Επιλογή Σελίδας

Φθινόπωρο του 1952. Η αρένα της Φιλαδέλφεια κατάμεστη! 40.379 καταμετρημένα εισιτήρια, 504.645 δολάρια τζίρος. Απόλυτη σιωπή. Εκτος γύρος και ο Ρόκι σφάδαζε στην γωνία του. Τα μάτια του έτρεχαν δάκρια. «Mε κάτι έχει αλείψει ο Βάλκοτ τον ώμο του και με τύφλωσε. Δεν βλέπω. Κάντε κάτι». Ο αγώνας έπρεπε να διακοπεί. Ο πρωταθλητής θα κρατούσε τον τίτλο του. Ο νεαρός Λατίνος δεν κατέβαινε από τα ρινγκ. Ηξερε μόνο να επιτίθεται. Δεν του είχε μιλήσει κανείς για υποχώρηση. Επαιξε τυφλωμένος για τέσσερις γύρους. Ακολουθούσε την μυρωδιά του αντιπάλου του για να μην πέσει στα σχοινιά. Σε κάποια στιγμή άρχισε να βλέπει σκιές. Ηταν το τέλος του Βάλκοτ. Ένα απίστευτα δυνατό και ακριβές αριστερό κροσέ τον ξάπλωσε στον 13ο γύρο. Ο Ρόκι Γκρατσιάνο φόρεσε τη ζώνη του παγκόσμιου πρωταθλητή και ο αγώνας εκείνος έμεινε στην ιστορία σαν μοναδικό δείγμα πάθους και μαχητικότητας. Σε κάποια εφημερίδα της εποχής γράφτηκε: «Αφού δεν έχασε αυτό τον αγώνα, δεν θα χάσει ποτέ». Εδωσε 49 αγώνες και δεν ηττήθηκε ποτέ του.

Σαράντα τρία νοκ άουτ, τρεις τίτλοι «μαχητή της χρονιάς» (1952, 1954, 1955) και αήττητο βιογραφικό δεν καταγράφηκαν ποτέ ξανά, σε καμία κατηγορία της πυγμαχίας! Η πιο δύσκολη στιγμή του ήταν ο αναμέτρηση με τον Τζόε Λούις. Ηταν ο ήρωάς του. Αισθανόταν άσχημα που έπρεπε να του «αντιμιλήσει». Ηταν ιεροσυλία. Ο κόσμος που έβλεπε το ματς, όταν ηττήθηκε ο Λούις ξέσπασε σε κλάματα, έβριζε τον Ρόκι, τον καταριόταν…

Τον ρώτησαν τι έβλεπε μπροστά του και τον έπιανε τέτοιο μίσος μέσα στο ρινγκ. Τι πάλευε να εξοντώσει. «Την πείνα και την φτώχια των παιδικών μου χρόνων», έλεγε ο Ρόκι και έσφιγγε τις γροθιές του. Ηταν πρωταθλητής αλλά είχε περάσει πολλά. Ηταν μονίμως σε δίαιτα, όλη μέρα έκανε προπόνηση, έκοψε τα… δύο πακέτα κάμελ που κάπνιζε τη μέρα, σταμάτησε να πίνει μπύρες και να τρώει τα ζυμαρικά της μαμάς του. Υποβλήθηκε σε επέμβαση στο δεξί χέρι και οι γιατροί είπαν δεν θα πυγμαχούσε ποτέ ξανά. Επαθε ρήξη συνδέσμου στην πλάτη, έπασχε από αρθριτικά και συνέχισε να παίζει… Όλα ήταν εναντίον του.

Ηταν κοντός, αργός και Ιταλός. Δεν θα έκανε ποτέ καριέρα στο αμερικανό μπέιζμπολ. Η αποπνιχτική σκόνη δεν τον άφησε να γίνει γαλακτοπώλης. Ηταν αλλεργικός και στη μυρωδιά του δέρματος, οπότε δεν μπορούσε να συνεχίσει την παράδοση των τσαγκάρηδων. Η φτώχια του μεσοπολέμου και η ανέχεια της οικογένειάς του τον τρέλαινε. Ηταν ένας χαμένος. Κανείς πατέρας δεν τον ήθελε για γαμπρό. Θα έχανε και την αγαπημένη του Μπάρμπαρα. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί. Αλλαξε το όνομά του. Ο Ρόκο Μαρκετζιάνο έγινε ο θρυλικός Ρόκι. Παντρεύτηκε τη Μπάρμπαρα και έγινε πλούσιος.

Δεν είχε προπονηθεί ποτέ από επαγγελματία. Ηταν μικρόσωμος (1,77 μ., 85 κιλά) για την κατηγορία των βαρέων. Δεν είχε στυλ. Δεν ήταν προκλητικός. Οι ειδικοί ακόμη ψάχνουν να βρουν από πού προερχόταν τόση δύναμη. Η γροθιά του πιο δυνατή από το σίδερο. Το σώμα του σκληρό σαν πέτρα. Δεν αισθάνθηκε ποτέ του πόνο.

Ηταν φτιαγμένος από τη στόφα ήρωα. Ο Σιλβέστερ Σταλόνε στο μπλοκμπάστερ του ενσάρκωνε έναν άλλο πυγμάχο, τον Τσακ Βέπνερ, αλλά ονομαζόταν Ρόκι, επειδή αυτός ήταν η αφίσα στο παιδικό του δωμάτιο!

Η μητέρα του δεν ήθελε να βλέπει τον γιό της στα ρινγκ. Εκλεινε τηλεόραση και ραδιόφωνα. Όταν την ρώτησαν εάν φοβόταν μήπως χτυπούσε ο γιόκας της, απάντησε σχεδόν απορημένη: «Περισσότερο ανησυχώ για τους αντιπάλους του, γιατί έχουν κι αυτοί μανούλες»…

Τον Απρίλιο του 1956 ανακοίνωσε ότι αποσύρεται και πως δεν θα ανέβαινε ποτέ ξανά στο ρινγκ, το οποίο λένε όλοι οι πυγμάχοι όταν σταματούν αλλά πάντα επιστρέφουν. Ο Ρόκι δεν επέστρεψε. Το 1970 του ζητήθηκε από παραγωγό τηλεοπτικών προγραμμάτων να γυρίσει έναν αγώνα-ταινία με τον Μοχάμεντ Αλι. Θα πυγμαχούσαν και το κομπιούτερ θα αναδείκνυε τον νικητή. Κατά την προσφιλή τακτική του ο Αλι τον έβρισε στο ρινγκ και έγινε… έξαλλος. Κέρδισε τον αγώνα με τεχνικό νοκ άουτ.

Δεν φοβόταν τον θάνατο. Τον είχε συναντήσει όταν ήταν μόλις 18 μηνών. Επαθε πνευμονία και οι γιατροί σήκωσαν τα χέρια ψηλά. Η μόλυνση τον είχε σκοτώσει. Ο εντυπωσιακά δυνατός οργανισμός του αντέδρασε και έζησε. Δεν τον τρόμαζε τίποτε.

Μία καταιγίδα δεν θα του άλλαζε τα σχέδια. Κυριακή 31 Αυγούστου 1969 έπρεπε να βρίσκεται στο Νιούτον. Η Μπάρμπαρα του είχε ξεκαθαρίσει πως η 16χρονη κόρη τους είχε ετοιμάσει πάρτι έκπληξη για τα γενέθλια του μπαμπά και δεν θα τον συγχωρούσε εάν αργούσε. Ο παιδικός του φίλος Φρανκ Φάρελ τον είχε παρακαλέσει να βρεθεί στο Σικάγο για να βοηθήσει στην προβολή ενός αγώνα. Ο πιλότος Γκλεν Μπελζ είχε μόλις 231 ώρες πτήσης (35 νυχτερινές) και η εμπειρία του σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης ήταν ανύπαρκτη αλλά… τι θα μπορούσε να συμβεί σε μία τόσο μικρή πτήση; Ρόκι, Μπελζ και Φάρελ απογειώθηκαν στις 6 μ.μ. Θα προλάβαιναν τη τούρτα με τα 46 κεράκια. Στις 9 μ.μ. το αεροπλάνο κατέπεσε δύο μίλια μακριά από το αεροδρόμιο. Ακαριαίος θάνατος. Σχεδόν ανώδυνος.

Πηγή: Sportime News