Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Αν δεν υπήρχε ο τελικός του μουντιάλ η μεγάλη είδηση του τριήμερου θα ήταν η επιστροφή του Νόβακ Τζόκοβιτς, που κέρδισε το Γουίμπλετον, αλλά κυρίως θύμισε σε όλους γιατί έχει υπάρξει για μια διετία τουλάχιστον ο κορυφαίος παίκτης του τένις και γιατί έμοιαζε τότε να είναι αυτός που θα διαδεχτεί τον Φέντερερ και τον Ναδάλ στον παγκόσμιο θρόνο. Ο Σέρβος κέρδισε το πρώτο του τουρνουά μετά από δεκαπέντε μήνες, που όμως φάνηκαν ένας αιώνας. Στο διάστημα αυτό η φθορά του υπήρξε συγκλονιστική και ο φόβος ότι τον χάσαμε απόκτησε χαρακτήρα βεβαιότητας: στα γήπεδα βλέπαμε το φάντασμά του. Ευτυχώς αποδείχτηκε πως ήταν προορισμένος, όχι απλά για να ζήσει δυο καριέρες, αλλά για να γίνει και πρωταγωνιστής μιας εκπληκτικής ιστορίας επιστροφής από τις αληθινά σπάνιες, ακόμα και για τα μέτρα του τωρινού αθλητισμού μας που κάνει δυνατά τα απίστευτα.
Τα δυο μεγάλα προβλήματα
Ο Τζόκοβιτς κουβαλούσε για δυο χρόνια δυο προβλήματα. Τα εύκολα ήταν αυτά που είχαν να κάνουν με την καταπόνησή του: είχε προβλήματα από τραυματισμούς στα χέρια και στη μέση, αλλά αυτά ξεπερνιούνται και το ξέρουμε. Το μεγάλο πρόβλημα του Τζόκοβιτς ήταν το μυαλό του: ο Σέρβος, αν δεν είναι απόλυτα συγκεντρωμένος στο τένις του, δεν μπορεί να παίξει αυτό που θέλει – και δε μιλάω μόνο για τα ματς. Αν το τένις δεν είναι η ζωή του, ο Τζόκοβιτς έχει πρόβλημα. Ο Ναδάλ, όταν δεν τον πονάνε τα γόνατα του, έχει ένα αριστερό φόρχαντ που σκοτώνει και μια δύναμη απίστευτη ακόμα και στα 33 του: τον βλέπεις να ανεβάζει ταχύτητα στιγμές στιγμές και να ματώνει τις μπάλες και τις γραμμές και τρομάζεις. Ο Φέντερερ έχει τεχνική αρτιότητα, που τον βοηθά να λύσει όλα τα εντός γηπέδου προβλήματά του- ακόμα και τώρα που μεγάλωσε τα ματς εξαρτιόνται από την αντοχή του. Ακόμα μπορεί να ψαρώνει τους αντιπάλους του με το αριστοκρατικό του τένις, τόσο μοναδικό που οι νεότεροι νοιώθουν απλά την ανάγκη να το παρακολουθούν συμμετέχοντας στις επιδείξεις του ως κομπάρσοι.
Ο Τζόκοβιτς, ο τρίτος της τρομερής αυτής παρέας, ήταν πάντα ένας μεγάλος στρατηγός: σχεδίαζε τα ματς στο μυαλό του, διάβαζε αδυναμίες των αντιπάλων, χαιρόταν να απαντάει σε χτυπήματα περισσότερο από τους άσους του, διαφοροποιούσε την τακτική του, βελτιωνόταν ακόμα και στα 25 του. Μπορούσε να λυγίσει κάποιον απλά σερβίροντας σωστά, όπως έκανε με τον κουρασμένο Αντερσον στον τελικό, ή να τον τρέξει δείχνοντας του ότι είναι πιο ανθεκτικός σε κάθε μαραθώνιο. Τον Ναδάλ π.χ στον επικό ημιτελικό, που κράτησε δυο μέρες τον εξουθένωσε, όπως ακριβώς έκανε στις μεγάλες του βραδιές, όταν τα διαγώνια μπάκχαντ του έκαναν κάθε αντίπαλο να ζαλίζεται. Αλλά για να παίξει το τένις που θέλει χρειαζόταν πάντα μυαλό: δεν ήταν ζήτημα δύναμης ή αντοχής ή τεχνικής, αλλά σχεδόν πάντα η νίκη του ήταν το αποτέλεσμα μιας άρτιας διανοητικής προετοιμασίας. Ο Τζόκοβιτς έπαιζε με το φακό, διασκέδαζε αντιπάλους και θεατές, δεν είχε κανένα πρόβλημα να κάνει την πλάκα του, αλλά όλα αυτά ήταν απλά η βαλβίδα ασφαλείας του απέναντι στην πίεση που ένοιωθε πρώτα από όλα από τον εαυτό του. Το τένις του δεν ήταν εκρηκτικό, όπως του Ναδάλ, ούτε αριστοκρατικό, όπως του Φέντερερ. Ηταν πάντα το κατάλληλο για την κάθε περίσταση: ένα τένις στο οποίο η πληρότητα ήταν σημαντικότερη από τη δύναμη και η προετοιμασία βασικότερη και από την τεχνική. Ο Τζόκοβιτς ήταν η συνέχεια του Ιβάν Λεντλ, που υπήρξε πιθανότατα ο πιο μεγάλος σκακιστής που τα γήπεδα γνώρισαν. Αλλά αντίθετα από τον μανιακό Λεντλ που είχε μυαλό μόνο για το τένις, αυτός το μυαλό του το είχε και σε άλλα πράγματα. Το βαλκάνιος είναι συχνά συνώνυμο του αυτοκαταστροφικός και το ξέρουμε.
Δυο ματς σε είκοσι τέσσερις ώρες
Η εμφάνισή του Τζόκοβιτς στο Γουίμπλετον, ειδικά την δεύτερη εβδομάδα, ήταν σαν μια επιστροφή στο παρελθόν. Διέλυσε τον νεαρό και φιλόδοξο Νισικόρι, που σίγουρα δεν περίμενε να τον δει σε τέτοια φόρμα, και μετά έπαιξε με το Ναδάλ ένα επικό ματς. Ένα είπα; Λάθος μου: δυο. Το πρώτο παιγνίδι έγινε την Παρασκευή, μετά τον απίστευτο μαραθώνιο του Ισνερ με τον Αντερσον. Τελείωσε με 2-1 και ήταν ένα ματς εκπληκτικό από κάθε άποψη: ίσως το ωραιότερο παιγνίδι στο Γουίμπλετον τα τελευταία πέντε χρόνια. Ο Τζόκοβιτς έδειξε τα σημάδια της επιστροφής του σερβίροντας υποδειγματικά, «τρέχοντας» τον αδάμαστο Ισπανό και ακυρώνοντας του όλα σχεδόν τα σχέδια του: κυρίως μας θύμισε ότι το τρομερό του μπάκχαντ στη διαγώνιο είναι το απόλυτο αντίδοτο στο φόρχαντ του μεγάλου Ναδάλ, που εκτοξεύει πυραύλους εδάφους εδάφους. Το παιγνίδι των δυο, μια επίδειξη πραγματική, διακόπηκε εξαιτίας της ώρας, όταν έφτασε στο απόγειό του: ο Τζόκοβιτς πήρε το τάι μπρέικ για το αβαντάζ του 2-1 υπενθυμίζοντας μας όλη του την υπεροχή στα παιγνίδια του μυαλού. Χτυπάει τα πάντα, βάζει στον Ναδάλ συνεχώς δύσκολα, καταλαβαίνει το 80% των χτυπημάτων του και μοιάζει σαν σκακιστής που διαβάζει τον αντίπαλο και είναι δυο – τρεις κινήσεις μπροστά.
Η συνέχεια του ματς το Σάββατο είχε μια άλλη δραματικότητα. Η ομορφιά των χτυπημάτων πήγε στην άκρη, η ένταση μεγάλωσε, ο φόβος του λάθους και του δώρου στον αντίπαλο έβαλαν το ματς σε άλλη βάση. Το πρώτο γκέιμ στο ματς του Σαββάτου, με τον Ναδάλ να σερβίρει, κράτησε 15 ολόκληρα λεπτά κι από αυτό και μόνο μπορούσες να καταλάβεις τι θα ακολουθούσε. Ο Ισπανός έμοιαζε να έχει πάρει το πιο μεγάλο τάιμ άουτ στην ιστορία των σπορ, ένα ταίμ άουτ δεκατριών ωρών που του είχε επιτρέψει να διορθώσει τα πάντα: στο άψε σβήσε, μετά το ατελείωτο πρώτο γκέιμ, βρέθηκε στο 3-0. Ο Τζόκοβιτς έμεινε στο ματς δημιουργώντας ωστόσο ερωτηματικά για την αντοχή του ταλαιπωρημένου μυαλού του από το οποίο ξεκινάνε και στο οποίο τελειώνουν όλα. Στο 5-4, κι ενώ σέρβιρε ο Ναδάλ, βρήκε τρεις μπάλες για να κάνει το μπρέικ, αλλά δεν εκμεταλλεύτηκε καμία. Ο Ισπανός ισοφάρισε σε ένα σετ που κράτησε μια ώρα και έμοιαζε ανίκητος. Ο Τζόκοβιτς είχε μια δεύτερη δοκιμασία σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες: τώρα έπρεπε να πάρει ένα σετ κι ένα παιγνίδι από ένα αντίπαλο πανίσχυρο, τον οποίο δεν μπορούσε πια να αιφνιδιάσει, όπως το προηγούμενο βράδυ. Αλλά ένας παίκτης τόσο μεγάλος, δεν χρειάζεται να αιφνιδιάζει για να κερδίζει: μπορεί να το κάνει και παίζοντας στα ίσια, δείχνοντας σε κάθε πόντο ότι δεν θα χαρίσει τίποτα. Στο σκληρό μπρα-ντε-φερ λύγισε ο Ναδάλ, δηλαδή ο σκληρότερος παίκτης του κόσμου. Για την ακρίβεια δεν λύγισε: παραδόθηκε. Ο Τζόκοβιτς άρχισε να κάνει συλλογή από ματς πόιντ υποχρεώνοντας τον να σκέφτεται όχι πως θα κερδίσει, αλλά πως θα παραμείνει στο ματς. Κανείς δεν μπορεί να κερδίσει, όταν φτάνει στο σημείο να σκέφτεται απλά πως θα παραμείνει ζωντανός.
Τα δύσκολα παιγνίδια
Ο Τζόκοβιτς κέρδισε τον τελικό ένα κατάκοπο Αντερσον δείχνοντας την ποιότητα του στα δυο πρώτα σετ και την μεγάλη του ψυχραιμία στο τρίτο. Ηταν γελαστός, εκδηλωτικός, χαρούμενος. Ηταν ξανά ο Τζόκοβιτς. Στο τέλος του ματς πήρε αγκαλιά το παιδί του, είπε ότι ο γιός του ήταν ο αληθινός προπονητής – νομίζω είναι ο τρόπος του να πει σε όλους μας (και στον εαυτό του) πως επέστρεψε. Ας κρατήσουμε τη θεαματική επιστροφή του ως απόδειξη πως η επιτυχία (καμιά φορά και η ζωή) είναι ευκολότερη απλά όταν κερδίζεις, μόνος και αβοήθητος, τα δύσκολα παιγνίδια του μυαλού σου. Και ας τον χαρούμε γιατί το τένις του είναι μοναδικό.
Πηγή: Κάρπετ Show