Του Zastro
Η Tuilla, ένα άσημο και απόκρημνο χωριό στο Πριγκιπάτο των Αστουριών, είναι ένας τόπος που στην πρώτη ματιά έμοιαζε ευλογημένος.
Με τον Ατλαντικό να απλώνεται γενναιόδωρα κατά μήκος του βισκαϊκού κόλπου (κανταβρική θάλασσα τη λένε οι ντόπιοι) και το κλίμα να ευνοεί την αλιεία, ο επισκέπτης φαντάζεται εικόνες με γραφικά ψαροχώρια, πλακόστρωτα και εύθυμους ντόπιους.
Κι όμως, η περιοχή κατείχε μέχρι πρότινος ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας στην Ισπανία και το χαμηλότερο ποσοστό γεννήσεων στη χώρα. Τα βαριά μεταλλουργία με την εκκαμίνευση του ψευδαργύρου και τα ιστορικά ορυχεία με την εξόρυξη γαιάνθρακα, επέφεραν βαθμηδόν έναν αποπληθυσμό άνευ προηγουμένου για την ιβηρική πραγματικότητα.
Οι επιλογές για όποιον γεννιόταν στον τόπο αυτόν ήταν πολύ συγκεκριμένες. Ο Χοσέ Μανουέλ Βίγια ήταν ανθρακωρύχος, πάλευε κάθε μέρα εκατοντάδες μέτρα κάτω απ’ τη γη για να ζήσει την οικογένειά του, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι, λόγω των αυξημένων κινδύνων, ανά πάσα στιγμή μπορεί να την αφήσει ακέφαλη.
Όταν η γυναίκα του έφερε στη ζωή το δεύτερο παιδί τους, στο μυαλό του είχε ωριμάσει η σκέψη μιας ακόμη κόρης, μόνο και μόνο για να έχει παρέα η μικρή του στο παιχνίδι. Όταν του ανακοίνωσαν το γιο, το τεράστιο μουστάκι δεν μπορούσε να μασκαρέψει το χαμόγελό του. Είχε γεννηθεί ο πρωταθλητής του, ο παιχταράς του, ο επόμενος «Μπουίτρε».
Οφείλει πολλά στον πατέρα του ο Νταβίντ Βίγια. Αν όχι όλα, σίγουρα τα περισσότερα απ’ όσα τελικά κατάφερε σε όλη του τη διαδρομή στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Οι οιωνοί, τα περιστατικά της ζωής του, κάθε επεισόδιο ξεχωριστά, συνέτεινε στη βεβαιότητα ότι κι εκείνος θα κατέληγε οκτακόσια μέτρα κάτω απ’ τη γη να σκαλίζει πετρώματα, όπως η πλειοψηφία των συγχωριανών του.
Αρκετές φορές -και δικαίως- ισχύει πως αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Η εμμονή ή οι πεπαλαιωμένες αντιλήψεις των γονιών αποτελούν τροχοπέδη στη σταδιοδρομία και τις επιλογές των παιδιών τους. Υπάρχουν όμως και οι φωτεινές εξαιρέσεις, οι σπάνιες φορές που ο γονιός κάνει κυριολεκτικά ό,τι περνάει από το χέρι του για να πραγματοποιηθεί το όνειρο του παιδιού του.
Το μηριαίο οστό είναι το μακρύτερο οστό του ανθρώπου. Στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ετών, το μηριαίο οστό στο δεξί πόδι του Νταβίντ Βίγια έγινε θρύψαλα. Δεν ήταν ένα ατύχημα που απειλούσε απλώς το όνειρο του πατέρα του για να τον κάνει ποδοσφαιριστή. Ετίθετο εν αμφιβόλω η φυσιολογική ανάπτυξη του παιδιού, η λειτουργικότητα, η καθημερινότητά του.
Εκείνα τα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η χειρουργική επέμβαση ώστε να γίνει ημιαρθροπλαστική ή ολική αντικατάσταση του ισχίου, ήταν μια πολύ περίπλοκη υπόθεση. Ο Χοσέ Μανουέλ όμως δεν δείλιασε. Παρότι υπήρχε πολύ σοβαρό ενδεχόμενο βλάβης των γύρω μαλακών ιστών, των μυών, των νεύρων, των αιμοφόρων αγγείων του παιδιού, πήρε την αποθεραπεία του γιου του σχεδόν επ’ ώμου.
Με το που σηκώθηκε από το κρεβάτι και ξεκίνησε να κινείται ξανά το παιδί, ο πατέρας τον ξεσήκωνε να παίξουν μαζί μπάλα. Του την πετούσε στο αριστερό, τουλάχιστον μέχρι να περάσει ο καιρός και να φύγει εντελώς ο γύψος από το δεξί. Αυτή η άτυπη «προπόνηση» κράτησε μήνες, ήταν όμως αρκετή για να κάνει το μικρό Νταβίντ αμφιδέξιο.
Δεν τον άφησε ποτέ ο πατέρας του τον Νταβίντ. Μεγαλώνοντας ήταν εκεί σε κάθε προπόνηση, κάθε βήμα, κάθε τσακωμό με τον εκάστοτε προπονητή-παιδαγωγό.
Όταν στα 14 είχε «μουλαρώσει» και ορκιζόταν ότι δεν θα ξαναπαίξει μπάλα επειδή ο προπονητής δεν τον υπολόγιζε, οι γονείς του ήταν εκεί να τον ενθαρρύνουν να συνεχίσει, να του εξηγήσουν ότι «κάθε εμπόδιο για καλό», μια νουθεσία που πολλές φορές προσπερνάμε και θεωρούμε ένα σχήμα λόγου.
Ακόμα και σήμερα, που ο Βίγια είναι ο… Βίγια, το ένα του πόδι είναι πιο κοντό από το άλλο. Οι μύες του πιο αδύναμοι, η μορφολογία των ιστών δυσανάλογη. Από την ένταξή του στο αθλητικό σχολείο της Mareo, μέχρι το πρώτο του συμβόλαιο με την ντόπια UP Langreo, ήταν πάντα το παιδί με το περίεργο σουλούπι και το περίεργο βάδισμα.
Αυτό το παιδί, το «ελαττωματικό», το παρ’ ολίγον χαμένο, σκόραρε σε πέντε ηπείρους και άφησε το στίγμα του απ’ όπου κι αν πέρασε. Το έκανε στην Ευρώπη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το έκανε στην Αφρική όταν ανακηρύχθηκε πρωταθλητής κόσμου. Το έκανε στην Ωκεανία στα λίγα ματς που έπαιξε με τη Μελβούρνη. Είχε την πολυτέλεια να το κάνει στην Αμερική, και ολοκλήρωσε με την Ασία, εκεί που αποχαιρέτησε το ποδόσφαιρο. Εάν υπήρχε δυνατότητα να παίξει και στην Ανταρκτική, πιθανότατα θα είχε σκοράρει και εκεί.
Είναι ορισμένα πράγματα και κάποιες καταστάσεις που απλώς δεν εξηγούνται, δεν έχουν λογική αλληλουχία. Ο γιος του ανθρακωρύχου είναι ο μέχρι σήμερα ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία της Ισπανίας. Έχει 59 γκολ σε 97 εμφανίσεις, έχει ξεπεράσει ιερά τέρατα, αληθινούς θρύλους των Ίβηρων.
Για τέσσερα συνεχόμενα χρόνια ήταν ο μοναδικός Ισπανός παίκτης με τα περισσότερα γκολ στη Liga, το απόλυτο σημείο αναφοράς στην επίθεση πραγματικά μεγάλων ομάδων και όχι μικρομεσαίων. Κι όμως, όταν προσπαθούμε να κάνουμε τον απολογισμό με τους κορυφαίους Ισπανούς όλων των εποχών, το όνομά του είναι απίθανο να φιγουράρει στη λίστα.
Το σφάλμα σίγουρα είναι δικό μας, έχει βάλει όμως κι ο ίδιος ο Νταβίντ την δική του πινελιά. Γιατί ο Βίγια κατά τη διάρκεια ολόκληρης της καριέρας του έμενε κρυμμένος. Χανόταν στις τρύπες που άφηναν τα στόπερ, στο όριο του αντίπαλου -συνήθως σωματώδους- λίμπερο, στη σκιά του συμπαίκτη με όνομα πιο ηχηρό και πιο ελκυστικό από το δικό του.
Πάντοτε στο ποδόσφαιρο η μεγάλη μεταγραφή απολαμβάνει της προσοχής, το μεγάλο συμβόλαιο προσελκύει το θαυμασμό και το ενδιαφέρον του Τύπου, των φιλάθλων, των συμπαικτών και της διοίκησης. Ο Guaje, όπως είναι το προσωνύμιό του, επινόησε έναν δικό του τύπο επιθετικού. Τον αόρατο, τον κρυμμένο, εκείνον που δεν γεμίζει το μάτι εξαιτίας της ακατάλληλης σωματικής διάπλασης για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, αλλά είναι θανατηφόρος για τις αντίπαλες άμυνες.
Κάποτε στη Νέα Υόρκη, σε μια απ’ αυτές τις «αμερικανιές» με τις συνεντεύξεις των περίεργων ερωτήσεων στους σταρ του ποδοσφαίρου, τον ρώτησαν «ποιο ζώο θα ήθελε να είναι». Χωρίς δεύτερη σκέψη απάντησε το λιοντάρι. Αγέρωχο, νωθρό, κρυμμένο στους θάμνους και στη σπηλιά του, αλλά το πιο πονηρό ανάμεσα στα θηρία όταν κυνηγά το θήραμα. Και πάντα θανατηφόρο.
Δεν είναι βέβαιο ότι οι Αμερικανοί αντιλήφθηκαν την παραβολή του, άλλωστε για εκείνους το ποδόσφαιρο είναι αποκλειστικά διασκέδαση και business. Δεν τον πτοούσαν όμως αυτά τον Βίγια.
Μια ολόκληρη ζωή είχε μάθει πώς είναι να μην τον καταλαβαίνουν.
Δεν είναι εύκολο δα να τον περιγράψει ο θεατής, όσο κι αν σκαμπάζει από ποδόσφαιρο. Το σουλούπι του είναι το κλασσικό του εξτρέμ, η τεχνική του ταίριαζε πιο πολύ σε δεκάρι, η σωματική του διάπλαση στον τυπικό ανώνυμο μέσο «του προπονητή». Μόνο το δολοφονικό ένστικτο παρέπεμπε σε φορ περιοχής και με αυτό εξέπληττε τους πάντες.
Οι προπονητές ανέκαθεν μπερδεύονταν μαζί του. Τον έβαζαν να παίξει στα άκρα, τον έβαζαν δεύτερο επιθετικό, κορυφή σαν κρυφό εννιάρι, έπαιξε ακόμα και το ρόλο του… μηδέν στο 4-6-0. Σε κάθε περίσταση επέδειξε μια σπάνια προσαρμοστικότητα, αφομοιώθηκε στις συνθήκες του οικοτόπου, διέθετε μια απίθανη ικανότητα ποδοσφαιρικού δαρβινισμού.
Δεν ήταν μόνο θέμα φυσικού ταλέντου. Σε όλη του την καριέρα βρήκε μπροστά του εκείνες τις «προπονήσεις» της νηπιακής ηλικίας με τον Χοσέ Μανουέλ. Το γεγονός ότι διέθετε και τα δυο πόδια και δεν είχε «αδύναμο πόδι» τον μετέτρεπε σε άλυτο γρίφο για τους αντιπάλους αμυντικούς και προπονητές.
Όλα είναι ένας συγκερασμός ποδοσφαιρικής ευφυΐας και αυτών των υπερσπάνιων φυσικών δεξιοτήτων. Πάνω απ’ όλα όμως είναι θέμα προσδοκιών. Για ένα παιδί που στην εφηβεία απορρίφθηκε από την Οβιέδο «επειδή ήταν πολύ μικρόσωμο», ήταν τεράστιο όπλο στη φαρέτρα οι χαμηλές προσδοκίες και η έκπληξη όσων τον έβλεπαν να παίζει για πρώτη φορά.
Η Σπόρτινγκ Χιχόν άδραξε την ευκαιρία και τον άρπαξε λίγο πριν ενηλικιωθεί. Στη Σαραγόσα απέδειξε ότι μπορεί και στο επόμενο επίπεδο και όταν πήγε στη Βαλένθια ήταν πια ακριβώς αυτό που έλειπε από το ισπανικό ποδόσφαιρο: ο κατάλληλος επιθετικός για το ποδόσφαιρο της καθολικής κατοχής και των αλλεπάλληλων ταχύτατων τριγωνικών εναλλαγών της μπάλας.
Σε αυτό το ποδόσφαιρο της τριγωνομετρίας, ο Βίγια ήταν ο ιδανικός κεντρικός φορ, το σημείο αναφοράς. Εξακολουθούσε να θεωρείται «κοντός» με τα σκάρτα 175 εκατοστά του, αλλά δεν είχε την παραμικρή σημασία. Για την ακρίβεια, ουδέποτε τον ένοιαξε.
Εξακολουθούσε να κρατάει μόνος του το τελευταίο τέταρτο του γηπέδου ανεξαρτήτως των δομικών αλλαγών στο ποδοσφαιρικό σύστημα πίσω του. Οι προπονητές άλλαζαν, οι συμπαίκτες εναλλάσσονταν, οι «δελφίνοι» της θέσης γίνονταν ολοένα και περισσότεροι, αλλά η κεντρική ιδέα του ποδοσφαιρικού μοντέλου που πρότεινε η Ισπανία, εξακολουθούσε να περιστρέφεται γύρω του.
Όλα συνέβησαν, όλα καταγράφηκαν στην ιστορία, ακριβώς βάσει των ικανοτήτων του. Ήταν εκείνος που έδινε βάθος, το τέλειο τερματικό μιας φιλοσοφίας μακρών φάσεων ελέγχου της μπάλας που κατέληγαν σε μια έκρηξη ξαφνικών επιταχύνσεων και απόλυτο πανικό.
Ο Βίγια είχε την τύχη να μάθει στη Χιχόν την τέχνη της αντεπίθεσης, να περάσει στη φάση του οργανωμένου ποδοσφαίρου με τη Σαραγόσα και να ενσωματωθεί στο τακτοποιημένο επιθετικό χάος των νυχτερίδων της Βαλένθια μέχρι να κλείσει τα 24 του χρόνια.
Και με τις τρεις φανέλες σκόραρε κατά ριπάς, βελτιώνοντας βαθμηδόν με εντυπωσιακό τρόπο τα στατιστικά του. Όταν το 2010 η Μπάρσα κατάλαβε ότι τον είχε αγνοήσει για περισσότερο καιρό απ’ όσο έπρεπε, ενέταξε στο δυναμικό της έναν διεθνώς αναγνωρισμένο ποδοσφαιριστή, φρέσκο παγκόσμιο πρωταθλητή στα γήπεδα της Αφρικής.
Η μεταγραφή του δε σήκωσε τη σκόνη που αναμενόταν κυρίως διότι όλοι ασχολούντο με εκείνον που κλήθηκε να αντικαταστήσει: τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς.
Ήταν αδιανόητο για κοινό, Τύπο, για όλον τον κόσμο, να αποδεχθεί ότι η κραταιά Μπάρσα είχε περισσότερη ανάγκη τον Βίγια από τον Ζλάταν.
Εκ των υστέρων, όλοι επικροτούν την επιλογή να απομακρυνθεί ο Σουηδός που δεν ταίριαξε ποτέ στη φιλοσοφία των Καταλανών, εκείνη την εποχή όμως άπαντες στοιχημάτιζαν στο «τέλος εποχής» της Μπαρσελόνα.
Στο τέλος της πρώτης σεζόν του Νταβίντ στο Καμπ Νου, η κούπα του Τσάμπιονς Λιγκ είχε επιστρέψει στην αίθουσα εκθέσεων του συλλόγου και ο Ζλάταν έκανε απλώς τα δικά του στο Μιλάνο με την Ίντερ.
Ο Βίγια αφομοιώθηκε στο πιο δύσκολο περιβάλλον που κλήθηκε ποτέ να αφομοιωθεί, αντιλαμβανόμενος ότι ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσει ήταν να ξεκινάει στην κορυφή και να ανοίγεται τόσο πολύ στα αριστερά, προκειμένου να ανοίγουν οι διάδρομοι για τον Μέσι.
Η εκπληκτική του επινόηση επέτρεπε στον Μέσι να ανεβαίνει και όταν περνούσε νοητά το όριο του επιθετικού σχήματος, ο Βίγια επέστρεφε σαν δεύτερος για να υποδεχθεί τη μπάλα και να τη στείλει στο πλεχτό.
Η κορύφωση αυτής της σπάνιας αντιληπτικότητας του τρόπου παιχνιδιού της Μπάρσα ήταν το ιστορικό Clasico του 2010 εναντίον της «πρώτης Ρεάλ του Μουρίνιο». Δυο γκολ και μια ασίστ, με το 4-0 να είναι η απόλυτη έκφραση του παιχνιδιού της ομάδας, το σήμα κατατεθέν της Μπάρσα που δεν είχαμε ακόμα θαυμάσει.
Επρόκειτο για ένα ποδόσφαιρο που επαναλανσαρίστηκε ανεξαρτήτως πρωταγωνιστών. Το είδαμε με τον Νεϊμάρ, τον Ζόρντι Άλμπα, κεντρικό πυλώνα τον Μέσι, ποτέ όμως δεν ξαναείδαμε την απόλυτη τελειότητα του επιπέδου και της ουσίας με την οποία το έκανε ο Βίγια.
Εκτιμώ ότι η συγκεκριμένη σεζόν είναι η κορυφαία της καριέρας του Νταβίντ Βίγια. Σκόραρε 18 γκολ στη Liga, πρόσθεσε ακόμη 4 στο Τσάμπιονς Λιγκ, συμπεριλαμβανομένου εκείνου στον τελικό του Γουέμπλεϊ εναντίον της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Ένα γκολ «α-λα Βίγια», με το γλυκό δεξί και την μπάλα να παίρνει αυτά τα φινετσάτα φάλτσα είτε ο Ισπανός βρισκόταν εν κινήσει είτε σε στάση.
Χωρίς το σοβαρό τραυματισμό στο παγκόσμιο κύπελλο συλλόγων της Γιοκοχάμα την επόμενη χρονιά, δεν είναι σαφές αν ο Βίγια είχε ταβάνι σε εκείνη τη Μπαρσελόνα.
Εξ αιτίας εκείνου του τραυματισμού αγοράστηκε ο Αλέξις Σάντσες και ξεκίνησε η σκυταλοδρομία μεταξύ τους κι όταν πια κατέφθασε και ο Νεϊμάρ, ήταν σαφές πως το οξυγόνο δεν έφτανε για όλους. Η Ατλέτικο του Σιμεόνε δεν ήταν υποβάθμιση, πιο πολύ έμοιαζε με εξαγνισμό.
Κατέκτησε ένα απροσδόκητο πρωτάθλημα με τους rojiblancos, μετά από ομηρικές μάχες με την πρώην ομάδα του και μια αδυσώπητη εσωτερική μάχη με τον Τσόλο, ο οποίος πίεζε τους πάντες για τον τεράστιο στόχο. Στην Μπαρσελόνα ο απόλυτος σταρ ήταν ο Μέσι, στην Ατλέτικο ο Σιμεόνε.
Ο Βίγια απόλυτος σταρ αισθάνθηκε για πρώτη φορά στην Αμερική, όταν πέρασε τον Ατλαντικό για την ομάδα της Νέας Υόρκης. Ήταν ο νούμερο ένα ολόκληρου του πρωταθλήματος, βραβεύτηκε κιόλας ως τέτοιος και για πρώτη φορά η δική του σκιά εξαφάνιζε τους υπόλοιπους.
Είναι αξιοπερίεργο ότι η καριέρα του είναι συνυφασμένη με του Φερνάντο Τόρες, του συνοδοιπόρου του στα ισπανικά έπη της τετραετούς κυριαρχίας των furias rojas στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Δυο κούπες ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, το Μουντιάλ της Αφρικής. Στην επίθεση ο Guaje και ο Niño. Ακόμα και τα προσωνύμια σημαίνουν το ίδιο πράγμα.
Οι δυο τους μοιράστηκαν τα πάντα, τις επιτυχίες, τις ατυχίες, την παρακμή. Αλληλοσυμπληρώνονταν τέλεια και συναντήθηκαν αρκετές φορές στην ανταγωνιστική τους πορεία.
Αμφότεροι αποχαιρέτησαν το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με την ίδια φανέλα, με σίγουρα διαφορετική συναισθηματική φόρτιση, αφού ο Τόρες είναι για την Ατλέτικο κάτι πολύ μεγάλο.
Το βέβαιο είναι ότι αποσύρθηκαν από το παγκόσμιο ποδόσφαιρο στο ίδιο πρωτάθλημα, την ιαπωνική J-League, με τον Niño να δίνει το τελευταίο του ματς κόντρα στην Βίσελ Κόμπε του Βίγια, ο οποίος με τη σειρά του μετά το ματς είπε ότι το ποδόσφαιρο το αφήνεις πριν σ’ αφήσει εκείνο.
Είναι μια διαπίστωση βαθιάς αυτογνωσίας, ανέκαθεν ήταν το σωστό ο ποδοσφαιριστής να αφήνει τη σκηνή γνωρίζοντας ότι θα λείψει και δεν θεωρείται παρίας.
Για έναν άνθρωπο που ό,τι κατάφερε το οφείλει σε βαθιά εσωτερικά ελατήρια, είναι το λιγότερο.
Στο αντίο του ευχαρίστησε τον πατέρα του, τον ανθρακωρύχο Χοσέ Μανουέλ που έμαθε να ξεχωρίζει το διαμάντι ανάμεσα στους γραφίτες.
Οι ανθρώπινες στιγμές και αντιδράσεις είναι που φέρνουν τους πρωταθλητές στα μέτρα μας.
Και το σημαντικότερο όλων είναι, ότι ο Νταβίντ Βίγια από αόρατος πρωταθλητής, αποχώρησε πιο ορατός από ποτέ.
Πηγή: Athletes’ Stories