Του Αλέξη Σπυρόπουλου
Τα αναμενόμενα, από τη σούμα του ματς, γκολ ήταν 0,30 με 2,05 ή κάτι τέτοιο. Δηλαδή, ένα φυσιολογικό 0-2. Το φυσιολογικό 0-2, κατέληξε να γίνει ένα 0-1… εντελώς αφύσικα. Μάλλον είναι ότι είχα καιρό να δω σε γήπεδο, ένα διαιτητή του απαρχαιωμένου είδους διαιτητής – πεζοναύτης. Οταν κάτι έχεις να το δεις καιρό, όπου το (ξανα)βλέπεις αμέσως χτυπάει στο μάτι. Ο Ισπανός, ήταν ολοφάνερο από τα πρώτα 10-15 λεπτά, πραγματοποίησε καταδρομή στην Αθήνα. Είχε στο μυαλό μόνον ένα πράγμα, και τίποτα δεν θα άφηνε να μπει εμπόδιο σε αυτό, ούτε καν τον var (με τον οποίον…είναι βέβαιον ότι κατ’ ιδίαν, έτσι όπως εξέθετε ο ένας τον άλλον, “σκοτώθηκαν” μετά).
Ο Ερνάντεθ Ερνάντεθ βίασε τη φυσικότητα του παιγνιδιού. Φάσεις που συμβαίνουν και ξεχνιούνται σε τρία δευτερόλεπτα, ο διαιτητής τις έκανε να είναι οι πλέον κεντρικές φάσεις της αναμέτρησης. Κουλιεράκης/Φαν Ντάικ και Παυλίδης/Νταμφρίς, είναι αυτό που λέμε «δεν ασχολείται άνθρωπος».
Την Παρασκευή στο Δουβλίνο, ο Γιακουμάκης ενεπλάκη σε μία τέτοια δεν-ασχολείται-άνθρωπος φάση με Ιρλανδό αμυντικό. Ο Σουηδός εκεί, την προσπέρασε (και ο var μαζί) όπως κάθε διαιτητής που νιώθει και ψυχολογεί ποδόσφαιρο. Αφησε να γίνουν αληθινές φάσεις του αγώνα, οι φάσεις που άξιζαν να είναι οι φάσεις του αγώνα. Ο μόνος που ασχολήθηκε, ήταν…ο Γιακουμάκης. Για τα δυο-τρία δευτερόλεπτα, που λέγαμε.
Ενας διαιτητής που σου δίνει ευθύς εξαρχής να καταλάβεις, είναι κίνδυνος όχι ότι θα χάσεις ένα παιγνίδι. Είναι κίνδυνος, ότι θα χάσεις το μυαλό. Το φοβήθηκα, ομολογώ. Θα το φοβόταν νομίζω, οποιοσδήποτε διάβαζε σε αργή κίνηση τα χείλη του Βλαχοδήμου μετά την απόκρουση στο πρώτο πέναλτι. Δεν συνέβη ό,τι φοβήθηκα, και αυτό απευθείας με οδηγεί στον έπαινο των Ελλήνων διεθνών. Για τον αυτοέλεγχο των συναισθημάτων, στο υψηλότερο επίπεδο επαγγελματισμού. Για τη συμπεριφορά που άρμοζε, στη φανέλα που φόρεσαν. Εν τέλει, κόκκινη πήρε ο Πογέτ! Οι Ισπανοί δεν ξέρουν ελληνικά, όμως ξέρουν ισπανικά.
Ο προπονητής μας, σκέφτηκε ένα (επί της ουσίας) 5-5-0 που έμοιαζε η εμφανής απόρροια των μαθημάτων, όχι μόνον από το Αϊντχοφεν τον Σεπτέμβριο αλλά και από το Παρίσι τον Ιούνιο. Ηταν η ιδέα του, να ενισχύσει τη θωράκιση δίχως να πειράξει το τρίο των χαφ. Η ανάλυση, το πλάνο πέτυχε ή το πλάνο απέτυχε, δεν είναι τόσο απλή όσο μια αντιδιαστολή άσπρο-μαύρο. Οι Ολλανδοί ακραίοι, καίριοι μοχλοί του επιθετικού μηχανισμού, πράγματι απενεργοποιήθηκαν. Επίσης, η ελληνική αμυντική ετοιμότητα στις στατικές φάσεις, καμία σχέση με Αϊντχοφεν. Ακόμη και το (πρώτο) πέναλτι, ήλθε σε φόλοου-απ ενός κόρνερ…που ήταν ξεκάθαρο άουτ!
Αυτά είναι, το άσπρο σκέλος. Το μαύρο σκέλος είναι ότι με το 5-5-0, ένας Μασούρας στην ανατολή, ένας Ιωαννίδης στη δύση, ένας Μπακασέτας κάπου ανάμεσα, Κουρμπέλης και Μάνταλος ακριβώς πίσω τους, οι άνετοι του παιγνιδιού ήταν οι Ολλανδοί, όχι οι Ελληνες. Μονάχα ο «ανεξάρτητος μεμονωμένος» Ιωαννίδης (με εμφάνιση-πειρασμό για PSV, για Φέγενοορντ, για Αγιαξ) σποραδικά τους χαλούσε την άνεση. Η Ολλανδία λειτουργούσε, η Ελλάδα δυσλειτουργούσε. Σαν να ήταν περισσότεροι στο χορτάρι, και εδώ δεν εννοώ τον «δωδέκατο» διαιτητή, εκείνοι με τα πορτοκαλί.
Αυτό κούρασε την ελληνική ομάδα, πολύ. Να κάνουν οι πορτοκαλί δικές τους όλες τις δεύτερες μπάλες και διαρκώς να ξανάρχονται, πνευματικά και φυσικά είναι εξουθενωτικό. Βλέποντας την ενδεκάδα πριν, πίστεψα ένα 5-3-2 με τον Μασούρα όπως στον Ολυμπιακό. Πολύ πιο κοντά στον σέντερ-φορ. Να μη (υπερ)καταναλώνεται, ο Μασούρας, σε άμυνα τόσο χαμηλά. Δεν ήταν, ωστόσο, έτσι. Η αίσθησή μου είναι ότι θα άξιζε το ρίσκο, Ιωαννίδης/Μασούρας να παίξουν σε διαφορετική απόσταση. Εν πάση περιπτώσει, τη λύση στην ελληνική δυσλειτουργία την έδωσε, άθελά του, ο Κούμαν. Οταν «μύρισε αίμα» και άλλαξε, στην ανάπαυλα, το copy-paste του Αϊντχοφεν.
Αφαίρεσε σέντερ-μπακ, έφερε εξτρέμ. Στην πραγματικότητα, τη λύση την έδωσε ο Πογέτ με το να σηκώσει, σε δεκαπέντε λεπτά μέσα, το γάντι. Στα ίσα! Αφαίρεσε κι αυτός σέντερ-μπακ, έφερε εξτρέμ, και…πάμε να παίξουμε. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, κυριολεκτικά απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, οι Ελληνες ποδοσφαιριστές ένιωσαν οικειότητα μέσα στο, ας το πούμε, plan b. Το υποστήριξαν, πολύ πιο άνετα. Σαν να βγήκαν από δεσμά. Και με πολύ ισχυρότερη φιλοδοξία. Την οποία φιλοδοξία εν συνεχεία, ο Πογέτ την ενίσχυσε τέρμα. Τώρα, το αίμα το είχαμε μυρίσει εμείς. Η Ολλανδία έχασε όλο το μομέντουμ. Εγινε, παρτίδα τρομερή. Ηταν τελείως α-ποδοσφαιρικό, να την κρίνει στο φινάλε ο ρέφερι.
Ανέτρεξα νοερά, στη ροή του χρόνου πόσες και πόσες φορές χρησιμοποίησα το δημόσιο βήμα για να ικετεύσω, πάλι και πάλι, να μη σφάξουμε σαν Ηρώδηδες αυτό το γκρουπ. Μετά από ένα 0-0 με τη Σλοβενία στη Ριζούπολη (Nations League) ή μετά από ένα 1-1 με το Κόσοβο στο Ολυμπιακό Στάδιο (Παγκόσμιο Κύπελλο). Να εμπιστευτούμε τη διαδικασία. Αντί να τους σφάξουμε για το αποτέλεσμα που δεν έφεραν, να τους αφήσουμε να μεγαλώσουν για να φέρουν το αποτέλεσμα. Το γκρουπ σήμερα, εκείνο είναι. Το ίδιο. Δεν έχει αλλάξει.
Τότε, ήταν μια ομάδα Γ’ Εθνικής που αργά ή γρήγορα θα προβιβαζόταν στη Β’ Εθνική. Τώρα, είναι μια καλή ομάδα Β’ Εθνικής που «πεθαίνει» να προβιβαστεί στην Α’ Εθνική. Η κορύφωση της κύησης, έρχεται τον Μάρτιο. Δεν είναι, ένα Καζαχστάν, μία Γεωργία ή ένα Λουξεμβούργο, τα πιο μεγάλα ματς της ζωής τους. Είναι, τα πιο σημαντικά ματς. Της δικής τους ζωής. Και του ελληνικού ποδοσφαίρου, στα σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη Βραζιλία.
Πηγή: Sport DNA