Επιλογή Σελίδας

Του Κώστα Μπράτσου

Στις 5 Φεβρουαρίου του 1910 ο Πέδρο Βαράγιο και η Τερέσα Γιατόρνο έφεραν στον κόσμο το τρίτο παιδί τους, τον Φρανσίσκο Αντόνιο. Η φτωχογειτονιά Λος Ορνος έσφυζε από νεαρά αγόρια που κάθε απόγευμα κλοτσούσαν… κάτι σαν μπάλα και ο μικρός Παντσίτο ήταν ένα από αυτά. Παρά τους γονικούς δισταγμούς, γράφτηκε σε ηλικία 10 ετών στην τοπική Φέρο Καρίλ Σουδ και τέσσερα χρόνια αργότερα πήγε στην 12η Οκτωβρίου, ομάδα στην οποία αγωνίστηκε ο πατέρας του και τέσσερις θείοι του και ομάδα ανταγωνιστική για τα δεδομένα της εποχής, αφού συμμετείχε στο πρωτάθλημα της Λα Πλάτα.

Στο ντεμπούτο του κόντρα στην Μουέγες και Ντεπόσιτος σημείωσε το 1ο (και μάλιστα νικητήριο) από τα εκατοντάδες γκολ που θα ακολουθούσαν στην καριέρα του και με τον καιρό το όνομά του έγινε γνωστό στους ανθρώπους της Εστουδιάντες. Τον κάλεσαν για δοκιμή, όπου σκόραρε τρεις φορές στη νίκη 3-0 επί της Εστουδιαντίλ Πορτένιο κι έτσι ο σπουδαίος σύλλογος της Λα Πλάτα τον ζήτησε επισήμως από την 12η Οκτωβρίου.

Η πλειοψηφία των ιθυνόντων του συλλόγου του, όμως, ήταν ένθερμοι υποστηρικτές της άλλης μεγάλης ομάδας της πόλης, της Χιμνάσια, και αρνήθηκαν να τον παραχωρήσουν στον “αιώνιο” αντίπαλο. Για λογαριασμό της πέρασε από ακόμα ένα δοκιμαστικό με την τρίτη ομάδα, όπου σκόραρε οκτώ φορές στο 9-0 κόντρα στη Ριοπλατένσε (ο ίδιος ισχυρίζεται ότι σημείωσε και τα εννέα γκολ) και εξασφάλισε τη μεταγραφή του έναντι 500 πέσος και την κατασκευής μιας εξέδρας στο γήπεδο της πρώην ομάδας του.

Μία εβδομάδα μετά τη δοκιμή αγωνιζόταν για την πρώτη ομάδα της Χιμνάσια κερδίζοντας 10 πέσος μηνιαίως και έχοντας εξασφαλίσει 5 πέσος με την υπογραφή. Με συμπαίκτες σπουδαία ονόματα της εποχής όπως Φελίπε Σκαρπόνε, ο Χούλιο ντι Χιάνο, ο Εδουάρδο Ντελόβο, ο Χοσέ Μαρία Μινίγια, ο Μιγκέλ Κουρέγ και ο Χουάν Σαντιγιάν κατάφερε να πανηγυρίσει ως πρώτος σκόρερ της ομάδας του, την κατάκτηση του ερασιτεχνικού πρωταθλήματος της Αργεντινής στις 9 Φεβρουαρίου του 1930 επικρατώντας 2-1 της Μπόκα Τζούνιορς στον τελικό, που διεξήχθη στο γήπεδο της Ρίβερ Πλέιτ. Μέχρι σήμερα, αυτός ο τίτλος παραμένει ο μοναδικός σε εθνικό επίπεδο για τη Χιμνάσια.

Η ταυτότητα του Βαράγιο

  • Όνομα: Φραντσίσκο Αντόνιο
  • Επώνυμο: Βαράγιο
  • Παρατσούκλι: Πάντσο
  • Ημερομηνία γέννησης: 05/02/1910
  • Τόπος γέννησης: Λα Πλάτα
  • Ημερομηνία θανάτου: 30/08/2010
  • Τόπος θανάτου: Λα Πλάτα
  • Θέση: Επιθετικός

Ομάδες

  • 1920-1924: Φέρο Καρίλ Σουδ
  • 1924-1928: 12η Οκτωβρίου
  • 1928-1930: Χιμνάσια Λα Πλάτα
  • 1930-1939: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1930-1937: εθνική Αργεντινής

Εκτός από τα 100 πέσος ως πριμ πρωταθλήματος, οιεμφανίσεις του σε όλη τη διάρκεια της σεζόν του απέφεραν και την πρώτη κλήση από τον ομοσπονδιακό τεχνικό της Αργεντινής, Χουάν Τραμουτόλα. Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 15 Μαΐου του 1930 σημειώνοντας το γκολ της ισοφάρισης στο 1-1 απέναντι στη μεγάλη αντίπαλο της εποχής, Ουρουγουάη, στο πλαίσιο του Lipton Cup στο γήπεδο της Σαν Λορέντσο. Τα επόμενα φιλικά (μεταξύ των οποίων μία συντριβή 3-0 από την “τσελέστε”) τον μονιμοποίησαν στο ρόστερ της πατρίδας του και κλήθηκε να βοηθήσει την “αλμπιτσελέστε” στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας το οποίο διεξήχθη στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης.

Κόντρα στον πόνο και στον… τοίχο

Η πρωτόγνωρη (για όλο τον κόσμο) εμπειρία ενός Μουντιάλ βρήκε τον 19χρονο Βαράγιο στην εχθρική Ουρουγουάη, να αρχίζει και στα τρία ματς του 1ου ομίλου. Πρεμιέρα με νίκη 1-0 επί της Γαλλίας και συνέχεια με θρίαμβο 6-3 επί του Μεξικού και ένα γκολ από τον ίδιο. Απέναντι στη Χιλή (νίκη 3-1) άρχισε το ματς, αλλά αποχώρησε τραυματίας, αφού ένας αντίπαλος αμυντικός τον κλότσησε στο αριστερό γόνατο. Ως εκ τούτου απουσίασε από τον ημιτελικό κόντρα στις ΗΠΑ, αλλά η διαφορά ποιότητας των δύο ομάδων ήταν φανερή από το τελικό σκορ. Νίκη 6-1 για την “αλμπιτσελέστε” και τελικός απέναντι στη διοργανώτρια στο γιγαντιαίο “Σεντενάριο”.

“Ημουν ένα παιδί, έτοιμο να κατακτήσει τον κόσμο. Τέσταρα τον τραυματισμό μου το πρωί του τελικού, ένιωσα καλά, οπότε αποφάσισα να αγωνιστώ. Ηταν ένα ρίσκο, επειδή δεν υπήρχαν αλλαγές τότε, αλλά άξιζε. Δεν θα έχανα αυτό το παιχνίδι για τίποτα στον κόσμο”, θυμάται ο ίδιος ο Βαράγιο, ωστόσο αυτή η περίφημη “δοκιμή” ήταν κάτι πιο περίπλοκο από όσο ακούγεται.

Γιατρός στην αποστολή της εθνικής Αργεντινής δεν υπήρχε και εξαιτίας των αφόρητων πόνων μία ημέρα πριν τον τελικό, επισκέφθηκε τον Ουρουγουανό διάσημο γιατρό δρ. Καμπιστέγκι, ο οποίος ήταν γιος του προέδρου της χώρας. Ο δρ. Καμπιστέγκι διέγνωσε πως δεν μπορούσε να αγωνιστεί, ωστόσο οι επιτελείς της Αργεντινής αμφισβήτησαν τα λεγόμενά του και υπέβαλαν τον Βαράγιο σε μία δοκιμασία. Του έδωσαν εντολή να κλοτσήσει έναν τοίχο με το “λαβωμένο” πόδι του και στη συνέχεια να κάνει ορισμένα σουτ στον αναπληρωματικό τερματοφύλακα Μπόσιο.

“Σούταρα με το αριστερό και με το δεξί επειδή ήθελα να παίξω στον τελικό. Ημουν τρελός, ένα παιδί. ‘Είσαι εντάξει Πάντσο;’, με ρώτησαν. ‘Ναι, ναι, είμαι ένα φαινόμενο’, απάντησα. Ηταν λάθος των νιάτων μου. Ενας γηραιότερος παίκτης δεν θα αγωνιζόταν. Δεν έπρεπε να παίξω ή να μπω στο γήπεδο. Ο Νόλο Φερέιρα μου το είπε αργότερα. Αλλά είχα ενθουσιασμό κι ένιωθα καλά”.

Ο αλησμόνητος τελικός

“Πέτυχα πολλά θετικά πράγματα στην καριέρα μου. Εκπροσώπησα την εθνική ομάδα και ήμουν αρχισκόρερ της Μπόκα. Ωστόσο, σε όλη τη ζωή μου ποτέ δεν ένιωσα τόσο πικρό πόνο, όσο όταν έχασα στον τελικό του Μουντιάλ απέναντι στην Ουρουγουάη το 1930”, δήλωσε ο Βαράγιο με αφορμή τη συμπλήρωση 95 ετών το 2005 στην ιστοσελίδα της FIFA. To “σαράκι” του 4-2 εκείνου του απογεύματος στο Μοντεβιδέο τον κατέτρωγε επί 70 χρόνια, μέχρι να αφήσει και την τελευταία πνοή…

Κι όλα είχαν αρχίσει ιδανικά για τον ίδιο και την Αργεντινή. Οι παίκτες βγήκαν στον αγωνιστικό χώρο έχοντας διαβάζει τα χιλιάδες γράμματα που τους είχαν στείλει οι φίλαθλοι, παίρνοντας δυνάμεις από ολόκληρη την πατρίδα τους. Οι Κάρλος Πεουσέγε και Γκιγέρμο Στάμπιλε είχαν φροντίσει οι παίκτες της “αλμπιτσελέστε” να αποχωρήσουν για τα αποδυτήρια στο ημίχρονο προηγούμενοι 2-1. Εκεί, σύμφωνα με διηγήσεις της εποχής, το κλίμα δεν θύμιζε ομάδα που νικούσε σε ένα τόσο σημαντικό ματς. Ολοι ήταν τρομοκρατημένοι, φοβούμενοι ακόμα και για την ζωή τους. Το πλήθος λυσσομανούσε στις εξέδρες του “Σεντενάριο” και η επιστροφή στον αγωνιστικό χώρο ήταν ψυχολογικό μαρτύριο.

Ο τελικός του 1930

Πριν τον τελικό είχαν δεχθεί απειλές για την ζωή τους και ο ίδιος ο Βαράγιο εκμυστηρεύθηκε πως κατά την επιστροφή των ομάδων στον αγωνιστικό χώρο για το δεύτερο μέρος, οι παίκτες πέρασαν μπροστά από περίπου 200 στρατιώτες με τις ξιφολόγχες στα όπλα έτοιμες προς χρήση. Ενας εξ αυτών, απευθύνθηκε στους Αργεντινούς προειδοποιώντας τους πως εάν συμβεί κάτι “δεν θα σας προστατεύσουμε”.

“Μείναμε από ενέργεια για να πω την αλήθεια. Με όλο το σεβασμό προς τους συμπαίκτες μου, δεν παίξαμε έξυπνα στο δεύτερο ημίχρονο”, σημειώνει ο Βαράγιο, ο οποίος, πάντως, έχασε και μία ευκαιρία για να “κλειδώσει” τη νίκη σε ένα σουτ που βρήκε το δοκάρι. “Σούταρα με τόση δύναμη που επιδείνωσα τον τραυματισμό μου. Η μπάλα βρήκε το δοκάρι, ένας συμπαίκτης μου πήρε το ριμπάουντ αλλά έστειλε την μπάλα άουτ. Θα μπορούσαμε να νικήσουμε από το δοκάρι μου. Μετά δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω. Από εκείνο το σημείο η Ουρουγουάη ήταν δυνατότερη”.

Ακόμα και ο 19χρονος Βαράγιο, με το αίμα του να βράζει, δεν άντεξε τους πόνους και αποχώρησε στα τελευταία 15 λεπτά του αγώνα, αφήνοντας την Αργεντινή με 10 παίκτες και το σκορ στο 3-2 υπέρ των διοργανωτών. “Πόσο έκλαψα εκείνη τη μέρα. Ακόμα και τώρα που θυμάμαι τα γεγονότα εκνευρίζομαι. Ακόμα αναρωτιέμαι πως αφήσαμε να μας ξεφύγει το ματς. Είμαι πεπεισμένος πως εάν έμενα στον αγώνα θα είχαμε νικήσει. Είχαν μεγαλύτερο πάθος και το άξιζαν. Είναι σπουδαίο, το πανηγύρισαν, αλλά ελπίζω να μην περιμένουν να το δω στην τηλεόραση”, υποστήριζε ακόμα και στα προχωρημένα γηρατειά το νεαρότερο μέλος του πρώτου τελικού Μουντιάλ.

Κάθε τέλος μια αρχή

Από το “Σεντενάριο” αποχώρησε με σκυμμένο κεφάλι τη στιγμή που ο πατέρας του αποχωρούσε καλυμμένος με μία σημαία της Ουρουγουάης, αφού δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και πανηγύρισε από τις εξέδρες τα δύο γκολ της Αργεντινής. Παρ’ όλα αυτά, είχε καταφέρει να κάνει αίσθηση πίσω στην πατρίδα του και αυτό αποδείχθηκε εμπράκτως μέσα σε λίγους μήνες.

Η Βελές Σάρσφιλντ τον ζήτησε δανεικό για την περιοδεία της σε Χιλή, Περού, Κούβα, Μεξικό και ΗΠΑ, όπου σημείωσε 20 γκολ. Η επιστροφή του τον βρήκε με πλουσιοπάροχες προτάσεις για μετακίνηση από τη Χιμνάσια. Γυρνώντας στο σπίτι του, ανακοίνωσε στη μητέρα του ότι έχει πρόταση από την Τζένοα, αφού εκείνη την εποχή οι σημαντικότεροι Αργεντινοί ποδοσφαιριστές μεταγράφονταν στην Ιταλία, έπαιρναν την υπηκοότητα και ζούσαν “βασιλικό” βίο (εκπροσωπώντας φυσικά τη “σκουάντρα ατζούρα” στα νικηφόρα Μουντιάλ του 1934 και του 1938).

“Θέλεις να σκοτώσεις τον πατέρα σου;”, ήταν η αποστομωτική απάντηση της μητέρας του και ο Βαράγιο απέρριψε τον δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Λουίς Μόντι, ο Ραϊμούντο Ορσι, ο Ενρίκε Γκουάιτα και ο Ατίλιο Ντεμαρία μεταξύ άλλων. Αντ’ αυτού, υπήρχε η επιλογή της Μπόκα Τζούνιορς, η οποία προσέφερε στη Χιμνάσια 8.000 πέσος για την απόκτηση του 20χρονου Βαράγιο. Ο ίδιος δεν ήθελε να συνεχίσει στους “χενέισες” φοβούμενος τις αντιδράσεις των φίλων της Χιμνάσια, αλλά αφενός τα χρήματα ήταν πολλά και η οικογένειά του τα είχε μεγάλη ανάγκη, αφετέρου η Μπόκα του προσέφερε απαλλαγή από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, εν αντιθέσει με την ομάδα της Λα Πλάτα.

Το πανάκριβο για την εποχή deal έδωσε έναυσμα να αρχίσουν η συζητήσεις ώστε να αποκτήσει επαγγελματικό χαρακτήρα το πρωτάθλημα της Αργεντινής, κάτι που συνέβη ένα χρόνο αργότερα. Το συμβόλαιο που υπέγραψε ο Βαράγιο χαρακτηριστικό της πολυεπίπεδης ανέλιξής του. Από τα 10 πέσος το μήνα και τα 5 ως πριμ υπογραφής, η ομάδα του Μπουένος Αϊρες του προσέφερε 10.000 πέσος μηνιαίως και 800 ως πριμ υπογραφής. Με αυτά τα χρήματα ο Βαράγιο αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στη Λα Πλάτα, στο οποίο αργότερα κατασκεύασε μία πισίνα και δίπλα του έχτισε ένα πρακτορείο τυχερών παιχνιδιών. Το σπίτι στο οποίο “έσβησε” 70 χρόνια αργότερα…

Οι φίλαθλοι της Χιμνάσια δεν είδαν με καλό μάτι αυτήν την “προδοσία” και φρόντισαν να καταστήσουν τον βίο αβίωτο στον νεαρό επιθετικό. Οποτε έρχονταν τετ-α-τετ με τον Βαράγιο στις γειτονιές της Λα Πλάτα τον έβριζαν και δεν δίστασαν ακόμα και να πετροβολήσουν το καινούργιο σπίτι του. Ο Βαράγιο πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο ξενοδοχείο “America” του Μπουένος Αϊρες, όπου συγκεντρωνόταν η αποστολή της Μπόκα πριν τους αγώνες της.

Το παλμαρέ του Βαράγιο

4 πρωταθλήματα Αργεντινής

  • 1929: Χιμνάσια Λα Πλάτα
  • 1931: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1934: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1935: Μπόκα Τζούνιορς

1 Καμπεονάτο Σουδαμερικάνο

  • 1937: εθνική Αργεντινής

1 φιναλίστ κόσμου

  • 1930: εθνική Αργεντινής

7 φορές πρώτος σκόρερ συλλόγου

  • 1929: Χιμνάσια Λα Πλάτα
  • 1931: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1932: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1933: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1936: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1937: Μπόκα Τζούνιορς
  • 1939: Μπόκα Τζούνιορς

1 φορά πρώτος σκόρερ Αργεντινής

  • 1933: Μπόκα Τζούνιορς (34 γκολ)

Μεγαλωμένος στην ήσυχη γειτονιά Λος Ορνος της Λα Πλάτα, δεν μπορούσε να συνηθίσει στη βουή της μεγαλούπολης και σύντομα μετακόμισε σε άλλο ξενοδοχείο, πιο περιφερειακό. Εκεί είχε την τύχη να απολαμβάνει κάθε βράδυ την θεσπέσια φωνή της Ασουσένα Μαϊσάνι, σπουδαίας ερμηνεύτριας της εποχής, της “ψυχής του τάνγκο”, όπως αποκαλούταν, η οποία έμενε στον δεύτερο όροφο του κτιρίου και ο ήχος από τα τραγούδια της έφτανε μέχρι το δωμάτιο του Βαράγιο.

Παρότι στενός φίλος με έναν άλλο σπουδαίο καλλιτέχνη της Αργεντινής, τον Κάρλος Γαρδέλ, με τον οποίο μοιράστηκε αρκετές βραδιές σε νυχτερινά κέντρα στην πρωτεύουσα της χώρας, η αγωνιστική παρουσία του στην Μπόκα δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο από αυτές τις γνωριμίες.

Πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στις 31 Μαΐου του 1931 στη “λευκή” ισοπαλία με την Τσακαρίτα Τζούνιορς και σκόραρε για πρώτη από τις συνολικά 194 φορές στο τέταρτο ματς, κόντρα στη Φέρο Καρίλ Οέστε (2-1). Ακολούθησε ακόμα ένα γκολ την επόμενη Κυριακή κόντρα στην Ιντεπεντιέντε (3-2) κι επειδή τα τέρματά του σημειώνονταν στα τελευταία λεπτά του αγώνα, ονομάστηκαν από τον Τύπο “γκολ της αγωνίας”. Μαζί τον εξαίσιο επιθετικό που διέθετε ήδη η Μπόκα, τον Ρομπέρτο Τσέρο, συνέθεσαν μία απίστευτη γραμμή κρούσης, έτοιμη να “σμπαραλιάσει” κάθε άμυνα. Ο Τσέρο κατά πρώτο λόγο και ο Ντομίνγκο Ταρασκόνι (εξίσου μεγάλος σκόρερ της Μπόκα, στη “δύση” της καριέρας του εκείνη την εποχή) φρόντιζαν να δημιουργούν και να ανοίγουν χώρους χρησιμοποιώντας την απαράμιλλη τεχνική κατάρτιση και ο Βαράγιο, που μπορεί να υστερούσε σε αυτόν τον τομέα, αναπλήρωνε όμως με το άπιαστο σουτ του και πετύχαινε το ένα γκολ μετά το άλλο.

Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1931 πήρε την πρώτη γεύση από το Superclasico απέναντι στη Ρίβερ Πλέιτ. Κέρδισε ένα πέναλτι, το εκτέλεσε, ο τερματοφύλακας των “εκατομμυριούχων” απέκρουσε, αλλά ο Βαράγιο έτρεξε και κλότσησε την μπάλα μέσα από τα χέρια του για να σκοράρει. Ακολούθησε σύρραξη και αποβλήθηκε. Αρκετά χρόνια αργότερα, σε ένα ντοκιμαντέρ προς τιμήν του, διηγήθηκε τη φάση, για την οποία έγινε και αναπαράσταση.

Το πέναλτι του Βαράγιο

Στις 4 Οκτωβρίου του 1931, στο πρώτο παιχνίδι κόντρα στην ομάδα που τον ανέδειξε, τη Χιμνάσια Λα Πλάτα, δεν έδειξε τον… απαιτούμενο σεβασμό και τη διέλυσε σχεδόν μόνος του σημειώνοντας 4 γκολ. Πλέον, είχε πάρει το δρόμο του και δεν κοιτούσε πίσω. Στην πρώτη σεζόν του στην Μπόκα, αναδείχθηκε πρωταθλητής (κατέκτησε το πρώτο επαγγελματικό πρωτάθλημα) και πρώτος σκόρερ της ομάδας του με 26 γκολ. Την επόμενη σεζόν, παρά τα 24 γκολ σε 32 ματς (πρώτος σκόρερ της Μπόκα εν νέου) δεν κατέκτησε τον τίτλο, ενώ την επόμενη χρονιά έφτασε τα 34 γκολ σε 34 παιχνίδια και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της Νότιας Αμερικής.

Ενα από τα μεγαλύτερα θύματά του ήταν η Αρχεντίνος Τζούνιορς, εναντίον της οποίας σκόραρε 17 φορές στην καριέρα του. Στις 11 Νοεμβρίου του 1934 σημείωσε τρία από τα τέσσερα γκολ της Μπόκα στη νίκη 4-2, μεταξύ του 18ου και του 31ου λεπτού της συνάντησης, ωστόσο ένας τραυματισμός ανέκοψε τη φόρα του. Επανεμφανίστηκε στις 16 Δεκεμβρίου, στη νίκη 5-1 επί της Πλατένσε όπου πέτυχε εκ νέου χατ-τρικ, βοηθώντας την Μπόκα να πανηγυρίσει τον δεύτερο επαγγελματικό τίτλο.

Ο κόσμος άρχισε να τον λατρεύει και να του χαρίζει ρούχα, ενώ του έβγαλε το προσωνύμιο “κανονάκι” λόγω του μικροκαμωμένου παρουσιαστικού του. Το 1935 άρχισε για τον Βαράγιο με τρία γκολ κόντρα στη βραζιλιάνικη Μποταφόγκο στο ηπειρωτικό τουρνουά της εποχής, στο οποίο συνολικά πέτυχε 12 γκολ σε 10 αγώνες. Η σπουδαία ομάδα των Ζατέγι, Μπενίτες, Κάσερες, Βαράγιο, Τσέρο και Κουσάτο έμεινε στην ιστορία των φίλων της Μπόκα για το θεαματικό και αποτελεσματικό ποδόσφαιρο που προσέφερε εκείνη τη σεζόν, κατακτώντας ξανά το εθνικό πρωτάθλημα μετά από τη νίκη 3-0 επί της Τίγκε τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς.

Η ένδοξη αυλαία με την Αργεντινή

Το 1934, στο Lipton Cup, πήρε την εκδίκησή του από την Ουρουγουάη, σημειώνοντας το γκολ της νίκης για την εθνική Αργεντινής. Τρέχοντας για να πετύχει το πολυπόθητο τέρμα τραυμάτισε έναν αντίπαλο και κατά τους έξαλλους πανηγυρισμούς λιποθύμησε.

Το 1937 συνέβαλε στην προσπάθεια της “αλμπιτσελέστε” να κατακτήσει το Καμπεονάτο Σουδαμερικάνο (τώρα Κόπα Αμέρικα) σε ένα δραματικό πλέι οφ κόντρα στη Βραζιλία. Αυτός ο τίτλος ήταν και το “κύκνειο άσμα” με την εθνική Αργεντινής λόγω του νέου τραυματισμού στο αριστερό γόνατο.

Το 1936, μετά από δύο χρόνια έγινε ξανά πρώτος σκόρερ της Μπόκα με 18 γκολ, αλλά δεν κατάφερε να κατακτήσει τον τίτλο. Την επόμενη χρονιά σκόραρε 22 φορές σε 20 παιχνίδια, αλλά το 1937 αποδείχθηκε η τελευταία αξιομνημόνευτη χρονιά του. Ενας σοβαρός τραυματισμός στο ήδη πονεμένο γόνατό του σε αγώνα της εθνικής Αργεντινής με τη Χιλή έφεραν τα πρώτα ερωτήματα σχετικά με την καριέρα του. Ο τραυματισμός επιδεινώθηκε σε ένα ματς με τη Σαν Λορέντσο και όλοι συνέστησαν στον Βαράγιο χειρουργική επέμβαση. Ο ίδιος αρνήθηκε και έκτοτε έπρεπε να κάθεται επί πέντε ημέρες στο κρεβάτι και το Σάββατο να κάνει μία υποτυπώδη προπόνηση για να αγωνιστεί την Κυριακή στο πρωτάθλημα. Το 1938 άντεξε να παίξει μόνο σε ένα επίσημο ματς (κόντρα στη Ρίβερ Πλέιτ, όπου σκόραρε) και σε τέσσερα φιλικά. Το 1939 έπαιξε σε 22 ματς, σημείωσε 9 τέρματα και αναδείχθηκε για 6η σεζόν πρώτος σκόρερ της Μπόκα, αλλά αυτή τη φορά μαζί με τους Φρανσίσκο Σον Σας και Αμέρικο ντι Λέο και κέρδισε 20.000 πέσος.

Στις 12 Νοεμβρίου σημείωσε το 180ό και τελευταίο επίσημο τέρμα του. Στις 2 Δεκεμβρίου του 1939, σε φιλικό απέναντι στη Φέρο, αγωνίστηκε για τελευταία φορά στην καριέρα του. Κρέμασε τα παπούτσια του σε ηλικία 30 ετών, πληγωμένος από αλλεπάλληλα προβλήματα στον μηνίσκο του αριστερού γονάτου, αλλά με μέσο όρο γκολ 0,87 ανά επίσημο παιχνίδι. Επιπλέον, σκόραρε 31 φορές σε 38 φιλικά και 14 φορές σε 13 διεθνείς αγώνες, ενώ στα χρόνια του στην Μπόκα πέτυχε 3 καρέ, 13 χατ-τρικ και 30 φορές σημείωσε δύο γκολ σε ένα ματς.

Η… κόντρα με τον Μάρτιν Παλέρμο

Στο επαγγελματικό πρωτάθλημα της Αργεντινής σκόραρε 180 φορές σε 210 αγώνες για την Μπόκα, επίδοση που μέχρι το 2008 συνιστούσε ρεκόρ του συλλόγου, το οποίο κατέρριψε ο Μάρτιν Παλέρμο. Ενα χρόνο αργότερα ο 36χρονος επιθετικός έγινε εφιάλτης του Βαράγιο, αφού ξεπέρασε και τα 194 επίσημα γκολ σε όλες τις διοργανώσεις για τον σύλλογο, αφήνοντάς τον στην τρίτη θέση, πίσω και από τον Τσέρο που έχει σημειώσει συνολικά 221 γκολ (αρκετά και στην ερασιτεχνική εποχή του πρωταθλήματος Αργεντινής).

“Εάν είμαι ενοχλημένος που με ξεπέρασε; Ναι, είμαι λίγο. Γνωρίζετε πολλούς σκόρερ που να τους αρέσει τα ρεκόρ τους να καταρρίπτονται; Είμαι χαρούμενος που ο Παλέρμο σκοράρει, επειδή είναι σπουδαίο παιδί, αλλά δεν μπορώ να πω ότι απολαμβάνω ότι πήρε το ρεκόρ μου”, δήλωσε ο Βαράγιο με αφορμή τα 181 γκολ του Παλέρμο.

Παρότι πλέον δεν φιγουράρει στην κορυφή της λίστας των σκόρερ της Μπόκα, δεν φείδεται βραβείων. Το 1994 η FIFA τον έδωσε ειδικό βραβείο τιμής, όπως έκανε και με τους Μπόμπι Ρόμπσον, Γκερντ Μίλερ, Φραντς Μπεκεναμπάουερ, Πελέ και Πάολο Μαλντίνι μεταξύ άλλων. Το 2006 πήρε το αντίστοιχο βραβείο της CONMEBOL (ποδοσφαιρική συνομοσπονδία Νότιας Αμερικής). Προσκαλείται συνεχώς από τη FIFA να παρευρεθεί στα Παγκόσμια Κύπελλα, αν και στα δύο τελευταία σε Γερμανία και Νότια Αφρική δεν πήγε επειδή το ταξίδι ήταν μακρινό. Οι μετακινήσεις δεν είναι εύκολες πλέον, αφού εκτός των άλλων αντιμετώπιζε και πρόβλημα οστεοαρθρίτιδας στο πόδι που τον ανάγκασε να βάλει πρόωρο τέλος στην καριέρα του. Στις 18 Δεκεμβρίου του 2008 ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης της Λα Πλάτα και ο εορτασμός των 100ών γενεθλίων του έγινε σε πάρτι που διοργάνωσε η αθλητική εφημερίδα της Αργεντινής “Ole”.

“Η μοναδική επιθυμία που δεν είχα εκπληρώσει ακόμα, εκτός από το να κερδίσω τον τελικό του 1930, ήταν να αποκτήσω έναν δισέγγονο. Τώρα έχω έναν και είμαι σίγουρος ότι μια μέρα θα ξεπεράσει τον Παλέρμο ως αρχισκόρερ της Μπόκα”, δήλωσε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις του το ιστορικό νούμερο 12 της Μπόκα, ο αείμνηστος Δον Πάντσο…

Ο Φρανσίσκο “Πάντσο” Βαράγιο “έσβησε” σε ηλικία 100 ετών και κάποιων μηνών. Ο τελευταίος ποδοσφαιριστής που είχε ζήσει από τον αγωνιστικό χώρο τον πρώτο τελικό Μουντιάλ της ιστορίας και ο επί 69 χρόνια αρχισκόρερ της Μπόκα Τζούνιορς δεν βρίσκεται πια σε αυτόν τον πλανήτη. Εδώ κατοικούν μόνο οι ανεξίτηλες αναμνήσεις και οι καταγεγραμμένες θύμησες από τα πολυάριθμα κατορθώματά του. Τα 194 γκολ σε 222 αγώνες δεν είναι και λίγο πράγμα για έναν ποδοσφαιριστή.

Πηγή: Contra