Του Γρηγόρη Δημακάκου
Το ποδόσφαιρο είναι το παιχνίδι των μαζών, είναι το «όπιο του λαού», όπως το είχε χαρακτηρίσει ο άλλοτε τεχνικός της Μίλαν και της «σκουάντρα ατζούρα» Αρίγκο Σάκι, γι’ αυτό και αποτελεί τον «βασιλιά των σπορ» σύμφωνα με τον μέγιστο Γιάννη Διακογιάννη. Το ποδόσφαιρο είναι το άθλημα που μάζευε και μαζεύει κάθε λογής ανθρώπους, φτωχούς και πλούσιους, αδύναμους και ισχυρούς.
Φυσικά, δεν ήταν ανέκαθεν επαγγελματικό. Αποτελούσε δίχως άλλο μέσο αναγνωρισιμότητας, πρωτίστως όμως ήταν, για την πλειοψηφία των παικτών, ένα γερό σκαλοπάτι για μια θέση στο δημόσιο ή σε μια υγιή επιχείρηση. Γυρνώντας τον χρόνο αρκετές δεκαετίες πίσω, στα 1940, λίγους μήνες πριν εμπλακεί (αναγκαστικά) η Ελλάδα στον Πόλεμο, θα μάθουμε τι επαγγέλλονταν μερικοί από τους φιρμάτους ποδοσφαιριστές της εποχής. Οι περισσότεροι. βέβαια, ήταν άνθρωποι του μεροκάματου, υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις.
Κρεοπώλες ήταν ο Γιάννης Βάζος του Ολυμπιακού, ο επονομαζόμενος και «αλεπού των γηπέδων», ο «βομβαρδιστής» του Παναθηναϊκού Μήτσος Μπαλτάσης και ο συμπαίκτης του αμυντικός Σπύρος Σύρκος.
Οι «πράσινοι» διέθεταν τον Τάκη (Αδαμάντιο) Τριανταφύλλη. Ο άλλοτε επιθετικός ήταν φαρμακοποιός, αλλά οι συμπαίκτες του προτιμούσαν να τον αποκαλούν «γιατρό». Ο γκολκίπερ της ομάδας Βασίλης Χάντζος σπούδαζε στο Πολυτεχνείο, ενώ φοιτητής ήταν και ο διεθνής αμυντικός Τάσος Κρητικός.
Ο Παναγής Κορσιάνος του Ολυμπιακού εργαζόταν στους ΣΠΑΠ (Σιδηρόδρομοι Πειραιά – Αθηνών – Πελοποννήσου), που αργότερα κρατικοποιήθηκαν και απορροφήθηκαν από τους ΣΕΚ (Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους), τον μετέπειτα ΟΣΕ.
Το «θωρηκτό» των «ερυθρόλευκων», ο Χριστόφορος Ράγκος, ήταν ηλεκτρολόγος, ενώ ο συμπαίκτης του αμυντικός Γιώργος Μαλεύρης ήταν ιδιοκτήτης αυτοκινήτων, τα οποία νοίκιαζε σε ιδιώτες. Ο επίσης «ερυθρόλευκος» Ηρακλής Παύλου ήταν χρυσοχόος.
Ξεχωριστή περίπτωση ήταν ο Σπύρος Δεπούντης. Ο διεθνής επιθετικός του Ολυμπιακού ήταν υποσμηναγός της τότε βασιλικής αεροπορίας. Πολέμησε ως πιλότος μαχητικού αεροσκάφους τόσο στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και στον Πόλεμο της Κορέας. Διακρίθηκε, παρασημοφορήθηκε και όταν αποστρατεύτηκε ήταν από τους πρώτους πιλότους της ΤΑΕ, η οποία μετονομάστηκε σε Ολυμπιακή, όταν την αγόρασε ο Αριστοτέλης Ωνάσης.
Οι Οδυσσέας Τσούτσος, Βασίλης Σβολόπουλος του Παναθηναϊκού ήταν γυμναστές. Ο πρώτος μάλιστα διετέλεσε και προπονητής των «πράσινων». Ο αδελφός του δεύτερου, ο Γιώργος Σβολόπουλος, που έπαιζε στον ΑΟ Παγκρατίου, ήταν πυροσβέστης. Εμποροϋπάλληλος ήταν ο επίσης «πράσινος» Τάκης Στρουμπούλης και επιπλοποιός ο συμπαίκτης του Νίκος Βουδούρης.
Η «κιτρινόμαυρη» ΑΕ Υδάτων
Η αναφορά στους παίκτες της ΑΕΚ είναι ομαδική. Ολόκληρη η 11άδα του «δικεφάλου» εργαζόταν στην Ανώνυμη Εταιρεία Υδάτων. Την εποχή εκείνη οι δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και οι εργάτες των εργοστασίων συγκροτούσαν ομάδες που έδιναν φιλικά με επίσημα αναγνωρισμένες ομάδες.
Η Εταιρεία Υδάτων παρατασσόταν σχεδόν πάντα με ατόφια την ενδεκάδα της ΑΕΚ, την οποία αποτελούσαν οι Χρήστος Ρίμπας, Γιώργος Γάσπαρης, Γιώργος Παπαδόπουλος, Διονύσης Καπάνταης, Σπύρος Κοντούλης, Γιώργος Σίμος (Μάγειρας), Κώστας Χριστοδούλου, Κλεάνθης Μαρόπουλος, Τρύφωνας Τζανετής, Αλέκος Χατζησταυρίδης, Κώστας Βασιλείου.
Υπάλληλοι της ΑΕΥ ήταν επίσης οι διεθνείς Αντώνης Μηγιάκης του Παναθηναϊκού και Θεολόγος Συμεωνίδης του Ολυμπιακού. Βέβαια κάποιοι παίκτες δραστηριοποιήθηκαν και σε άλλους τομείς. Οι «αυτοκόλλητοι» Μαρόπουλος, Τζανετής είχαν κατάστημα αθλητικών ειδών, όπως και οι Κοκκινιώτες αδελφικοί φίλοι Χατζησταυρίδης, Συμεωνίδης, που διατηρούσαν επίσης μαγαζί με αθλητικά είδη, στη Νίκαια.
Ο Μιχάλης Αναματερός του Ολυμπιακού, που σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά του ’44 ως μέλος του ΕΛΑΣ, είχε καφενείο. Λίγους μήνες πριν είχε δολοφονηθεί από τους ναζί κατακτητές ο Σπύρος Κοντούλης της ΑΕΚ στην προσπάθεια του να αποδράσει από το καμιόνι που τον μετέφερε μαζί με άλλους πατριώτες για εκτέλεση από τις φυλακές του Χαϊδαρίου στο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Τη φρίκη του πολέμου πλήρωσε με τη ζωή του και ο Μήτσος Αϊντούκοβιτς του Εθνικού. Ο δυναμικός αμυντικός των «κυανόλευκων» είχε γίνει ψαράς και λίγες ημέρες μετά την Απελευθέρωση της Αθήνας, σκοτώθηκε στο Ελληνικό όταν έσκασε πάνω του μια νάρκη, από τις πολλές με τις οποίες είχαν γεμίσει τους δρόμους της πρωτεύουσας οι Γερμανοί.
Άτυχος στάθηκε και ο Σπύρος Υποφάντης του Παναθηναϊκού, που έχασε το αριστερό του πόδι από αδέσποτο όλμο ο οποίος τον χτύπησε στη διάρκεια των Δεκεμβριανών το 1944. Στο ίδιο τραγικό συμβάν ο διεθνής μέσος των «πράσινων» έχασε την αδελφή του, τον γαμπρό του και το παιδί τους.
Κουρέας ήταν ο σκληροτράχηλος μέσος του Εθνικού Βαγγέλης Μπόλκας, μανάβης ο συμπαίκτης του τερματοφύλακας Γιάννης Σχίζας και ιδιοκτήτης αρωματοπωλείου ο έξω αριστερά της πειραϊκής ομάδας Κώστας Δεληγιώργης. Ο Εθνικός είχε και τραπεζικό υπάλληλο, τον μέσο Γεράσιμο Ιωαννίδη.
Τυπογράφος δήλωνε ο αμυντικός του Απόλλωνα Τάσος Χατζηβασίλης, ενώ ο παρτενέρ του στην άμυνα Χρήστος Γκιζώρης εργαζόταν σε καλυκοποιείο. Φοιτητής ήταν ο νεαρός τερματοφύλακας της σμυρναϊκής ομάδας Γιάννης Οικονομίδης.
Ο φορ των «κυανόλευκων» Χρήστος Ροδόπουλος ήταν ελαιοχρωματιστής και ο Κώστας Βουβουδάκης ψαράς. Ο επιθετικός Κώστας Αντικάκης δούλευε στο Πυριτιδοποιείο. Ο μεγαλύτερος των αδελφών Στράτου, ο Μιχάλης, εργαζόταν στον δήμο Νέας Ιωνίας, ενώ ιδιωτικός υπάλληλος δήλωνε ο μικρότερος, ο Γεράσιμος.
Ιδιωτικοί υπάλληλοι ήταν στην πλειοψηφία τους οι παίκτες. Η λίστα περιλάμβανε τους Κίμωνα Δεληγιάννη, Κώστα Δαμαλά, Αυγουστή Κάτσικα του Απόλλωνα, τους Γιάννη Χέλμη, Νίκο Ζάκκα, Βασίλη Λιοντή, Γιάννη Πανά, Σταμάτη Αλεξίου του Εθνικού, τον Ιάκωβο Αλιφραγκή του Ολυμπιακού, τον μέσο Χαράλαμπο Σάμιο του ΑΟ Παγκρατίου, τον τερματοφύλακα Κώστα Χάρχαλη της Δάφνης Μεταξουργείου, ο οποίος διέπρεψε μεταπολεμικά με τη φανέλα του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Φυσικά, δεν έλειπαν και οι μαθητές, όπως ο Μίμης Χούμης του Εθνικού, ο μικρότερος κατά 6 χρόνια (ίσως και 7) αδελφός του σπουδαίου Κώστα Χούμη. ΟΙ περισσότεροι πάντως έπαιζαν στον Αθηναϊκό, με πιο γνωστούς τον Γιάννη Λύτινα και τον Βασίλη Ζαρκάδη, τον μεγαλύτερο από τα τρία αδέλφια, ο οποίος πήγε αργότερα στον Ολυμπιακό (ο Νίκος και ο Ιάκωβος ήταν βασικά στελέχη του Πανιώνιου). Ο Αθηναϊκός είχε και τον τσαγκάρη στο επάγγελμα Αλέκο Χιονίδη, που έκανε καριέρα μεταπολεμικά με τη φανέλα του Παναθηναϊκού.
Η τραγική υπόθεση Βέλλα
Μαθητής ήταν και ο Ντίνος Βέλλας, ο μόλις 18 ετών τερματοφύλακας του Ολυμπιακού. Η ιστορία του ήταν ιδιαίτερη και συνάμα τραγική. Το «χαμογελαστό παιδί», όπως τον αποκαλούσαν οι έμπειροι συμπαίκτες του, φοιτούσε στην Ιταλική Σχολή. Ήταν ο μικρότερος από τα 4 παιδιά της οικογένειας, του Άρη και των κοριτσιών Ινές και Ναδίρας, οι οποίες υπήρξαν πρωταθλήτριες Ελλάδας στην κολύμβηση και στον κλασικό αθλητισμό. Ο πατέρας του Βέλλα είχε ιταλικές ρίζες, αλλά είχε πολιτογραφηθεί Έλληνας από το 1917 όπως και τα τρία μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας. Για τον Ντίνο δεν χρειάστηκε, αφού γεννήθηκε στον Πειραιά το 1922. Με την είσοδο των κατοχικών δυνάμεων, το 1941, ο Ντίνος συνελήφθη από τους Ιταλούς μαζί με τον αδελφό του. Ο Άρης αφέθηκε ελεύθερος, αφού είχε υπηρετήσει στο βασιλικό Ναυτικό της Ελλάδας. Ο Ντίνος, που δεν είχε κληθεί φυσικά να υπηρετήσει λόγω ηλικίας, εξαναγκάστηκε από τους φασίστες να φορέσει την ιταλική στρατιωτική στολή. Μετά από συνεχείς μετακινήσεις εντός της Αττικής μετατέθηκε στη Ρόδο. Το 1943 ,με τη συνθηκολόγηση που υπέγραψε ο Πιέτρο Μπαντόλιο, οι Ιταλοί έγιναν πια αντίπαλοι των ναζί. Ο Βέλλας, που πάλευε όλο αυτό το διάστημα να αποδείξει ότι είναι Έλληνας και φάνηκε αρχικά ότι θα τα καταφέρει, κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης από τους Γερμανούς και από εκεί και μετά χάθηκαν για πάντα τα ίχνη του, παρά τις τεράστιες προσπάθειες των μελών οικογένειάς του να τον φέρουν ελεύθερο πίσω στον Πειραιά.