Επιλογή Σελίδας

Του Μάνου Ανδρουλάκη

Ο Βλάντιμιρ Ντούρκοβιτς γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1937 (άλλες πηγές αναφέρουν το 1938 και άλλες το 1939) στην πόλη Τζακόβιτσα, η οποία σήμερα ανήκει στην περιοχή του Κοσόβου.

Προερχόταν από καλή οικογένεια, ο πατέρας του ήταν δάσκαλος, ο αδερφός του έγινε δικηγόρος, ενώ οι δύο αδερφές του καθηγήτριες γαλλικών (ομοίως και η μετέπειτα σύζυγός του).

«Γαλουχήθηκε» ποδοσφαιρικά στη Νάπρεντακ και άρχισε να ξεχωρίζει γρήγορα, με συνέπεια ο Ερυθρός Αστέρας να κινηθεί για την απόκτησή του το φθινόπωρο του 1955.

Ήταν κομβικό εκείνο το σημείο, αφού ο πατέρας του τον έβλεπε να εγκαταλείπει τα γράμματα για χάρη του ποδοσφαίρου και, μάλιστα, τον είχε απειλήσει ότι θα τον διώξει από το σπίτι.

Ο «Ντούρε», όπως τον αποκαλούσαν, είχε την επιθυμία να γίνει δικηγόρος ή μουσικός, δεδομένου ότι έπαιζε κλαρινέτο και, μάλιστα, συμμετείχε σε αρκετές συναυλίες, ενώ παράλληλα γνώριζε γαλλικά.

Τελικά απέτυχε να περάσει στη Νομική και εγκατέλειψε το όνειρο της ενασχόλησης με τη μουσική, εξαιτίας της ένταξης στον κόσμο του ποδοσφαίρου.

Δεν ήθελε να παίξει αμυντικός

Δεν έκανε πίσω στις απειλές του πατέρα του και με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 22 Νοεμβρίου 1955, σε ένα φιλικό ματς με την Ντιναμό Ζάγκρεμπ στο Πάντσεβο.

Στο ξεκίνημα δεν έδειξε θετικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να αλλάζει συνεχώς θέσεις (περισσότερο έπαιζε στην επίθεση) έως ότου βρεθεί η κατάλληλη, ενώ την πρώτη σεζόν έπαιξε σε μόλις 7 ματς και τη δεύτερη σε 6.

Έπρεπε να φτάσει η τρίτη σεζόν για να καθιερωθεί (στα 20 του) και να γίνει ένας σκληροτράχηλος μπακ, σε μία ούτως ή άλλως «γρανιτένια» αμυντική γραμμή.

Το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι σε μία περιοδεία στο Μαρόκο το 1957, ο προπονητής Σβέτοζαρ «Κίκα» Πόποβιτς του είχε προτείνει να παίξει στη συγκεκριμένη θέση και ο Ντούρκοβιτς είχε αρνηθεί!

Οι μονομαχίες του με τον επίσης διεθνή Φακρουντίν Γιουσούφι της Παρτίζαν έμειναν στην Ιστορία, σε μία εποχή που η ομάδα του σάρωνε τους τίτλους.

Πέντε πρωταθλήματα (1956, 1957, 1959, 1960, 1964), τρία Κύπελλα (1958, 1959, 1964) και ένα Mitropa Cup (1958) κατέκτησε ο Ντούρκοβιτς σε διάστημα 11 ετών με τη φανέλα του Ερυθρού Αστέρα.

Από το 1955 μέχρι το 1966 κατέγραψε 405 συμμετοχές σε όλες τις διοργανώσεις και σημείωσε 30 γκολ, ενώ οι αντίστοιχοι αριθμοί στο γιουγκοσλαβικό πρωτάθλημα ήταν 177 συμμετοχές – 7 γκολ.

Να σημειωθεί ότι την πρώτη σεζόν έβαλε 1 γκολ, τη δεύτερη άλλο 1, την τρίτη προσέθεσε 5 και τις επόμενες 14 δεν κατάφερε να κουνήσει ούτε μια φορά το δίχτυ!

Πολύ γρήγορος σε σώμα και μυαλό, μαχητής, ενίοτε και μοντέρνος, υπό την έννοια ότι όποτε έβρισκε την ευκαιρία «ανηφόριζε» την πτέρυγα για να βοηθήσει στην ανάπτυξη.

Ο Βλάντιμιρ Ντούρκοβιτς δεν ήθελε να χάνει ούτε στις προπονήσεις, ενώ όλοι στέκονταν στον επαγγελματισμό και τη συνέπειά του.

«Ο Ντούρκοβιτς με φοβίζει!»

Το 1966 αποφάσισε να αγωνιστεί στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Γκλάντμπαχ, με την οποία πάντως κατέγραψε μόλις 10 συμμετοχές στην Bundesliga.

Από τη στιγμή που δεν κόλλησε στη Γερμανία, το επόμενο καλοκαίρι μεταπήδησε στη Σεντ Ετιέν, η οποία τον κράτησε στους κόλπους της για τέσσερις σεζόν, διάστημα που έκανε 116 εμφανίσεις στη Ligue 1.

Πλάι στους 9 τίτλους που κατέκτησε με τον Ερυθρό Αστέρα, ο Ντούρκοβιτς προσέθεσε άλλα 3 πρωταθλήματα Γαλλίας (1968, 1969, 1970) και 2 Κύπελλα (1968, 1970), ενώ είχε ηγετικό ρόλο.

Ούτε οι εμβληματικοί Ρομπέρ Ερμπέν και Μπερνάρ Μποσκιέ του πήγαιναν κόντρα όταν έβαζε τις φωνές στους συμπαίκτες του για να τους αφυπνίσει σε κάποια στιγμή χαλάρωσης.

Μετά την ήττα με 2-0 από την Μπάγερν στο Μόναχο για τον 1ο γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της σεζόν 1969-70, ο Ντούρκοβιτς τα… έψαλλε σε όλους στα αποδυτήρια, τους αφύπνισε και στη ρεβάνς του «Ζοφρί Γκισάρ» οι «στεφανουά» έφτασαν σε μία μεγάλη ανατροπή (3-0).

Ένας από τους κορυφαίους παίκτες στην ιστορία της Σεντ Ετιέν, ο Σαλίφ Κεϊτά, έχει δηλώσει: «Δεν θέλω να γυρίζω προς τα πίσω. Ξέρω ότι ο Ντούρκοβιτς με κοιτάζει. Και με φοβίζει!»

«Ήταν ένας πολύ σκληροτράχηλος αμυντικός τόσο στις προπονήσεις, όσο και στους αγώνες. Ο Αλμπέρ Μπατό απέφευγε να ερχόμαστε μαζί του σε μονομαχίες ένας εναντίον ενός, υπό τον φόβο τραυματισμού.

Εκείνη την εποχή τα τάκλιν από πίσω δεν τιμωρούνταν αυτομάτως με κάρτα. Αν πήγαινε δεύτερος σε μια μονομαχία, γινόταν πιο σκληρός κι από τον Ντομενέκ» έχει πει για τον Ντούρκοβιτς ο συμπαίκτης του στους «στεφανουά» Ζορζ Μπερετά.

Βέβαια, στον αντίποδα, όταν η ομάδα του απέδιδε καλά και όδευε προς τη νίκη, δεν παρέλειπε να ενθαρρύνει τους συμπαίκτες του με φιλικά χτυπήματα στην πλάτη.

Στις 26 Ιουνίου 1971, στο τελευταίο ματς της Ligue 1 και δικό του στη Γαλλία, κόντρα στη Ναντ, οι παίκτες της Σεντ Ετιέν ζήτησαν από τον προπονητή Αλμπέρ Μπατό να φορέσει εκείνος και όχι ο Ρομπέρ Ερμπέν το περιβραχιόνιο του αρχηγού.

Το χρυσό της Ρώμης

Πολύ σημαντικές διακρίσεις επέδειξε και σε εθνικό επίπεδο, αφού το 1960 γεύθηκε την ύψιστη τιμή του χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου στους Αγώνες της Ρώμης.

Το παράδοξο είναι ότι στον τελικό κόντρα στη Δανία (3-1) ο Ντούρκοβιτς έπαιξε στη μεσαία γραμμή και ρόλο δεξιού μπακ είχε ο Νόβακ Ρογκάνοβιτς της Βοϊβοντίνα.

Λίγο νωρίτερα την ίδια χρονιά κατέλαβε τη 2η θέση στο πρώτο Κύπελλο Εθνών Ευρώπης της Ιστορίας και σε ατομικό επίπεδο, συμπεριλήφθηκε στην κορυφαία ενδεκάδα της διοργάνωσης, δίπλα σε θρύλους όπως ο Λεβ Γιασίν ή ο Γιόζεφ Μάσοπουστ.

Τέλος, ο 50 φορές διεθνής με την Ανδρών από το 1959 μέχρι το 1966 βίωσε τη χαρά της συμμετοχής σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου (Χιλή 1962) και, μάλιστα, με πορεία μέχρι την 4η θέση.

Το ντεμπούτο του με την Ανδρών είχε γίνει στις 11 Οκτωβρίου 1959 (φιλική εντός έδρας ήττα από την Ουγγαρία με 4-2), ενώ είχαν προηγηθεί 5 συμμετοχές σε μικρότερα εθνικά κλιμάκια.

Αντιμετώπισε επιτυχώς δύο φορές την Εθνική Ελλάδας, αμφότερες για το προολυμπιακό τουρνουά του 1960 (4-0 στο Βελιγράδι, 5-0 στην Αθήνα).

Το τελευταίο του ματς με το εθνόσημο καταγράφηκε την 1η Ιουνίου 1966 και ήταν πικρό, αφού η Βουλγαρία επικράτησε 2-0 σε φιλικό στο Βελιγράδι.

Ούτε ένα ούτε δύο, αλλά 39 σερί ματς με την εθνική έδωσε ο Ντούρκοβιτς, πίσω μόνο από τον «δικό μας» Στιέπαν Μπόμπεκ που εκείνη την εποχή είχε 44.

Το καλοκαίρι του 1971 ο Βλάντιμιρ Ντούρκοβιτς άφησε τη Σεντ Ετιέν και πήρε μεταγραφή στην ελβετική Σιόν, οδεύοντας προς τη δύση της καριέρας του.

Είχε ακόμη δεσμούς με τους «στεφανουά», διότι ήταν εκείνος που συμβούλευσε τον συμπατριώτη του τερματοφύλακα Ιβάν Τσούρκοβιτς να επιλέξει την πρώην ομάδα του και όχι την Μπαστιά.

Πράγματι, ο πρώην γκολκίπερ της Παρτίζαν μεταπήδησε στη Σεντ Ετιέν και πρωταγωνίστησε στις πιο ξεχωριστές στιγμές της ιστορίας της.

Το άδικο τέλος

Η πρώτη σεζόν του Ντούρκοβιτς στη Σιόν είχε κυλήσει ομαλά με 25 συμμετοχές και αναγνώριση των προσπαθειών του από τους πάντες στην ομάδα.

Τα ξημερώματα της Τετάρτης 21 Ιουνίου 1972, ο «Ντούρε» διασκέδαζε σε ένα νυχτερινό κέντρο με τον συμπατριώτη του Ίλια Πάντελιτς, επίσης πρώην διεθνή και τότε τερματοφύλακα της Μπαστιά.

Λίγες ώρες νωρίτερα η Σιόν είχε τεθεί αντιμέτωπη με την Μπαστιά για το Coppa delle Alpi (σ.σ. τουρνουά που ως επί το πλείστον συμμετείχαν κλαμπ από την Ιταλία και τη Γαλλία) και την είχε νικήσει με 1-0.

Η βραδιά ολοκληρώθηκε επεισοδιακά, καθώς κατά την έξοδο από το κέντρο ο Πάντελιτς άρχισε να διαπληκτίζεται με έναν Ελβετό αστυνομικό που όλες οι διαδικτυακές πηγές ανέφεραν ότι ήταν μεθυσμένος.

Ο αμυντικός της Σιόν προσπάθησε να τους χωρίσει και τότε έγινε το κακό: το όργανο της τάξης έβγαλε περίστροφο και πάνω στην ένταση τον πυροβόλησε!

Ο Ντούρκοβιτς μεταφέρθηκε εσπευσμένα σε νοσοκομείο, υποβλήθηκε σε επέμβαση, αλλά δυστυχώς στις 10:30 το πρωί της Πέμπτης 22 Ιουνίου εξέπνευσε, συνεπεία των σοβαρών τραυμάτων.

«Ο φίλος μας Βλάντι». Έτσι τον χαρακτήρισε η «Equipe» στην αναγγελία του πικρού μαντάτου.

Τότε η Σεντ Ετιέν, συγκεκριμένα ο πρόεδρος Ροσέ, ανέλαβε την πρωτοβουλία να διοργανώσει ένα ματς για την ενίσχυση της συζύγου του.

Μία μικτή από παίκτες των «στεφανουά» και της Μαρσέιγ, καθως και ο Φλερί ντι Ναλό της Λιόν (με προπονητές τους Ρομπέρ Ερμπέν, Μάριο Ζατελί), αντιμετώπισε μερικούς Γιουγκοσλάβους επίλεκτους, μεταξύ των οποίων ο Ίβιτσα Όσιμ.

Για την ιστορία το ματς έληξε 3-1 υπέρ της μικτής, ενώ μετά τη λήξη ένας άνδρας προσέφερε 50.000 φράγκα στον πρόεδρο Ροσέ, προκειμένου να αποκτήσει την μπάλα της αναμέτρησης.

ΜΙΚΤΗ ΣΕΝΤ ΕΤΙΕΝ-ΜΑΡΣΕΪΓ: Καστέλ, Φαρισόν, Πιάτσα, Μποσκιέ, Κουλά, Μπονέλ (Λε Μποεντέκ), Ερμπέν (Ρεπελινί), Σανλαβίλ, Φραντσεσκετί, Ντι Ναλό, Σαραμανά.

ΕΠΙΛΕΚΤΟΙ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑΣ: Πάντελιτς, Σέλες, Νταμιάνοβιτς, Μιχαΐλοβιτς, Σάβκοβιτς, Τρίβιτς, Μπάιτς, Σκόμπλαρ, Όσιμ, Άντιτς.

Έπαιξαν και οι: Λαζάρεβιτς, Μοΐλοβ, Κόεστσακ, Σάντρατς.

Μια κοντινή στο «Ζοφρί Γκισάρ» λεωφόρος φέρει το όνομα του αδικοχαμένου Γιουγκοσλάβου αμυντικού.

Tέλος, το 1973 έλαβε καταστατικό από τη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία μία ομάδα από το χωριό Μπερίλοβατς που πήρε το όνομα του εκλιπόντος.

Πηγή: Sport Retro