Επιμέλεια, Λεωνίδας Πιστιόλης
Πολλά χρόνια πριν κατακτήσει πρωταθλήματα στο ΝΒΑ με τους Σαν Αντόνιο Σπερς, κρεμάσει μετάλλια στο στήθος του με την εθνική ομάδα και γίνει παίκτης-σύμβολο για τους συμπατριώτες του στην Αργεντινή, ο Μανού Τζινόμπιλι ήταν απλά άλλο ένα παιδί που ονειρευόταν να παίξει μπάσκετ. Όχι στο ΝΒΑ ή στην EuroLeague. Οπουδήποτε. Βλέπετε, μέχρι τα 16 του ο Μανού είχε ύψος λίγο κάτω από τα 1,80μ.. Το όνομά του ήταν εν πολλοίς άγνωστο. Μέσα στα επόμενα δύο χρόνια όμως έφτασε τα 1,95μ.! Κάπου εκεί λοιπόν αρχίζει ουσιαστικά η ιστορία του παίκτη-φαινόμενο…
“Τον Μανού τον ξέρω από μικρό παιδί. Ερχόταν στο καμπ μπάσκετ που είχα. Όταν ήταν 10-11 ετών κέρδιζε συνεχώς τουρνουά ένας εναντίον ενός. Κάθε φορά που έμπαινε στο γήπεδο για να παίξει, κάτι καλό θα έκανε. Το μεγάλο άλμα το έκανε πάντως όταν ψήλωσε απότομα στα 17-18 χρόνια“, λέει στο Sport24.gr ο Όσκαρ Σάντσες, ο προπονητής που ανακάλυψε τον Τζινόμπιλι να παίζει μπάσκετ στο τοπικό πρωτάθλημα στην Μπαΐα Μπλάνκα, ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες. Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο να πείσει τον ίδιο να παίξει στην ομάδα του.
Το δύσκολο κομμάτι ήταν να πείσει την μητέρα του, Ρακέλ, να αφήσει τον 18χρονο γιο της να μετακομίσει 1.300 χιλιόμετρα μακριά για να παίξει μπάσκετ. Εν τέλει πείστηκε, με την προϋπόθεση να τελειώσει εκεί το σχολείο. Και κάπως έτσι ο Τζινόμπιλι βρέθηκε εν έτει 1995 στην πρώτη εθνική κατηγορία της Αργεντινής, ως παίκτης της Αντίνο ντε Λα Ριόχα.
Μικρός υποστήριζε τους Γουόριορς, λόγω της αδυναμίας που είχε στον Τιμ Χάρνταγουεϊ
Το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα της Αργεντινής έγινε στις 29 Σεπτεμβρίου 1995. Η Αντίνο έπαιζε κόντρα στην Πενιαρόλ, το ματς ήταν τηλεοπτικό και το πρώτο σχόλιο που ακούστηκε για τον 18χρονο γκαρντ ήταν το εξής: “δεν ξέρω εάν ο Τζινόμπιλι κάνει για αυτό το πρωτάθλημα“! Τελικά, είχε… δίκιο ο σχολιαστής. Ήταν για πολύ ψηλότερα. Στην πρώτη του εμφάνιση σε επαγγελματικό επίπεδο ο πιτσιρικάς Μανού πέτυχε 9 πόντους με 3/7 τρίποντα σε 15 λεπτά. Πήρε το βάπτισμα του πυρός σε ένα παιχνίδι στο οποίο η ομάδα του έχανε με διαφορά και έδωσε την ευκαιρία στον Σάντσες να τον ρίξει στα βαθιά από νωρίς. Και (φυσικά) κολύμπησε.
Το τέλος της σεζόν 1995-96 τον βρήκε με το βραβείο του καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου παίκτη και το ίδιο καλοκαίρι κατέφτασε και η πρώτη κλήση στην εθνική U21, η οποία προετοιμαζόταν για το παναμερικανικό πρωτάθλημα της Βραζιλίας. Για την ιστορία, εκεί γνωρίστηκε και με τον Λουίς Σκόλα. Τον συγκάτοικο του στο ξενοδοχείο σε εκείνο το τουρνουά και συνοδοιπόρο του στην Εθνική Ανδρών για τα επόμενα 20 χρόνια.
Την επόμενη χρονιά πήρε την πρώτη του μεταγραφή: στην Εστουντιάντες της Μπαΐα Μπλάνκα. Στο σπίτι του δηλαδή, όπου έγινε μάλιστα και συμπαίκτης με τον μεγαλύτερο αδερφό του, Σεμπάστιαν. Τα πράγματα δεν πήγαιναν πάντως όπως τα περίμενε τους πρώτους μήνες, αφού ο Κάρλος Μποϊσμενέ, προπονητής της Εστουντιάντες, δεν τον χρησιμοποιούσε πολύ. Όλα άλλαξαν όταν η ομάδα της Κόρντομπα προχώρησε σε αλλαγή προπονητή.
Ο νεοφερμένος Ντάνιελ Ροντρίγκες όχι μόνο αύξησε απότομα το χρόνο συμμετοχής του Μανού, αλλά τον μετέτρεψε και σε κύριο επιθετικό όπλο της ομάδας. Στη δεύτερη χρονιά του στο πρωτάθλημα ο 19χρονος Τζινόμπιλι σκόραρε 16 πόντους ανά αγώνα και είχε ηγετικό ρόλο. Στις 21 Μαΐου 1997 έκανε μάλιστα και την εμφάνιση που σημάδεψε το πρώτο στάδιο της καριέρας του. Εκείνο το βράδυ η Εστουντιάντες ηττήθηκε από την Ατένας ντε Κόρντομπα 123-144, σε ένα από τα πιο παραγωγικά παιχνίδια στην ιστορία του αργεντίνικου πρωταθλήματος. Ο Μανού είχε σε εκείνο το ματς 38 πόντους με 9/12 τρίποντα. Τοπικός ήρωας, είπατε; Όχι πια.
Στην τρίτη χρονιά του στο πρωτάθλημα της Αργεντινής ο 21χρονος, πια, Τζινόμπιλι έμοιαζε με άγριο θηρίο. Ασυγκράτητος. Ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο με περισσότερους από 30 πόντους κατά μέσο όρο και παράλληλα οδήγησε την Εστουντιάντες στα playoffs. Εκεί ούτε οι τραυματισμοί τον σταματούσαν. Σε ένα φιλικό λίγο πριν από την έναρξη της πρώτης φάσης έπεσε άτσαλα στο παρκέ και χτύπησε στο κεφάλι. Έφυγε από το γήπεδο με ασθενοφόρο και όταν πήρε εξιτήριο το επόμενο πρωί, οι γιατροί του συνέστησαν να μην παίξει μπάσκετ για δέκα ημέρες. Ναι… καλά. Ήταν στο γήπεδο στην επόμενη προπόνηση.
Στον καθοριστικό αγώνα με την πρώην ομάδα του, την Αντίνο ντε Λα Ριόχα, πέτυχε 41 πόντους και οδήγησε την Εστουντιάντες στους ημιτελικούς των playoffs. Εκεί όμως περίμενε ο κακός δαίμονας του Τζινόμπιλι. Η Ατένας δεν ήταν (ξανά) για τα δόντια της Εστουντιάντες. Την “σκούπισε” εύκολα με 3-0 νίκες και ό,τι κι αν έκανε ο Τζινόμπιλι, για τρίτη συνεχόμενη φορά η χρονιά για τον πιο βελτιωμένο παίκτη της σεζόν 1997-98 σταμάτησε μόλις βρέθηκε στο δρόμο του η ομάδα της Κόρντομπα. Η Ατένας προσπάθησε μάλιστα να τον αποκτήσει το καλοκαίρι του 1998. Ήταν όμως προφανές ότι η Αργεντινή δεν τον χωρούσε πια. Ήταν η ώρα της Ευρώπης. Συγκεκριμένα της Ιταλίας και δη της Ρέτζιο Καλάμπρια.
Στο πρωτάθλημα της Αργεντινής πέτυχε συνολικά 2.189 πόντους σε 126 αγώνες (17,4 μ.ό.) την τριετία 1995-98
“Την Άνοιξη του 1998 προετοίμαζα την ομάδα για την επόμενη σεζόν και μιλούσα με προπονητές, φίλους, ατζέντηδες, όταν κάποιος μου μίλησε για έναν ταλαντούχο Αργεντινό. Δέκα χρόνια νωρίτερα είχα φέρει αρκετούς παίκτες από την Αργεντινή, με πιο σημαντικό τον Ούγκο Σκονοκίνι. Γι αυτό το λόγο είχα καλές σχέσεις με το μπάσκετ της Αργεντινής“, λέει στο Sport24.gr ο Γκαετάνο Γκέμπια, προπονητής της Ρέτζιο Καλάμπρια εκείνη την εποχή, εξηγώντας πως πήγε τον Τζινόμπιλι από την Αργεντινή στην Ιταλία.
Εκείνη την εποχή το ευρωπαϊκό μπάσκετ σε αναπτυξιακό επίπεδο δεν είχε καμία σχέση με το τωρινό. Δεν είχε ούτε τις υποδομές που διαθέτει τώρα, ούτε τα μέσα ώστε να ξετρυπώνει παίκτες σαν τον Τζινόμπιλι. Παραδείγματος χάριν, για να δει ο Γκέμπια (και οποιοσδήποτε προπονητής) τον Τζινόμπιλι εν δράσει στην πρεμιέρα του με τη φανέλα της Αργεντινής σε ηλικία 20 ετών, θα έπρεπε να ταξιδέψει το καλοκαίρι του 1997 μέχρι την Μελβούρνη για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων (U22). Εκεί τον πρωτοείδε ο Αρ Σι Μπιούφορντ, ο τζένεραλ μάνατζερ των Σαν Αντόνιο Σπερς. Σε παιχνίδια όπως στον συγκλονιστικό ημιτελικό με την Αυστραλία, στον οποίο ο Τζινόμπιλι πέτυχε 20 πόντους με 8/12 σουτ. Ήταν η καλύτερη εμφάνισή του στο τουρνουά.
“Όταν ήρθε να μου μιλήσει, νόμιζα ότι ήθελε να ρωτήσει για τον Βικτοριάνο, τον Ομπέρτο, τον Σάντσες ή τον Παλαντίνο (σ.σ. τα αστέρια της ομάδας)”, θυμήθηκε κάποτε ο Χούλιο Λάμας, ο ομοσπονδιακός προπονητής εκείνης της Εθνικής Νέων. “Όταν όμως ήρθε και τον ρώτησα για ποιον θέλει να μάθει κάποια πράγματα, αυτός έκανε μία κίνηση με το χέρι του και μου έδειξε με το δάχτυλο τον Μανού. «Τον κοκαλιάρη», μου είπε“. Κάπως έτσι, δύο χρόνια αργότερα οι Σπερς επέλεξαν τον Τζινόμπιλι στο νούμερο 57 του Draft του 1999.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στην Ιταλία. Εκεί όπου ο Γκέμπια εκμεταλλεύτηκε τις άκρες που είχε στην Αργεντινή για να βρει πριν από την υπόλοιπη Ευρώπη το διαμάντι που “έκρυβε” η Μπαΐα Μπλάνκα. Ήταν το καλοκαίρι του 1998, λίγο πριν ο Τζινόμπιλι κληθεί για πρώτη φορά στην Εθνική Αργεντινής για το Μουντομπάσκετ της Αθήνας. Ο Λάμας, ομοσπονδιακός τεχνικός της Εθνικής Ανδρών πλέον, ήξερε καλά το ταλέντο του 21χρονου Μανού και πήρε λοιπόν μία απόφαση-έκπληξη: έκοψε από την αποστολή τον εμπειρότερο Χόρχε Ράκα για χάρη του Τζινόμπιλι, ο οποίος έκανε στο ΟΑΚΑ το επίσημο ντεμπούτο του με την Εθνική Ανδρών της πατρίδας του.
Στο Μουντομπάσκετ η Αργεντινή τερμάτισε στην όγδοη θέση και ο Τζινόμπιλι ήταν ο πέμπτος σκόρερ της ομάδας με 7,8 πόντους σε 18,5 λεπτά. Δεν ήταν ακριβώς… εντυπωσιακός. Εκείνη την εποχή όμως λίγοι θα μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτό το παιδί με τις παράξενες και ολίγον τι ανεξέλεγκτες κινήσεις στο γήπεδο θα μπορούσε να γίνει κάποια μέρα σταρ στο υψηλότερο επίπεδο, το ΝΒΑ. “Νομίζω ότι κανείς εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο Μανού θα είχε την καταπληκτική καριέρα που ακολούθησε”, λέει στο Sport24.gr ο Γκέμπια.
“Τα πράγματα που με εντυπωσίασαν σε αυτόν στα δύο χρόνια που τον είχαμε στην Ρέτζιο Καλάμπρια, ήταν το ταλέντο, η φιλοδοξία και η ταπεινότητά του. Επίσης η εργατικότητά του και το ότι έπαιζε πάντα με καρδιά στο γήπεδο. Είχε έναν ιδιαίτερο συνδυασμό: ήταν πολύ ανταγωνιστικός αλλά ταυτόχρονα απολάμβανε να παίζει μπάσκετ. Δεν θα μπορούσε αλλιώς να παίξει σε τόσο υψηλό επίπεδο μέχρι τα 41 του χρόνια. Ήταν ένα σπουδαίο παιδί και έγινε ένας σπουδαίος άνδρας“, συνεχίζει ο Ιταλός προπονητής.
Η Ρέτζιο Καλάμπρια βρισκόταν στην Α2 Ιταλίας εκείνη την περίοδο, ωστόσο το επίπεδο ήταν ακόμα πολύ υψηλό. Ο Τζινόμπιλι έκανε το ντεμπούτο του στην Ιταλία στις 3 Σεπτεμβρίου 1998, σε έναν αγώνα με τη Λιβόρνο για το Κύπελλο. Με το καλημέρα λοιπόν φρόντισε να κάνει τους οπαδούς της Ρέτζιο Καλάμπρια να ξεχάσουν τον αγαπημένο τους Ούγκο Σκονοκίνι. Πέτυχε 32 πόντους στο ντεμπούτο του και οδήγησε την ομάδα του μέχρι τους “8” του θεσμού, εκεί όπου η Ρέτζιο Καλάμπρια αποκλείστηκε από την επόμενη ομάδα του Μανού: την Κίντερ Μπολόνια. Στο πρωτάθλημα της Α2, πάντως, η Ρέτζιο Καλάμπρια δεν σταμάτησε πουθενά.
Με τον Τζινόμπιλι σε ρόλο οδηγού και την προσθήκη δύο πολύ καλών Αμερικανών στην πορεία (τον Μπράιαν Όλιβερ και τον γνωστό στο ελληνικό κοινό, Μπρεντ Σκοτ), η “βιόλα” ξεπέρασε το κακό ξεκίνημα στο πρωτάθλημα, τερμάτισε στην τρίτη θέση στην κανονική περίοδο και στα playoffs νίκησε στους τελικούς την Μπιέλα, κατακτώντας πανηγυρικά την άνοδο για την Α1. Εκεί ο 23χρονος, πια, Τζινόμπιλι έλαμψε με το καλημέρα. Στο πρώτο εντός έδρας παιχνίδι της χρονιάς πέτυχε 23 πόντους και οδήγησε την Ρέτζιο Καλάμπρια σε μία έκπληξη πρώτου μεγέθους, κόντρα στην πρωταθλήτρια Κίντερ Μπολόνια του Έτορε Μεσίνα και των Ντανίλοβιτς, Ριγκοντό.
Λάμας: Ήξερα ότι ήταν φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα φτάσει μέχρι το φεγγάρι
Όλη η χρονιά κύλησε κάπως έτσι για τον Τζινόμπιλι, που σκόραρε αφειδώς στο ιταλικό πρωτάθλημα κατά τη δεύτερη χρονιά του. Μέχρι και το ταμπλό έσπασε σε έναν αγώνα με την Ίμολα σε προσπάθεια για κάρφωμα! Εν τέλει η “βιόλα” όχι μόνο σώθηκε, αλλά προκρίθηκε και στα playoffs. Εκεί, με τον Μανού να βάζει 25,7 πόντους κατά μέσο όρο στη σειρά με την Βαρέζε, η Ρέτζιο Καλάμπρια επικράτησε με 2-1 νίκες και προκρίθηκε στους “8”. Το εμπόδιο της Κίντερ Μπολόνια, πάντως, ήταν πολύ υψηλό για την ομάδα του Γκέμπια, κι ας έστειλε τη σειρά μέχρι το πέμπτο ματς. Στις 3 Μαΐου 2000 ο Τζινόμπιλι φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα της Ρέτζιο Καλάμπρια. Το επόμενο κεφάλαιο στην καριέρα του, η Κίντερ Μπολόνια, τον περίμενε.
“Ένας ασίσταντ κόουτς μου είπε κάποτε: «Αν τον κόψουμε, ίσως διαπιστώσουμε ότι αυτός δεν έχει φλέβες μέσα του, αλλά καλώδια». Ο τύπος είναι σαν κομπιούτερ που περπατάει. Είναι ένας από τους πιο έξυπνους ανθρώπους που έχω συναντήσει“, είπε κάποτε ο Ντάνιελ Ροντρίγκες, ο προπονητής του στην Εστουντιάντες. Ο Χούλιο Λάμας δεν πρόκειται να διαφωνήσει επ’ αυτού. “Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν με ρωτούν για αυτόν, είναι ότι πρόκειται για έναν μοναδικό παίκτη”, είπε πρόσφατα σε συνέντευξή του ο προπονητής που τον προώθησε στις εθνικές ομάδες.
“Ήξερα ότι ήταν φτιαγμένος για μεγάλα πράγματα, δεν μπορούσα όμως να φανταστώ πόσο μεγάλα. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα φτάσει μέχρι το φεγγάρι“.
Πηγή: Sport 24