθέατρο της Τεχνόπολης.

 Μερικά πράγματα αξίζει να τα λέμε στους ανθρώπους, όχι μετά θάνατον, όσο μπορούν στ’ αλήθεια να τα ακούσουν. Ο Δομάζος που έτσι κι αλλιώς λάτρευε τον Χάιτα και τον ήθελε με τρέλα στον Παναθηναϊκό, δεν φαντάζεστε πόσο διασκέδασε τη διήγηση. Ακομπλεξάριστος. «Αλέξη, να πεις στον Χαριλάκη πως, όπου τον πετύχω, θα τον σκίσω με αυτό που μου σκάρωσαν». Στρατηγέ μου, όπου να ‘ναι θα τον συναντήσεις εκεί που κίνησες να πας…

Τους αγαπούσε, τους δημοσιογράφους, ο Μίμης. Και οι δημοσιογράφοι τον αγαπούσαν. Σε ένα φιλανθρωπικό Παλαίμαχοι-Δημοσιογράφοι κάποτε στον Πύργο, τον (“προπονητή” της ομάδας μας) μακαρίτη Γιώργο Βενετούλια ο Μίμης, κάθε φορά που μας έβαζαν ένα γκολ, τον έκανε…πύραυλο. Ο Γιώργος στον πάγκο σημείωνε, το σκορ και τον σκόρερ. Ο Δομάζος πήγαινε κοντά, και έκανε πως πανηγύριζε. «Γράφε, Βενετούλια, γράφε. Έχεις ακόμη, πολλά να γράψεις”. Ο Βενετούλιας έκανε πως διαμαρτυρόταν στον ανύπαρκτο παρατηρητή του ματς. “Μπορεί κάποιος να πάρει τον προκλητικό κύριο από δω;» 

‘Η ο διευθυντής μου στο αθλητικό τμήμα της «Απογευματινής» πριν 30+ χρόνια, ο Φαίδων Κωνσταντουδάκης. Αυτός, ακόμη πιο ΑΕΚ από όσο Ολυμπιακός ήταν ο Χάρης. Ο Φαίδων, τα ίδια με τον Χάρη μου έλεγε για τον Δομάζο. Ο Φαίδων με τον Δομάζο και μερικούς άλλους παλαιούς ποδοσφαιριστές, εκείνα τα χρόνια έπαιζαν beach volleyball «μέχρι τελικής πτώσεως» τα καλοκαίρια στην άμμο της Σαρωνίδας.

Τελευταία φορά, είδα τον Μίμη πρόσφατα στον Ιανό. Συντόνιζα την παρουσίαση ενός βιβλίου…με πολύ Πανιώνιο μέσα, του δημοσιογράφου Γιάννη Αλεξίου. Μας την έκανε τη χαρά η Πόπη, και τον έφερε τον Στρατηγό, εκείνο το βράδι. Πώς ήρθε στο πάνελ η κουβέντα για αθλητικά έντυπα στην εποχή της λεγόμενης ποδοσφαιρικής αθωότητας, παίρνει «από κάτω» το μικρόφωνο ο Δομάζος, «κάποτε έβγαινε ένα περιοδικό, το Ντέρμπι, ξέρετε ποιος ήταν ο εκδότης» Σιωπή. Έτυχε να έχω ακουστά, την πληροφορία. Τον έδειξα, με το δάχτυλο. «Εσύ ήσουν ο εκδότης, Μίμη!» Ένιωσα πως το χάρηκε πολύ ότι έστω ένας, μέσα στην αίθουσα, το γνώριζε. Αυτό έλεγε, το πιο πλατύ χαμόγελο που θα μπορούσε να μου δώσει.

Πόσο ακομπλεξάριστος ήταν ο Μίμης, το αντιλήφθηκα είκοσι χρονώ, την πρώτη φορά που πήρα το θάρρος και του μίλησα. Είχε αποσυρθεί, πια. Για την ακρίβεια τον ξετρύπωσα στο τηλέφωνο, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Ζάγκρεμπ, όπου τον είχε στείλει ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, άνοιξη 1984, να δει σε αγώνα τον Βέλιμιρ Ζάετς. Κάντε το, εικόνα. Ο Δομάζος. Και ένας λίγο ημιεπαγγελματίας λίγο ημιερασιτέχνης δημοσιογράφος, που ο Δομάζος δεν τον είχε καν ακουστά. Να ερωτά ο ας-τον-πούμε δημοσιογράφος τον Δομάζο, αν ο αρχηγός της Εθνικής Γιουγκοσλαβίας «κάνει» στον Παναθηναϊκό!

Στον Ζάετς, ο Μίμης μάλλον είδε εκείνη την ημέρα ένα υπερεξελιγμένο μοντέλο Χάιτα. «Αγόρι μου, ένα θα σου πω. Μακάρι να ήμουν δέκα χρόνια νεότερος, να προλάβαινα να παίξω μαζί του». Μπορώ να το γράψω αυτό στην εφημερίδα, κύριε Μίμη; “Να το γράψεις, αγόρι μου». Ήταν το πρωτοσέλιδο του «Φίλαθλου» το επόμενο πρωινό. Η μετεγγραφή, το καλοκαίρι του 1984, έγινε. Και, το πιστεύετε ή όχι, ο Δομάζος πρόλαβε να παίξει με τον Ζάετς! Μία φορά. Μία νύχτα, στο Ολυμπιακό Στάδιο, λίγο πριν αρχίσει το πρωτάθλημα. Φιλικό Παναθηναϊκός-Μπόκα Τζούνιορς, προς τιμήν του Στρατηγού.

Δεν είδα ποτέ, αυτά που είχε δει ο Χαριλάκης το 1969 στο Βουκουρέστι. Είδα όμως το 1984, εν μια νυκτί με Δομάζο και Ζάετς, αυτά που με έκαναν να συνειδητοποιήσω…τι δεν είδαμε μόνο και μόνο επειδή ο Δομάζος δεν ήταν δέκα χρόνια νεότερος     

Πηγή: Sdna