Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Η ολοκλήρωση του προκριματικό γύρο του Εuro2024 επιτρέπει ένα μίνι απολογισμό για τα πεπραγμένα της ομάδας του Γουστάβο Πογετ. Η Εθνική μας βρίσκεται σε μια εκκρεμότητα. Δεν προκρίθηκε και δεν αποκλείστηκε. Και αυτό κάνει αυτό τον απολογισμό κομμάτι πιο δύσκολο.
Όπως έχω επισημάνει και παλιότερα η διαφορά του Γουστάβο Πογέτ από τους προηγούμενους δύο ομοσπονδιακούς προπονητές, δηλαδή τον Αγγελο Αναστασιάδη και τον Τζόνι Φαν τ’ Σιπ είναι ότι αυτός, όταν ανέλαβε την εθνική μας, είχε καταλάβει ότι για να φτάσει η ομάδα μας στα τελικά μιας μεγάλης διοργάνωσης μπορεί να χρησιμοποιήσει και το δρόμο που της ανοίγει το UEFA Nations League. Ο Αναστασιάδης και ο Φαν τ’ Σιπ δεν το είχαν καταλάβει. Στο UEFA Nations League του 2018 η Ελλάδα ήταν τρίτη πίσω από την Φινλανδία και την Ουγγαρία χάνοντας από την Εσθονία στην Αθήνα. Σε αυτό του 2021 ήταν δεύτερη πίσω από την Σλοβενία χάνοντας βαθμούς με το Κόσοβο. Ο Αναστασιάδης και ο Ολλανδός χρησιμοποίησαν το UEFA Nations League για να κάνουν πειράματα που θα τους βοηθούσαν να έμπαιναν με καθαρές ιδέες στον προκριματικό γύρο, ώστε μέσω αυτού να πάρουν εισιτήριο για την μεγάλη διοργάνωση. Ο Πογέτ κατάλαβε ότι το UEFA Nations League θα του εξασφάλιζε αυτή τη δεύτερη ευκαιρία προς τα τελικά η οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύτιμη. Όμως – και είναι προς τιμήν του – αυτό δεν είχε ως συνέπεια να αντιμετωπίσει η ομάδα του τα προκριματικά με κάποιου είδους χαλαρότητα. Ισα ίσα.
Ολοι γνωρίζουμε την ομάδα
Στο τέλος του προκριματικού γύρου υπάρχει ένα δεδομένο: όλοι πλέον γνωρίζουμε ποια είναι η ομάδα του Πογέτ. Σε κάποιους μπορεί αυτή η ομάδα να μην αρέσει, κάποια άλλοι μπορεί να ήθελαν βασικούς κάποιους που βασικοί δεν είναι και δεν λείπουν και πότε αυτοί που ό,τι και να κάνει η Εθνική την κρίνουν με βάση του πόσοι ποδοσφαιριστές του συλλόγου που αγαπούν σ’ αυτή αγωνίζονται. Όμως το βασικό στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι πέρα από οτιδήποτε λέει ο κόσμος υπάρχει πλέον μια ομάδα με μια διακριτή εντεκάδα και 7-8 αναπληρωματικούς έτοιμους να την βοηθήσουν οπότε το χρειαστεί. Τερματοφύλακας είναι ο Βλαχοδήμος. Η άμυνα αποτελείται από τους Μπάλντοκ, Τσιμίκα, Μαυροπάνο, Χατζηδιάκο. Στη μεσαία γραμμή βασικοί είναι ο Κουρμπέλης και ο Μπακασέτας. Ο Ιωαννίδης καθιερώνεται δίπλα στον Μασούρα. Αν το σχήμα είναι 5-3-2 (σπάνια) είναι έτοιμος να μπει ο Ρέτσος ή ο Κουλιεράκης. Αν η ομάδα παίζει 4-3-3 ή κάποια παραλλαγή του στα αριστερά υπάρχει ο Πέλκας – με τον Κωνσταντέλια να έρχεται. Υπάρχει ανοιχτή πάντα μια θέση στα χαφ με τον Μάνταλο να προηγείται και τους Σιώπη και Μπουχαλάκη να την διεκδικούν. Και για τη θέση του φορ είναι διαθέσιμοι οι Παυλίδης και Γιακουμάκης. Προσθέτεις και τους Ρέτσο, Κουλιεράκη, Ρότα και Γιαννούλη, ως αμυντικά μπακ απ, και τέλος. Οι υπόλοιποι μπορεί να παίξουν κάποια λεπτά ή να βρεθούν στο αρχικό σχήμα αν υπάρξουν μεγάλες ελλείψεις. Αλλά είναι συμπληρωματικοί παίκτες.
Τι γινόταν προηγουμένως
Όποιος νομίζει ότι αυτό είναι λίγο ας κοιτάξει τι έγινε στις διοργανώσεις που η εθνική μας πήρε μέρος πριν τον ερχομό του Πογέτ. Επί των ημερών του Αναστασιάδη η Εθνική μας δεν έπαιξε ποτέ δυο φορές με την ίδια εντεκάδα. Στα χρόνια του Φαν τ’ Σιπ πέρασαν από την εθνική 60 ποδοσφαιριστές τουλάχιστον και καμιά σαρανταριά από δαύτους χρησιμοποιήθηκαν και ως βασικοί – μπορεί και περισσότεροι. Ούτε ο Αναστασιάδης είναι τρελός, ούτε ο Ολλανδός άσχετος. Απλα αυτά τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό ποδόσφαιρο παρατηρείται κάτι σπάνιο: υπάρχει μια μεγάλη παραγωγή ποδοσφαιριστών που μοιάζουν. Δεν εννοώ φυσικά ότι έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Εννοώ ότι έχουν περίπου την ίδια ποιότητα. Ο Πογέτ το κατάλαβε και κατέληξε γρήγορα σ’ αυτούς που πιστεύει πως θα έχουν μακροχρόνια την σταθερότερη προσφορά. Δεν άρχισε μανιωδώς να δοκιμάζει παίκτες για να βρει τους υποτιθέμενους καλύτερους: δεν χρειάζονται «καλύτεροι», χρειάζονται «κατάλληλοι». Σήμερα έχει δημιουργήσει ένα πολύ συγκεκριμένο γκρουπ στο οποίο το να μπει κάποιος δεν είναι το πιο εύκολο. Αυτό είναι πολύ καλό. Διότι και για να καταφέρει ένας ποδοσφαιριστής να κρατηθεί εντός του γκρουπ και για να γίνει μέρος του, πρέπει να δίνει πάντα αυτό το κάτι παραπάνω που ο προπονητής περιμένει. Σε αυτό υπάρχει ομοιότητα με τον καιρό του Ρεχάγκελ. Αλλά μόνο σε αυτό. Αν του Ρεχάγκελ δεν του πλήρωναν τους συνεργάτες και δεν ήξερε που θα προπονηθεί η ομάδα, ο Γερμανός πρώτα θα έφευγε και μετά θα εξηγούσε το γιατί. Κι αν ομάδα έβγαζε ανακοίνωση ότι δεν κατανοεί τη μη κλήση ενός παίκτη ο παίκτης για να παίξει σε Εθνική θα άλλαζε υπηκοότητα.
Τρίτη ήταν και στα προηγούμενα
Η Εθνική μας δεν έκανε κάποιο κατόρθωμα σε αυτόν τον προκριματικό γύρο. Η Εθνική μας για να προκριθεί δια μέσου ενός προκριματικού γύρου στα τελικά του Euro πρέπει πάντα να κάνει ένα μεγάλο αποτέλεσμα εκτός έδρας. Στα προκριματικά του Εuro2004 είχε κερδίσει την Ισπανία στην Σαραγόσα. Στα προκριματικά του Εuro2008 κέρδισε την Τουρκία στην Κωνσταντινούπολης και σε αυτά του 2012 έφερε ισοπαλία με την Κροατία την οποία κέρδισε στην Αθήνα. Χωρίς νίκη με την Γαλλία και την Ολλανδία δεν θα μπορούσε να πάρει τίποτα περισσότερο από την τρίτη θέση: τρίτη, πίσω από την Σουηδία και την Ισπανία ήρθε και στα προκριματικά του μουντιάλ του 2022. Όμως το αληθινά αισιόδοξο, ενόψει μάλιστα των μπαράζ του Μαρτίου, είναι ότι εθνική μας κερδίζοντας δύο φορές την Ιρλανδία και δύο φορές το Γιβραλτάρ συνέχισε να κάνει νίκες εκεί όπου υπήρχε το μεγάλο πρέπει. Λέω «συνέχισε» γιατί τέτοιες νίκες έκανε και στο UEFA Nations League εξασφαλίζοντας την πρώτη θέση στον όμιλο και την συμμετοχή της στο μπαράζ. Αυτές οι νίκες είναι που τις έλειψαν τα προηγούμενα χρόνια.
Όλοι θα κριθούν στα μπαράζ
Γίνονται υπερβολικές κατά την γνώμη μου συγκρίσεις αυτής της ομάδας με την ομάδα του 2004. Υπάρχουν κάποια πράγματα που κάνουν τις ομάδες να μοιάζουν: λίγα όμως. Πέρα από την μεθοδολογία της σύστασης του γκρουπ – ο Πογέτ είναι σαν να έχει βρει κάπου το εγχειρίδιο κατασκευής ομάδας του Ρεχάγκελ – οι παίκτες είναι φανερό ότι χαίρονται πρώτα απ’ όλα γιατί συνυπάρχουν στην ομάδα. Αρκετοί παίκτες νιώθεις πως θεωρούν αυτή την ομάδα κάτι σημαντικότερο από το σύλλογο στον οποίο αγωνίζονται. Όλοι σχεδόν ζουν με το όνειρο της πρόκρισης στα τελικά της Γερμανίας κι αν τους ρωτούσες τι θα ήθελαν περισσότερο την εφετινή σεζόν η συντριπτική πλειοψηφία θα σου απαντούσε πως η πρόκριση αυτή είναι ο πρώτος στόχος. Επίσης υπάρχει δέσιμο με τον προπονητή και κατανόηση της μεθοδολογίας του: οι παίκτες ξέρουν πως το γκρουπ πρέπει να είναι κλειστό γιατί έτσι γίνονται οι ομάδες. Όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά με την ομάδα του 2004: τα μπαράζ. Εκείνη ομάδα δεν βρέθηκε μπροστά σε μια τέτοια διαδικασία. Αυτή η διαδικασία είναι πραγματικά πολύ δύσκολη γιατί μοιάζει και με ένα είδος τελικής κρίσης. Αν η Εθνική δεν κατάφερε να προκριθεί πιθανότατα θα την κατασπαράξουν. Εκείνη του 2004 δεν είχε τέτοια προβλήματα.
Πηγή: Karpetshow