Του Γιάννη Δημητρέλλου
Ορισμένες αθλητικές ιστορίες θα μπορούσαν να έχουν συμβεί μόνο στο σινεμά, όμως η ιστορία του Λάζαρου Στάλιου είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ο Στάλιος, 55 φορές πανελληνιονίκης, κάτοχος εκατοντάδων τροπαίων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, έγινε ο πρώτος Έλληνας στην ιστορία του τένις που δοκίμασε τις δυνάμεις του κόντρα στους κορυφαίους του αθλήματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Πριν από μερικούς μήνες επιχειρήσαμε μια αναδρομή στο αντίστοιχο κατόρθωμα του Στάλιου.
Στη συνέχεια, ο Πέτρος Στάλιος, γιος του θρυλικού τενίστα, επικοινώνησε μαζί μας από τη Θεσσαλονίκη όπου διαμένει, και μέσα από μια τηλεφωνική αφήγηση που θύμισε τις λογοτεχνικές αφηγήσεις που γίνονταν στο ραδιόφωνο περασμένων δεκαετιών, μας μίλησε για τη ζωή και το έργο του πατέρα του.
Ο Λάζαρος Στάλιος με τον Γάλλο πρωταθλητή κόσμου Ανρί Κοσέ.
“Ο πατέρας μου λάτρευε το τένις, το τένις ήταν η ζωή του. Μόνος του αποζητούσε να δίνει αγώνες ανά την Ελλάδα και να νικάει κάθε αθλητή που έβρισκε απέναντι του στα κορτ. Μόνος του, επίσης, με την οικονομική συνδρομή της οικογένειάς του, συμμετείχε σε τουρνουά ανά τον κόσμο, εκεί όπου αναμετρούνταν με αθλητές όπως ο Φρεντ Πέρι, ο Ανρί Κοσέ, ο Γκότφριντ φον Κραμ και ο Ρενέ Λακόστ. Το τένις ήταν η ζωή του”.
Κατά την επικοινωνία μας, εικάζω πως έχω στην άλλη πλευρά του ακουστικού έναν άνδρα που έχει περάσει την ηλικία των 50 ετών κι όμως διηγείται την ιστορία του πατέρα του σαν μικρό παιδί. Η Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’30 είναι μια πόλη πολύχρωμη, ένα πολυπολιτισμικό χαρμάνι ανθρώπων που αγαπούν παθιασμένα την ίδια τη ζωή, έμποροι, κάθε λογής επαγγελματίες, άνθρωποι καθωσπρέπει και ευγενείς αλήτες, πρωταγωνιστούν σε μια όμορφη ζωή, την οποία περιέγραψε ιδανικά ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο βιβλίο του, με τίτλο ‘Ουζερί Τσιτσάνης’. Ο Λάζαρος Στάλιος, παιδί μιας οικογένειας καπνοπαραγωγών από την Ξάνθη, σε μια ειρωνεία της τύχης, τραυματίζεται ενώ ετοιμαζόταν να γίνει ποδοσφαιριστής. Σε μια εκδήλωση τοπικού άρχοντα της εποχής αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του κρατώντας ρακέτα, παίζοντας σε χωμάτινο γήπεδο. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Εκτόξευε κεραυνούς με τη ρακέτα του.
“Δεν ήξερε πως παίζεται το τένις. Έπαιζε με το ένστικτο, με το μυαλό του. Ας υπογραμμίσουμε κάπου εδώ, ότι εκείνη την εποχή, η ταχύτητα δεν ήταν στοιχείο του αθλήματος, έπρεπε να παίξεις με το μυαλό του αντιπάλου για να τον νικήσει. Και ο πατέρας μου τους νικούσε όλους”.
Το 1933 είναι το έτος που αρχίζει η ‘δικτατορία Στάλιου’. Σαφώς και δεν αναφερόμαστε στις ραγδαίες πολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, με τον καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά να εξελίσσεται ραγδαία σε μια ειδεχθή απόληξη του Εθνικού Διχασμού από το 1935 και μετά. Ο Στάλιος έδινε τις δικές του μάχες και δημιουργούσε το δικό του καθεστώς νικών και πρωταθλημάτων στα γήπεδα της εποχής. Είναι ο μόνιμος πρωταθλητής από το 1933 ως το 1940 τόσο στο μονό, όσο και στο διπλό ανδρών.
Μικρόφωνο στον Πέτρο Στάλιο: “Δεν είχε αντίπαλο ο πατέρας μου στην Ελλάδα, γι’ αυτό και το ’34 άρχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη. Έπαιξε στο Ρολάν Γκαρός το 1936, πέρασε τον Τοτό Μπρουνιό, έναν από τους ‘Τέσσερις Σωματοφύλακες’ του γαλλικού τένις (Κοσέ, Λακόστ, Μπρουνιό, Ζαν Μπαροτρά), έπαιξε με τον Ζακ Λεκουάντρ και τον νίκησε και στο τέλος αντιμετώπισε τον κορυφαίο αθλητή εκείνης της εποχής, τον Φον Κραμ, από τον οποίο και έχασε. Αν θυμάμαι καλά, ο Φον Κραμ κατέκτησε εκείνο το τουρνουά”.
Ο Φον Κραμ νίκησε τον Στάλιο με 6-3, 6-1, 6-2. Έφτασε στον τελικό όπου και αντιμετώπισε τον Πέρι, τον οποίο και νίκησε ύστερα από μια επική μάχη με 3-2 σετ. Κάπου εδώ, αξίζει να προσδεθείτε, διότι με την ευγενική συνδρομή του Πέτρου Στάλιου, αυτό το κείμενο θα μετατραπεί σε μια δύναμη μαγείας και μετατροπής του χωροχρόνου σε ένα λάστιχο του σύμπαντος, που θα μας φέρει πιο κοντά στη δεκαετία του ’30, όταν ο πατέρας του δοκίμαζε τις δυνάμεις του στο παγκόσμιο τένις.
Το τένις της δεκαετίας του ’30: H γαλλική συμμαχία κόντρα στη βρετανική επέλαση
Κοσέ, Λακόστ, Μπρουνό, Μπαροτρά: Η συμμαχία των 4 που δεν έχανε ποτέ. Από το 1924 ως το 1933, αυτοί αθλητές έπαιζαν κυριολεκτικά μόνοι τους για την κορυφή, κατακτώντας κάθε μεγάλο διεθνές τουρνουά. O Κοσέ, ως σόλο αθλητής, κέρδισε συνολικά 22 Grand Slam τίτλους, ενώ αντιμετώπισε και τον Στάλιο σε διεθνές τουρνουά που έγινε στο Κάιρο, νικώντας τον δύσκολα με 6-4, 6-1. Η διάλυση της γαλλικής συμμαχίας ξεκίνησε από το Davis Cup του 1933, όταν ο Πέρι έγινε σημαιοφόρος της επέλασης Βρετανών και Αμερικάνων. Ο Βρετανός τενίστας κατάφερε μέσα σε μια τριετία να κατακτήσει αυτό που αποκαλείται στο τένις ‘Career Grand Slam’, δηλαδή να φτάσει στην 1η θέση των 4 μεγαλύτερων διοργανώσεων παγκοσμίως. Το παράδοξο όμως, είναι ότι, αν και κορυφαίος του αθλήματος στον κόσμο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας το ’30, στη χώρα του λογίζονταν ως ένας ακόμα ερασιτέχνης.
Ο Βρετανός τενίστας μετανάστευσε στις ΗΠΑ στα μέσα των 30s και λίγο αργότερα έλαβε και την αμερικανική υπηκοότητα και συνέχισε να αγωνίζεται ως επαγγελματίας πια, με τα χρώματα των ΗΠΑ. Το 1941, θα γνωρίσει τον Τίμπι Βάγκνερ, πρώην ποδοσφαιριστή από την Αυστρία, που είχε μόλις λανσάρει μια καινοτόμο εφεύρεση, ένα αξεσουάρ που φοριόταν στον καρπό του αθλητή, ώστε να απορροφά τον ιδρώτα. Μαζί με τον Βάγκνερ, ο Πέρι λάνσαρε την κορδέλα για τα μαλλιά, το πρώτο αξεσουάρ που έφερε την επωνυμία του. Λίγα χρόνια αργότερα, στο τουρνουά Γουίμπλεντον του 1952, έκανε την πρώτη εμφάνιση η κοντομάνικη στολή τένις με σήμα το δάφνινο στεφάνι. Η αυτοκρατορία ένδυσης Fred Perry μόλις είχε κάνει το πρώτο βήμα προς την εκτόξευση.
Λακόστ, ο τενίστας που έπαιζε σαν κροκόδειλος
Ονόματα όπως ‘Φρεντ Πέρι’ και ‘Ρενέ Λακόστ’ σήμερα παραπέμπουν σε πανάκριβες φίρμες αθλητικής ένδυσης και υπόδησης. Γυρνώντας τον χρόνο περίπου 85 χρόνια πίσω, αυτή είναι μια στερεοτυπική εικόνα τενίστα που θα συναντήσουμε.
Στην παραπάνω εικόνα βλέπουμε τον Μπρουνό μαζί με τον Κοσέ στο διπλό, να αγωνίζονται στο τουρνουά του Ρολάν Γκαρός. Οι δυο τενίστες είναι ντυμένοι με μακριές, φαρδιές στολές, όπως πρόσταζε η μόδα της εποχής. O Λακόστ, ένας από τους κορυφαίους αθλητές της δεκαετίας του ’20, θα αποσυρθεί από το άθλημα το 1932 και θα επιχειρήσει να φέρει μια καινοτομία στο τένις. Η μακρυμάνικη μπλούζα δίνει τη θέση της σε ένα καλαίσθητο κοντομάνικο polo μπλουζάκι με σήμα ένα τρομακτικό ζώο των βάλτων.
Ο Λακόστ, που είχε πάρει το προσωνύμιο ‘κροκόδειλος’ λόγω των κινήσεών του στα κορτ που παρέπεμπαν στο συγκεκριμένο ζώο, είναι ο άνθρωπος που ευθύνεται για την εκτόξευση του brand με το ‘κροκοδειλάκι’ στο σύγχρονο mainstream της μόδας, αλλά και για δεκάδες άλλες πατέντες, όπως η ρακέτα από ατσάλι και η μηχανή προπόνησης με μπάλες τένις. Με τα τρόπαια του Ρολάν Γκαρός, του Γουίμπλεντον και του αμερικανικού Όπεν να κοσμούν την τροπαιοθήκη των αθλητικών αναμνήσεων, ο Λακόστ ξεκίνησε μια πορεία 6 δεκαετιών μέσα στην οποία εκτόξευσε το όνομα του και στον αθλητικό/casual ρουχισμό.
Φον Κραμ-Στάλιος: Μια ιστορία ζωής και θανάτου
Ο Φον Κραμ κατάφερε να κερδίσει δυο φορές το Ρολάν Γκαρός (1934, 1936) όντας ερασιτέχνης τενίστας. Ο Γερμανός αθλητής έφτασε στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης το 1937, έχοντας αγωνιστεί κόντρα στις μεγαλύτερες δυνάμεις του αθλήματος, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30. Ο Φον Κραμ επίσης αγωνίστηκε κόντρα στον Στάλιο. Ο γιος του δεν θυμάται απλά διηγήσεις από τον πατέρα του, είναι έτοιμος να ρίξει σερβίς ή να καιροφυλακτεί στο πλευρό του, έτοιμος να υποδεχτεί κάποιο δυνατό φόρχαντ.
“Το φόρχαντ του πατέρα μου ήταν δυναμίτης! Όταν έμπαινε ο Στάλιος στο κορτ ήταν πραγματικό λιοντάρι. Δεν μπορώ να σου περιγράψω το πάθος με το οποίο αγωνιζόταν, αλλά και την ασύλληπτη ευγένεια και τον σεβασμό με τον οποίο τον αντιμετώπισαν όλοι οι αντίπαλοι του. Το επίπεδο αντιπάλων όπως ο Φον Κραμ ήταν ασύλληπτο για τα δεδομένα ενός Έλληνα τενίστα, παρ’ όλα αυτά, ο πατέρας μου κέρδισε το χειροκρότημα και μια ειλικρινή ευγνωμοσύνη από τον αντίπαλό του. Υπάρχει και μια ιστορία, ίσως στα όρια του αστικού θρύλου της πόλης μας, που συνέβη λίγα χρόνια μετά την αναμέτρηση του πατέρα μου με τον Κραμ“.
‘”Το 1940, όταν μπήκαν οι δυνάμεις της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη, ένας Γερμανός λοχαγός μαζί με ομάδα στρατιωτών, εισέβαλε στο σπίτι της οικογένειας του πατέρα μου. Οι Γερμανοί επιχείρησαν να σαρώσουν το διώροφο σπίτι απ’ άκρη σ’ άκρη για λάφυρα, ώσπου εντόπισαν στις σκάλες μια φωτογραφία του πατέρα μου με τον Φον Κραμ (σ.σ το Γ’ Ράιχ επιθυμούσε να ανακηρύξει τον Φον Κραμ ως τον απόλυτο άνδρα-πρότυπο υπεροχής της Άριας Φυλής. Τελικά ο Φον Κραμ προφυλακίστηκε όταν έγινε γνωστό πως ήταν ομοφυλόφιλος). Ο λοχαγός κατεβαίνει τις σκάλες, ρωτάει τον πατέρα μου “γνωρίζετε τον αθλητή μας, τον Φον Κραμ;” Ο πατέρας μου, του απαντάει “βεβαίως, έχουμε παίξει τένις μαζί”. Οι στρατιώτες τον κοιτούν με δέος. Ο εντυπωσιασμένος λοχαγός τον ρωτά: “Θα είχατε την καλοσύνη να βγούμε έξω και να παίξουμε μαζί έναν αγώνα τένις; Θα ήταν μεγάλη τιμή να παίξω με κάποιον που έχει γνωρίσει τον πρωταθλητή μας”.
“Ο πατέρας μου δεν φοβήθηκε από τα γαλόνια του λοχαγού, έπαιξε και νίκησε εύκολα με 3-0 τον Γερμανό. Το ‘έπαθλό’ του ήταν τελικά η επίταξη μόνο του 1ου ορόφου του σπιτιού, όπου εκεί οι Γερμανοί στέγασαν νοσοκομείο. Ο πατέρας μου μπόρεσε να διατηρήσει έστω ένα τμήμα του σπιτιού του και να τρέφεται από το συσσίτιο του νοσοκομείου. Βέβαια, αυτή η ‘νίκη’ είχε και τα μειονεκτήματα της, καθώς έπειτα δημιουργήθηκαν υποψίες, που ξεπερνούσαν τα όρια του παραλόγου, πως ο πατέρας μου ήταν δοσίλογος. Ο Στάλιος, όμως, δεν είχε καμία σχέση με αυτά τα πράγματα. Πολέμησε για την απελευθέρωση και περίμενε ξανά τη στιγμή που θα έπαιζε και πάλι τένις”.
Το τελευταίο match-point
O Στάλιος επανήλθε σε αγωνιστική δράση το 1946, σαν να μην είχε περάσει μια μέρα; Από το 1946 και για τις επόμενες 14 σεζόν κατέκτησε κάθε τίτλο σε μονό και διπλό, στις εγχώριες διοργανώσεις. Το wanderlust φυσικά δεν μειώθηκε ούτε στο ελάχιστο. Τα επόμενα χρόνια αγωνίζεται σε διεθνή τουρνουά που λαμβάνουν χώρα σε Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε διοργανώσεις της γειτονικής Ιταλίας, κοντράροντας ανερχόμενες δυνάμεις του αθλήματος, όπως ο Βρετανός πρωταθλητής Τόνι Μότραμ, ο Φιλιππινέζος Ραϊμούντο Ντάριο, ενώ συναντά ξανά τον Φον Κραμ το 1951, στο πρωτάθλημα της Αλεξάνδρειας,σε ένα ματς όπου χάνει με 0-6, 4-6, κερδίζοντας το χειροκρότημα του κοινού και του πανίσχυρου αντιπάλου του. Εκείνη την εποχή θα δοκιμαστεί γι’ ακόμα μια φορά κόντρα σε έναν ονειρεμένο σούπερ σταρ του αθλήματος, τον Τζον Έντουαρντ ‘Μπατζ’ Πάτι, ο οποίος θα τον κερδίσει σχετικά άνετα, σε μια χρονιά που ο Αμερικανός δεν έχει αντίπαλο, κατακτώντας το Ρολάν Γκαρός και το Γουίμπλεντον.
Μετά από σχεδόν 3 δεκαετίες, δεν έχει πάψει να ζει και να αναπνέει για το τένις, όμως το σώμα του είναι πια αρκετά επιβαρυμένο από τραυματισμούς και το διάλειμμα διαρκείας από τα κορτ είναι πια επιβεβλημένο. Όχι ‘απόσυρση’, μόνο διάλειμμα. Είναι πια, 48 ετών.
“Και τι έκανε ο Λάζαρος Στάλιος χωρίς τένις;” ρωτάω.
“Ο πατέρας μου έκανε κάτι εξωπραγματικό, έπαιζε τένις σχεδόν μέχρι τα 50 του, πάντα πειθαρχημένος στο πρόγραμμα της γυμναστικής του, πάντα επιβλητικός και δυναμικός σε κάθε ματς. Όμως, το σώμα του είχε αρχίσει να καταπονείται, είχε και μια οικογένεια να φροντίσει, στο μεταξύ είχα γεννηθεί κι εγώ. Σταμάτησε να κατεβαίνει στα τουρνουά (γιατί τένις ποτέ δεν σταμάτησε να παίζει) το 1960. Στη συνέχεια, δούλεψε για αρκετά χρόνια στον κινηματογράφο Ολύμπιον. Ξέρετε, εκείνη την εποχή ο κόσμος φορούσε τα καλά του και αντιμετώπιζε το σινεμά ως μια κοσμική εκδήλωση, ας πούμε σαν μια συνάθροιση ευγενών. Ο πατέρας μου ήταν μια φυσιογνωμία που όλοι οι Θεσσαλονικείς ήθελαν να συναντήσουν και να του σφίξουν το χέρι, είτε κατά τη διάρκεια μιας βραδινής εξόδου είτε το πρωί. Ήταν, ας πούμε, μια φυσιογνωμία που προσέλκυε θεατές στο σινεμά, κάτι σαν ‘κράχτης’“.
“Ο πατέρας μου ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του παλαίμαχο. Ακόμα και όταν πλησίαζε τα 60, στα ξεκινήματα της δεκαετίας του ’70, έπαιζε μανιωδώς τένις με αντιπάλους επαγγελματίες αθλητές, χωρίς το άγχος της συμμετοχής σε κάποια διοργάνωση, για το κέφι του. Σε έναν από αυτούς τους αγώνες, αντιμετώπισε τον πρωταθλητή εκείνης της εποχής, τον Νικ Καλογερόπουλο. Η αναμέτρησή τους ήταν εντυπωσιακή, ο ηλικιωμένος πατέρας μου κόντραρε στα ίσια ένα παιδί 26 ετών! Τελικά, έπαιξαν μαζί στο εγχώριο πρωτάθλημα του 1971, στην κατηγορία του διπλού! Οι δυο καλύτεροι τενίστες του 20ού αιώνα στην Ελλάδα, ένα δίδυμο που θα μπορούσαν να είναι πατέρας με παιδί“.
Πικρό τσιγάρο για ένα φινάλε ξαφνικό
“Δεν μπορώ να πω ότι τιμήθηκε με κάποιο τρόπο ο Λάζαρος Στάλιος από το κράτος, δεν μπορώ να συγκρίνω την αναγνώρισή του με αυτό που συμβαίνει σήμερα με αθλητές όπως ο Τσιτσιπάς. Σίγουρα νιώθω χαρούμενος για το γεγονός ότι μια από τις αίθουσες του Αθλητικού Ομίλου Αντισφαίρισης Θεσσαλονίκης ονομάζεται σήμερα ‘Λάζαρος Στάλιος’. Ο πατέρας μου ‘έφυγε’ νωρίς από τη ζωή, προδομένος από την καρδιά του. Ήταν 60άρης, επιβλητικός, ένας ωραίος άντρας της δεκαετίας του ’70, που έδωσε και σε μένα το παράδειγμα να ασχοληθώ με το τένις, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου στο ελληνικό πρωτάθλημα. Δυστυχώς, εκείνη την εποχή που έζησε ο πατέρας μου, κανείς από το κράτος δεν έπαιρνε στα σοβαρά το τένις, ο κάθε αθλητής βασιζόταν στις δικές του δυνάμεις. Χαίρομαι, όμως, που η πορεία του πατέρα μου ήταν η αρχή ώστε να θαυμάσουμε σπουδαίους αθλητές στο τένις, όπως ο Καλογερόπουλος,η Λένα Δανιηλίδου και σήμερα φυσικά, ο Τσιτσιπάς. Τουλάχιστον, τα νέα παιδιά που κάνουν μαθήματα στον όμιλο Θεσσαλονίκης, ακούν αυτές τις ιστορίες, τους μύθους που έχτισε και μαθαίνουν να αγαπούν τον αθλητισμό. Αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά μου“.
Ο Πέτρος Στάλιος είναι χειμαρρώδης. Μιλάει για τον πατέρα του με χαρμολύπη, ο λόγος του είναι ζωντανός, λες και ο Λάζαρος Στάλιος βρίσκεται ακόμα δίπλα μας. Έχοντας ακούσει την αφήγηση ολόκληρης της ζωής ενός αθλητή-σταρ, που έμεινε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην αφάνεια, θυμάμαι μια ατάκα του συγγραφέα Τσαρλς Μπουκόφσκι: “Μερικοί άνθρωποι ποτέ τους δεν τρελάθηκαν για κάτι. Πόσο βαρετές ζωές έχουν ζήσει”. Ο Στάλιος ήταν τρελός για το τένις. Το τένις του έσωσε τη ζωή. Η ρακέτα του υπέταξε ακόμα και τους ναζί. Αυτούς τους τρελούς χρειαζόμαστε.
Πηγή: Contra