Επιμέλεια, Νίκη Μπάκουλη
Ήταν ο πιο γρήγορος άνθρωπος του πλανήτη. Ο πρώτος αθλητής στίβου που κατέκτησε τέσσερα χρυσά μετάλλια, σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Επιτυχία που έζησε ενώπιον του Αδόλφου Χίτλερ, στο Βερολίνο, τρία χρόνια αφότου είχαν πάρει την εξουσία οι Ναζί. Όταν γύρισε στις ΗΠΑ, οι πολίτες της Νέας Υόρκης τον υποδέχθηκαν στο αεροδρόμιο και ετοίμασαν παρέλαση για πάρτη του. Δουλειά δεν του έδωσε κανείς. Δεν μπορούσε να φάει σε όποιο εστιατόριο ήθελε. Δεν του επιτρεπόταν καν να ανέβει στο λεωφορείο, από όποια πόρτα ήθελε. Γιατί; Ήταν μαύρος. Ο Jesse Owens ήταν το πρώτο περιστατικό μεγάλου αθλητή που έζησε κυριολεκτικά, στο πετσί του το ρατσισμό. Όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει, αλλά άφησε πίσω του βαριά κληρονομιά και έγινε παράδειγμα προς μίμηση, όχι μόνο για τους αθλητές, αλλά για όλους τους ανθρώπους που δεν θέλησαν να συμβιβαστούν με ό,τι (ελάχιστο) τους έδινε η ζωή, βάσει του χρώματος που είχε το δέρμα τους.
Προ αυτού, 200 και πλέον αθλητές είχαν εκπροσωπήσει τις ΗΠΑ, σε Αγώνες. Εκείνος όμως, έγινε το παράδειγμα προς μίμηση. Άνηκε στην κατηγορία των ανθρώπων που ήθελαν να ασκήσουν επιρροή, να εμπνεύσουν το έθνος.
Ο JC Cleveland Owens γεννήθηκε στις 12/9 του 1913, στο Oakville, της Alabama. Ήταν το νεότερο από τα δέκα παιδιά της οικογενείας αγροτών. Ο παππούς του πλήρωνε το ενοίκιο της γης που εκμεταλλευόταν, με σιτηρά. Η γιαγιά του ήταν σκλάβα. Στα 5 του εμφάνισε ένα τεράστιο πρήξιμο στο στήθος. Ο όγκος πίεζε τους πνεύμονες του. Ο γιατρός που τον εξέτασε, είπε πως πρέπει να γίνει επέμβαση, την οποία αρνείτο να αναλάβει. Οι γονείς του πήραν την απόφαση να σώσουν το παιδί τους. Αποστείρωσαν ένα κουζινομάχαιρο, το οποίο η μητέρα του έμπηξε στο στήθος του βενιαμίν της και αφαίρεσε το πρόβλημα. Ο μικρός έχασε πολύ αίμα, αλλά επιβίωσε. Από τα 7 του δούλευε στους αγρούς και καθημερινά μετέφερε από 50 κιλά βαμβάκι.
Τα προβλήματα υγείας συνεχίστηκαν, λόγω της κόπωσης και της ανέχειας στην οποία ζούσε η φαμίλια. Υπέφερε από βρογχίτιδα και πνευμονία, αλλά κατάφερε να επιβιώσει και από αυτά. Και φυσικά συνέχισε τη δουλειά.
Στα 9 του, η οικογένεια μετακόμισε στο Cleveland, του Ohio αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Την πρώτη μέρα στο Bolton Elementary School, η δασκάλα του τον ρώτησε πώς τον λένε. Εκείνος απάντησε “JC”, με προφορά νότου, η δασκάλα άκουσε Jesse, τον κατέγραψε στα αρχεία ως… τέτοιον και με αυτό το όνομα θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του.
Η ιστορία του, ήταν μια τυπική ιστορία μεταναστών, “θυμάτων” των φυλετικών διακρίσεων. Κάτι που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροφή του. Στα χρόνια που ακολούθησαν, εξελίχθηκε σε έναν ταλαντούχο αθλητή στίβου, δημιουργώντας νέα ρεκόρ σε όλη τη διάρκεια της σχολικής καριέρας. Κυρίως στα 100 μέτρα, στα 200 και στο άλμα εις μήκος. Μοιραία, επικέντρωσε πάνω του τα βλέμματα “κατασκόπων” από όλα τα κολέγια της χώρας. Επέλεξε το Ohio State University, για να είναι κοντά στην οικογένεια του.
Παρ’ ό,τι τα επιτεύγματα του ήταν τόσα και τέτοια που τον έκαναν να ξεχωρίζουν εντός στίβου, έξω από αυτόν δεν γλίτωσε από τις διακρίσεις. Δεν του επιτρεπόταν να ζήσει στο campus και παρ’ ότι ήταν αρχηγός της ομάδας, δεν μπορούσε καν να καθίσει στο ίδιο τραπέζι να φάει με τους συναθλητές του. Γιατί τότε υπήρχαν εστιατόρια για λευκούς ανθρώπους και για μαύρους. Ουδείς νοιαζόταν για το τι πρόσφερε αυτός ο τύπος στο πανεπιστήμιο του, όταν ήταν έξω από αυτό.
Ένα άλλο γεγονός, ήταν πως τότε δεν υπήρχαν υποτροφίες για το στίβο. Αναγκάστηκε λοιπόν, να κάνει ουκ ολίγες δουλειές (εργαζόταν παράλληλα, σε βενζινάδικο, ως διαχειριστής ανελκυστήρα -στη βραδινή βάρδια-, σε καθαριστήριο, ως σερβιτόρος) για να πληρώσει τα δίδακτρα, αλλά και για να συντηρήσει τη σύζυγο του, Ruth. Παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα και προπονείτο. Οι συναθλητές του, τον είχαν ονομάσει “Superman”. Είχαν συμβιβαστεί πλήρως με την ιδέα πως τέτοιου τύπου αθλητές, προκύπτουν μια φορά στο ένα εκατομμύριο.
Δυο εβδομάδες πριν το πρωτάθλημα της Big Ten (εκ των αθλητικών περιφερειών της Αμερικής), ενώ μετείχε σε σειρά φαρσών με τους συγκάτοικους του, γλίστρησε στις σκάλες και στην προσγείωση, χτύπησε στο ύψος του κόκκυγα.
Στις 25/5 του 1935 ξεκίνησε το τουρνουά στο Ann Arbor του Mitchigan, εκείνος φυσικά και παρέστη (μολονότι δεν μπορούσε να σκύψει, να πιάσει τα γόνατά του) και από το πρώτο αγώνισμα “έλαμψε”. Όπως είπε ο ίδιος “ζήτησα από τον προπονητή μου, να δοκιμάσω την κατάσταση μου, στα 100 μέτρα. Κατά μαγικό τρόπο, στο πρώτο βήμα εξαφανίστηκαν οι πόνοι”. Χρειάστηκε 9.4” για να τερματίσει. Αυτό ήταν το παγκόσμιο ρεκόρ. Η αλήθεια ήταν πως αισθανόταν ενοχλήσεις, αλλά δεν έβγαλε κιχ.
“Έσπασε” τρία παγκόσμια ρεκόρ (προσοχή: όχι κολεγιακά, αλλά παγκόσμια), ενώ ισοφάρισε ένα τέταρτο και όλα αυτά σε διάστημα 45′. Ήταν μια από τις πιο απίστευτες ατομικές εμφανίσεις, στην ιστορία των κολεγιακών σπορ και κέρδισε το παρατσούκλι “Buckeye Bullet”.
Στη δεύτερη χρονιά του, ως φοιτητής, διαγωνίστηκε σε 42 events και αρίστευσε σε όλα, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων πρωταθλημάτων Big Ten, τεσσάρων NCAA Championships, δυο AAU Championships (διεξάγονται το καλοκαίρι) και τρία των προκριματικών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Του 1936. Ναι, αυτούς που θα διεξάγονταν στο Βερολίνο, υπό το βλέμμα του Αδόλφου Χίλτερ, ο οποίος είχε αναλάβει την εξουσία στη Γερμανία, από το 1933. Δυο χρόνια πριν η ΔΟΕ δώσει στο Βερολίνο τους Αγώνες του 1936.
Οι Αμερικανοί είχαν αμφισβητήσει εντόνως, το ηθικό του πράγματος (πολλώ δε, μετά τη δήλωση Γερμανού αξιωματούχου, κατά την οποία “δεν θα επιτρέψουμε τη συμμετοχή σε μη ανθρώπους, όπως είναι ο Owens και οι άλλοι νέγροι“) και σκέφτηκαν να μποϊκοτάρουν τη διαδικασία.
Έθεσαν το σχετικό ερώτημα στον κόσμο και οι απόψεις ήταν μοιρασμένες. Ο Owens είχε δηλώσει, σε συνέντευξη του, πως οι αθλητές θα έπρεπε να απέχουν. Ήταν μια από τις σπάνιες φορές που κατέθετε ριζοσπαστική άποψη. Βλέπετε, ήταν δύσκολο για τους μαύρους αθλητές να δηλώνουν πως “δεν πάμε σε Αγώνες που διοργανώνουν Ναζί” τη στιγμή που στην πατρίδα τους βίωναν στο έπακρο, το ρατσισμό.
Οι υπεύθυνοι κατέληξαν στο ότι οι ΗΠΑ θα εκπροσωπηθούν και στην ομάδα που εμφάνισαν ήταν και “ο πιο γρήγορος άνθρωπος του πλανήτη”. Όχι μόνο των μαύρων. Όλων των φυλών.
Ο Owens γνώριζε την αποθέωση, όπου και αν ήταν. Στο Ολυμπιακό χωριό, στους δρόμους, στο στάδιο όπου όλοι ήθελαν μια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφο. Ήταν ήρωας για όλους και δη για τους παιδότοπους των φτωχών γειτονιών, όπου συνήθιζε να μοιράζει τα λίγα υλικά κέρδη της επιτυχίας του.
Πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, είχε ενημερώσει πως στόχος του ήταν να φορέσει τρία χρυσά (στα 100, στα 200 και το άλμα εις μήκος -όπου ειρήσθω εν παρόδω, οι κριτές μέτρησαν ως προσπάθεια, ένα δοκιμαστικό άλμα και συν δυο άκυρα, του έμεινε ένα να διεκδικήσει το όνειρο. Και το κατέκτησε). Τελευταία στιγμή, κλήθηκε να αντικαταστήσει στα 4Χ100 σκυτάλης, έναν Εβραίο συναθλητή του (Sam Stoller), που αποσύρθηκε (οι φήμες ήθελαν τους Γερμανούς να ‘χουν ζητήσει από τους Αμερικανούς να μην τους γελοιοποιήσουν εκτενέστερα, παρουσιάζοντας μαύρους ΚΑΙ Εβραίους) και τα χρυσά έγιναν τέσσερα. Ο χρόνος του στα 4Χ100 ήταν ρεκόρ που έμεινε απείραχτο για 20 χρόνια.
Για να βρεθεί στο κορυφαίο σκαλοπάτι του βάθρου (στο άλμα εις μήκος), νίκησε τον Luz Long, έναν ξανθό, γαλανομάτη, Γερμανό, με τον οποίον τους συνέδεσε πραγματική φιλία για τα χρόνια που θα ακολούθησαν -έως το θάνατο του Ευρωπαίου, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ηττημένος ήταν ο πρώτος που τον συνεχάρη. Έδειχνε να είναι το μοντέλο του Ναζί, αλλά απέδειξε πως δεν ήταν. “Αν λιώσετε όλα τα μετάλλια και τα κύπελλα που έχω κατακτήσει, δεν θα ξεπεράσουν σε αξία τη φιλία μου με τον Luz” είχε εξηγήσει πολλά χρόνια αργότερα ο Owens, πριν καταλήξει “όταν με αγκάλιασε, ο Χίτλερ τρελάθηκε”. Παρεμπιπτόντως, ο τελευταίος απέφυγε να συγχαρεί αυτόν τον νικητή, δια χειραψίας.
Για την ιστορία, τα παπούτσια που φορούσε ήταν έμπνευση Γερμανού υποδηματοποιού (του Alolf “Adi” Dassler, μετέπειτα δημιουργού της Adidas). Επίσης, ο Owens έγινε ο πρώτος αθλητής στίβου, που κατέκτησε τέσσερα χρυσά μετάλλια, σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο επόμενος ήταν ο Carl Lewis, το 1984 στο Los Angeles. Μολονότι φόρεσε περισσότερα μετάλλια, ο Owens παρέμεινε ως το σημείο αναφοράς (στην κατηγορία “επιτυχημένος αθλητής σε Αγώνες), διότι είχε καταφέρει να απαξιώσει τη θεωρία της “άριας φυλής” ενώπιον του κατ εξοχήν υποστηρικτή της, Χίτλερ, την εποχή που ο φυλετικός διαχωρισμός ήταν μέρος της (οδυνηρής) πραγματικότητας.
Εκείνη την εποχή, οι αθλητές-μέλη των κολεγίων υποχρεούνταν να πληρώνουν από την τσέπη τους, όλα τα έξοδα συμμετοχής και διαβίωσης σε Ολυμπιακούς Αγώνες.
Πράγμα που σημαίνει πως ο Owens είχε ήδη φαλιρίσει. Οι υπεύθυνοι της Ολυμπιακής ομάδας “έκλεισαν” σειρά εμφανίσεων σε όλη την Ευρώπη, για αγώνες εναντίον τοπικών ή εθνικών ομάδων, αλλά ακόμα για να… τρέχουν μόνοι γύρω γύρω, αρκεί να γέμιζαν στάδια, να πωλούνταν εισιτήρια και να έπαιρναν μερίδιο -μήπως και σωθούν. Οι πρωταγωνιστές της ιστορίας δεν μάθαιναν τι τους ξημερώνει (καλύτερα, πού θα βρίσκονται την άλλη μέρα) αποβραδίς. Τους ενημέρωναν όταν ξυπνούσαν.
Πλήθος κόσμου του είχε υποσχεθεί δουλειές. Είχε πια και ένα παιδί (αργότερα θα γίνονταν τρία) και έπρεπε να σκεφτεί και για την οικογένεια του. Κατόπιν παρότρυνσης του προπονητή Larry Snyder (τον συμβούλεψε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να αδράξει την ευκαιρία, τότε… που γύριζε), βγήκε στην αγορά. Το Ohio State έκανε λόγο για προδοσία, τον απέκλεισε δια βίου και κάπως έτσι, έχασε και το δικαίωμα να αγωνίζεται.
Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, θα διαπίστωνε πως όλοι ήταν μόνο λόγια. Επιπροσθέτως, δεν μπορούσε πια να τρέχει, ενώ η καθημερινότητα παρέμενε ίδια και απαράλλαχτη. Όλα αυτά, μετά την υποδοχή ήρωα που απήλαυσε, όταν το αεροπλάνο της επιστροφής προσγειώθηκε στη Νέα Υόρκη. Οι Αμερικανοί είχαν ετοιμάσει μέχρι και παρέλαση για τους θριαμβευτές. Και μετά… το χάος.
“Όταν γύρισα στο “σπίτι” μου, μετά τις μύριες όσες ιστορίες είχαν προκύψει για τον Χίτλερ, δεν μπορούσα να μπω στο λεωφορείο, από την μπροστινή πόρτα. Συνέχισα να ανεβαίνω από αυτή για τους μαύρους. Δεν μπορούσα να πάω όπου ήθελα. Δεν με προσκάλεσαν για να με συγχαρεί ο Χίτλερ, για τα μετάλλια μου, αλλά ο Πλανητάρχης (Φράνκλιν Ρούσβελτ) δεν με προσκάλεσε και στο Λευκό Οίκο, όπου πήγαν οι λευκοί συναθλητές μου, για να ανταλλάξουμε χειραψία. Αυτός ήταν που με σνόμπαρε. Δεν μου έστειλε καν, ένα τηλεγράφημα”.
Το λυπηρό του πράγματος, ήταν πως ενώ είχε εκπροσωπήσει με μοναδικό τρόπο τη χώρα του, στο υψηλότερο επίπεδο, εντός των συνόρων της παρέμενε πολίτης δεύτερης κατηγορίας.
Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Δεν ήταν του στιλ του. Εξακολούθησε να πιστεύει στο ότι η υποχρέωση του ήταν “να κάνω καλύτερα τα πράγματα. Από την αρχή κατάλαβα, πως όλοι θα με χάιδευαν στην πλάτη, όλοι θα μου έδιναν συγχαρητήρια και θα μου έλεγαν τα καλύτερα, αλλά κανείς δεν θα μου πρόσφερε δουλειά”. Το δεδομένο ήταν πως έπρεπε να θρέψει την (τετραμελή) οικογένεια του.
Ένας ατζέντης από τη Νέα Υόρκη, τον πλησίασε και του υποσχέθηκε πως κοντά του θα είχε τη δυνατότητα να βάλει φαγητό στο τραπέζι του. Πώς; Μέσω διαφόρων events, στα οποία θα πρωταγωνιστούσε, αλλά δεν θα ήταν και ενδεδειγμένα αυτού που ήταν. Έτρεξε με αντίπαλο ένα άλογο (θα έλεγε “κάποιοι είπαν πως αυτό ήταν ντροπή για έναν Ολυμπιονίκη. Αλλά τι να έκανα; Είχα τέσσερα χρυσά μετάλλια, αλλά δεν μπορείς να φας τα μετάλλια“), στο Yankee Stadium, έκανε ό,τι χρειαζόταν για να ζήσει. Και δεν μπορείτε να πείτε πως είχε πολλές επιλογές.
Θα διεύρυνε τους ορίζοντες του, χρόνια αργότερα (προς τα τέλη του ’40, όταν πια ζούσε στο Chicago), ανακαλύπτοντας πως λατρεύει να δουλεύει με μη προνομιούχα παιδιά και να βγάζει λόγους που στόχο είχαν να δημιουργήσουν ηθικό ακμαιότατο. Πρόσφερε τον εαυτό του στους ανθρώπους που ήξερε πως μπορεί να εμπνεύσει και να τους βοηθήσει να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Ήθελε να δουλέψει με νέους. Αν μη τι άλλο, ήταν ένα άρτιο παράδειγμα του τι μπορεί να επιτύχει κάποιος, όταν δουλεύει σκληρά. Όταν θέλει -πολύ- να αφήσει το στίγμα του, στη Γη. Μιλούσε σε σχολεία, σε κολέγια, σε τελετές, ενώ έγινε σύμβουλος εταιριών (συμπεριλαμβανομένης της Ολυμπιακής Επιτροπής των ΗΠΑ, αλλά και της αυτοκινητοβιομηχανίας Ford). Οι New York Mets του είχαν δώσει δουλειά, ως κόουτς για το τρέξιμο.
Χρειάστηκε να κάνει πολλά ταξίδια, να λείπει πολύ από το σπίτι. Και οι τρεις κόρες του, καταλάβαιναν πως αυτό που κάνει ο πατέρας τους είναι σημαντικό. Για πολλούς. Χρόνια αργότερα, όταν τοποθετήθηκε το άγαλμα του Jesse Owens έξω από το στάδιο του Ohio State University και οι τρεις (Gloria, Marlene, Beverly) θα ομολογούσαν ότι “είχαμε έναν υπέροχο, δοτικό πατέρα που έκανε πολλά, εκτός από το να μας ενθαρρύνει να ασχοληθούμε με τον αθλητισμό”.
Γιατί ήξερε καλύτερα. Οι θυγατέρες του δημιούργησαν ίδρυμα (Jesse Owens Foundation) που ακόμα και σήμερα κουβαλά την κληρονομιά του πατέρα τους, προσφέροντας οικονομική βοήθεια, υποστήριξη και υπηρεσίες, σε νέους που δεν έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, να ανοίξουν τους ορίζοντες και να γίνουν καλύτεροι πολίτες.
Το 1950 το Associated Press έκανε δημοψήφισμα. Ζήτησε από τον κόσμο να αποφασίσει για τον καλύτερο αθλητή στίβου των ΗΠΑ, στο πρώτο μισό της χιλιετίας. Νίκησε με τριπλάσιες ψήφους, τον Jim Thorpe. Το 1976, ο Πρόεδρος Φορντ του απένειμε το μετάλλιο της ελευθερίας -την ύψιστη τιμή που μπορεί να δοθεί σε πολίτη.
Το 1979 ο Πρόεδρος Κάρτερ τον κάλεσε στο Λευκό Οίκο, για να του δώσει το βραβείο “Ζωντανός θρύλος”.
Στο λόγο που έβγαλε ο Πλανητάρχης, είπε μεταξύ άλλων ότι “ο Jesse ήταν ένας νέος άνδρας, ο οποίος δεν κατάλαβε επακριβώς την φύση υπεροχής των ικανοτήτων του, όταν πήγε στους Αγώνες για να κάνει ό,τι κανείς ποτέ ξανά και να εμπνεύσει τους πάντες, στο να φτάσουν στο μεγαλείο”.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 31/3 του 1980, θα άφηνε εγκατέλειπε το μάταιο τούτο κόσμο, από καρκίνο στους πνεύμονες (κάπνιζε επί 35 χρόνια ένα πακέτο, κάθε μέρα). Ήταν 66 χρόνων. Το 1984 ο δήμος του Βερολίνου έδωσε το όνομα του, σε δρόμο της πόλης που περνά έξω από το Ολυμπιακό Στάδιο (εκεί όπου θριάμβευσε). Το 1990, ο Πρόεδρος Μπους απένειμε στην οικογένεια του, το Μετάλλιο τιμής του Κογκρέσου, χαρακτηρίζοντας τις νίκες στο Βερολίνο ως “ασυναγώνιστο αθλητικό θρίαμβο, αλλά πάνω από όλα, θρίαμβο για όλη την ανθρωπότητα“.
Μεταξύ άλλων, είπε…
“Όλοι έχουμε όνειρα, αλλά για να τα κάνουμε πραγματικότητα, χρειάζεται πάρα πολύ δουλειά, αποφασιστικότητα, αφοσίωση και πειθαρχεία”.
“Πάντα μου άρεσε να τρέχω. Είναι κάτι που μπορείς να κάνεις μόνος σου, με τις δικές σου δυνάμεις. Να διαλέξεις την κατεύθυνση, να επιταχύνεις ή να επιβραδύνεις, να παλέψεις με τον άμενο αν το θες, να αναζητήσεις τα όρια των ποδιών σου και το κουράγιο των πνευμόνων σου”.
“Οι μάχες που έχουν σημασία, δεν είναι εκείνες για το χρυσό μετάλλιο. Είναι οι εσωτερικές μάχες. Οι αόρατες, οι αναπόφευκτες μάχες που κάνουμε όλοι μέσα μας”
“Βρες το καλό. Είναι γύρω σου. Βρες το, παρουσίασε το και θα αρχίσεις να πιστεύεις σε αυτό”
“Η ζωή δεν σου δίνει όλες τις προπονήσεις που χρειάζεται κάθε αγώνας στο ταρτάν”
“Μια αλλαγή είναι ό,τι χρειάζεσαι”
“Αποφάσισα πως δεν θα πέσω. Αποφάσισα να πετάξω. Να μείνω στον αέρα, για πάντα”.
“Για μια στιγμή, ήμουν ο πιο διάσημος άνθρωπος σε όλον τον κόσμο”
“Τα μετάλλια διαβρώνονται. Οι φίλοι δεν μαζεύουν καν σκόνη”
“Ο μόνος δεσμός που αξίζει κάτι μεταξύ των ανθρώπων, είναι η ανθρωπιά τους”
“Ο κόσμος έρχεται να σε δει να αγωνίζεσαι. Πρέπει να τους δώσεις το καλύτερο που έχεις μέσα σου. Οι ζωές των περισσοτέρων, είναι ένα κολάζ ενοχών. Ή στην καλύτερη, μια εμφάνιση κρυμμένη στην ντουλάπα και μια τσάντα με αταίριαστα άπλυτα. Είναι μια ζωή προπόνησης, για μόλις 10 δεκάλεπτο“.
“Δεν ήθελα καμία σχέση, με την πολιτική. Και δεν πήγα στο Βερολίνο, για να ανταγωνιστώ οποιονδήποτε αθλητή. Ο σκοπός των Ολυμπιακών Αγώνων, είναι να κάνεις το καλύτερο που μπορείς. Όπως είχα μάθει πολύ νωρίτερα από τον Charles Riley, η μόνη νίκη που μετρά είναι αυτή επί του εαυτού σου”.
“Όταν “έχασα” τα παγκόσμια ρεκόρ που είχα κάνει, ήταν σαν να είχα για χρόνια ένα σκυλάκι, με το οποίο είχα δεθεί και το “έχασα”. Μοιραία μου έλειπε”.
“Η μαύρη γροθιά είναι ένα σύμβολο, χωρίς νόημα. Όταν την ανοίγεις, δεν έχεις τίποτα άλλο από δάχτυλα, αδύναμα, άδεια δάχτυλα. Η μόνη φορά που η μαύρη γροθιά έχει σημασία, είναι όταν έχει μέσα χρήματα. Αυτή είναι δύναμη”.
“Αντιλήφθηκα αργά πως η πραγματική έννοια του όρου “μαχητικότητα” ήταν η μόνη απάντηση, σε ό,τι αφορά τους μαύρους, τη δεκαετία του ’70 οπότε όποιος μαύρος δεν ήταν μαχητικός, ήταν τυφλός ή δειλός”.
“Η σύζυγος μου, Ruth ήταν ασυνήθιστος άνθρωπος. Ήξερα πως η οικογένεια της είναι φτωχή, όπως η δική μου, αλλά τίποτα από όσα έκανε ή έλεγε δεν το έδειχναν αυτό. Δεν επηρεαζόταν από προκαταλήψεις. Ή ό,τι έλεγε ο κόσμος. Ήταν σαν να είχε κάτι μέσα της, που έκανε τα πάντα να μη μετρούν. Την ερωτεύτηκα την πρώτη φορά που μιλήσαμε. Σε κάθε συνάντηση, αυξανόταν η αίσθηση που είχα πως δεν θα μπορέσω ποτέ να αγαπήσω περισσότερο. Της ζήτησα να με παντρευτεί. Μου είπε πως θα το κάνει”.
“Περνούσαμε πολύ ωραία, στην οικογένεια μου. Δεν είχαμε ποτέ προβλήματα. Πάντα είχαμε να φάμε. ΟΚ, δεν είχαμε μπριζόλες. Αλλά ποιος είχε τότε μπριζόλες;”.
Πηγή: Sport 24