Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Ο Τσίρο βυθίστηκε ακόμα περισσότερο στον καναπέ του. Πήρε τζούρα γεμάτη από το τσιγάρο του κι ακόμα μεγαλύτερη γουλιά από το ουίσκι που έπινε.

«Ασάνοβιτς», ξεστόμισε απαλά με ανάλογο, εμφανές χαμόγελο.

Δεν τον διέκοψε κανείς και συνέχισε.

«Όταν πήρε την μπάλα και κινήθηκε προς τ’ αριστερά, γύρισα στους βοηθούς μου».

Άλλη μια τζούρα. Γρήγορη αυτή τη φορά, κοφτή, χωρίς ο καπνός να κατεβαίνει στα πνευμόνια.

«Αυτό θα γίνει γκολ».

Αρκούσαν αυτές οι δύο προτάσεις, οι δυο τζούρες και η μια γουλιά για να το ζήσει ξανά, σε μια συνέντευξή του, να γυρίσει χρόνια πίσω, στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου του ημιτελικού του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1998 με τη Γαλλία στο Stade de France.

Πλέον είχε κορδωθεί και φώναζε. Φώναζε και έβριζε. Ως συνήθως.

«Ο Ζακέ είχε ξεμείνει από ιδέες. Το έβλεπα. Δεν ήξερε τι να κάνει, δεν μπορούσε να σπάσει το παιχνίδι μας. Και εμείς. Εμείς ήμασταν έτοιμοι να τους δείρουμε».

«Ο Ασάνοβιτς προσποιήθηκε με κίνηση προς τ’ αριστερά, γνωρίζοντας πως ο Σούκερ ήταν στα δεξιά. Ήξερα πως το ήξερε. Το είχαμε δουλέψει στην προπόνηση. Ξανά και ξανά. Ήταν μια από τις κομπίνες μας. Και βγήκε. Ο Σούκερ σκόραρε».

Βυθίστηκε ξανά στον καναπέ. Το βλέμμα στον αέρα, χωρίς όμως να βλέπει τίποτα από το σκηνικό της στιγμής και του χώρου, πήρε μια ανάσα, χωρίς καπνό αυτή τη φορά, ήρεμος πάλι.

«Ο Σούκερ σκόραρε. Νόμιζα πως το παιχνίδι είχε τελειώσει».

Δεν είχε. Ενάμισι λεπτό μετά, από το πουθενά, ο Λιλιάν Τουράμ ισοφάρισε. Και στο φινάλε, με δικό του δεύτερο γκολ έδωσε στους τότε οικοδεσπότες το προβάδισμα και εν τέλει την πρόκριση στον Τελικό, αφήνοντας τον Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς, τον Τσίρο και τους Κροάτες με το μεγαλύτερο what if της ποδοσφαιρικής ιστορίας τους.

Και με το ανάθεμα.

Σε 141 συμμετοχές με το εθνόσημο, ο Τουράμ δεν πέτυχε ποτέ γκολ. Ποτέ. Σε εκείνη, τη μία, στο ένα ημίχρονο, στο… μισό δεύτερο του ημιτελικού, βρήκε τα δύο μόνα της διεθνούς καριέρας του.

Σοβαρά τώρα, ποιες είναι οι πιθανότητες;

Ο Ναλιτζής, ο Γ.Χ., ο mister Manos, ο Σούκερ και ο Γιάρνι

Δυόμισι μήνες νωρίτερα από εκείνο το βράδυ της 8ης Ιουλίου στα Ιλίσια Πεδία, στην ψωροκώσταινα, έμπαινε το νερό στο μύλο. Για τον Παναθηναϊκό καθόλου ευχάριστα, μιας και στις 29 Απριλίου με γκολ του Δημήτρη Ναλίτζη γνώριζε την ήττα στον Τελικό του Κυπέλλου από τον Πανιώνιο.

Στην εσωτερική διελκυστίνδα, η κατάκτηση του τίτλου από το μπασκετικό τμήμα για πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια, η οποία ακολούθησε έναν μήνα μετά, άρχισε να αυξάνει την πίεση. Η βαλβίδα κόντεψε να σπάσει, όταν λίγο αργότερα ο Γιώργος Γεωργιάδης (του Χαραλάμπους, ο περίφημος Γ.Χ.) έγινε ο πρώτος ποδοσφαιριστής που αψήφησε -απτά- τις περίφημες πενταετίες που υπέγραφε ο ιδιοκτήτης των «Πρασίνων», Γιώργος Βαρδινογιάννης, με όσους έφερνε ή ανανέωνε στον Παναθηναϊκό.

Πλήρωσε λοιπόν τα 210 εκατ. δραχμές που υπήρχαν στο συμβόλαιό του ως ρήτρα αποδέσμευσης, ισχύουσα όμως μόνο για μεταγραφή στο εξωτερικό, και έτσι έφυγε μετακομίζοντας στη Νιουκάστλ.

Σοκαριστική εξέλιξη για την παναθηναϊκή ποδοσφαιρική κοινωνία. Ακόμα μία. Τα ονόματα που κυκλοφορούσαν τότε ως υποψήφιοι μεταγραφικοί στόχοι ελάχιστα συγκινούσαν. Εκείνο το καλοκαίρι οι «Πράσινοι» ενδιαφέρθηκαν για τον Βασίλη Λάκη (πήγε στην ΑΕΚ), τον Τάκη Φύσσα (αποκτήθηκε τελικά έξι μήνες αργότερα), τον Πέρσι Ολιβάρες (έναν χρόνο μετά “κατηφόρισε”), απέκτησαν τον Κώστα Κιάσσο από τον ΟΦΗ, τον Λεωνίδα Βόκολο από τον Πανιώνιο, τον Βραζιλιάνο Μάουρο Ντα Σίλβα και έφεραν πίσω, “πακέτο” από τον Απόλλωνα, τους νεανίες φερέλπιδες, Γιώργο Καραγκούνη και Κώστα Χαλκιά.

Οι Ουκρανοί επιτελικοί μέσοι, Γιούρι Καλίτβιντσεβ από την Ντιναμό Κιέβου και Γκενάντι Μορόζ από την Κρίβμπας, τον οποίο μάλιστα πρότεινε ο αλλοτινός «Ερυθρόλευκος», συνώνυμός του, Λιτόβτσενκο, δεν προκάλεσαν και καμιά ιδιαίτερη έξαψη στην κοινή γνώμη.

Ούτε και στο επιτελείο, είναι η αλήθεια, παρά το scouting που φέρεται να τους έκανε ο τότε συνεργάτης του προπονητή Βασίλη Δανιήλ, Βαγγέλης Βλάχος, και παρότι μάλιστα ο Μόροζ ήρθε και στην Αθήνα και ξεναγήθηκε ως και στις προπονητικές εγκαταστάσεις του Παναθηναϊκού στην Παιανία.

Το κλίμα άλλαξε, όταν λίγες μέρες μόνο πριν τη σέντρα του Παγκόσμιου Κυπέλλου δημοσιοποιήθηκε το ενδιαφέρον για τον Αλιόσα Ασάνοβιτς. Για την ακρίβεια, έγινε γνωστή η συμφωνία, η οποία μάλιστα είχε επιβεβαιωθεί από τον ίδιο τον «Άσα». Το συνήθιζε, το γούσταρε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης να κυνηγάει και να υπογράφει -αν μπορεί- αναγνωρίσιμους ποδοσφαιριστές πριν τα μεγάλα τουρνουά.

Το κόστος της συμφωνίας εκτιμήθηκε από δημοσιεύματα της εποχής στο 1.2 δισεκατ. δραχμές και ήταν αρκετό να… κροατικοποιήσει όλο το μεταγραφικό θέρος των «Πρασίνων». Το διαχρονικό μα ατελέσφορο φλερτ με τον Νταβόρ Σούκερ αναζωπυρώθηκε ξανά. Η φημολογία ήθελε τον Βαρδινογιάννη να έχει στο συρτάρι του προσύμφωνο με τον Κροάτη φορ, σε περίπτωση που αποδεσμευόταν εκείνο το καλοκαίρι από τη Ρεάλ.

Μέχρι και e-mail του ίδιου του Σούκερ στον Γιώργο Βαρδινογιάννη δημοσιοποιήθηκε, με το οποίο ο 32χρόνος τότε φουνταριστός έλεγε πως, αν δεν φορούσε τα «πράσινα» το καλοκαίρι, τότε θα το έκανε στη χειμερινή μεταγραφική περίοδο.

Συζητήθηκε (ή έστω παρουσιάστηκε έτσι) ακόμα και ο Ρόμπερτ Γιάρνι, τριάμισι χρόνια πριν έρθει τελικά στον Παναθηναϊκό. Στα ντουζένια του, όπως και όλοι οι Κροάτες εκείνης της φουρνιάς. Ενδεικτικό άλλωστε ότι ο διεθνής αριστερός μπακ κατέληξε στη Ρεάλ (αξιοσημείωτος ο τρόπος που έγινε εκείνη η αγορά από τη «Βασίλισσα», η οποία αγόρασε τον Γιάρνι από την Κόβεντρι, μιας και η Μπέτις δεν ήθελε να τον πουλήσει απ’ ευθείας στους Μαδριλένους. Έτσι, επιστρατεύτηκαν οι «γαλάζιοι ουρανοί», αγόρασαν τον Κροάτη και, δεχόμενοι αμέσως ένα εκατομμύριο λίρες παραπάνω για την… εξυπηρέτηση που έκαναν, τον έστειλαν τελικά στο Bernabéu).

Τέτοια και τόση -ως συνήθως- η σεναριολογία που το αυτονόητο, ότι δηλαδή ο Ασάνοβιτς είχε συμφωνήσει, λίγο έλειψε να περάσει σε δεύτερη μοίρα. Και όσο η «Hrvatska» συνέχιζε στο Παγκόσμιο Κύπελλο τόσο πλήθαιναν και οι αμφιβολίες. Παραμονές μάλιστα των ημιτελικών αναπτύχθηκε έντονη φημολογία περί ναυαγίου, μιας και οι μετοχές του 33χρονου μέσου βρίσκονταν μέσω των εμφανίσεών του στα γαλλικά γήπεδα, ξανά, σε limit up και δημοσιοποιούνταν ανησυχίες πως τελικά θα επιδίωκε την εξαργύρωση με την παραμονή σε κορυφαίο επίπεδο και όχι ερχομό στο Ελληνικό Πρωτάθλημα.

Ο Βαρδινογιάννης όμως δεν άφηνε στην τύχη τέτοιες υποθέσεις. Εξαιρετικές έτσι κι αλλιώς οι προσβάσεις του στα Βαλκάνια, πληροφορήθηκε για το στάτους του Ασάνοβιτς πριν το Παγκόσμιο Κύπελλο. η Νάπολι στην οποία αγωνιζόταν είχε υποβιβαστεί στη Serie B, με τον ίδιο να μην ξεχωρίζει από την ομαδική πορεία. Παράταση της συμβίωσης δεν προβλεπόταν, εκατέρωθεν ζητούμενο το “διαζύγιο”.

Και εκεί μπήκε ο Παναθηναϊκός. Ο άνθρωπος του Προέδρου (μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού όλοι όσοι θεωρούνταν τέτοιοι), ο άνθρωπος των ειδικών αποστολών, ο Μάνος Μαυροκουκουλάκης, πριν το καμπ της Εθνικής Κροατίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο, πήγε στο Ζάγκρεμπ, μίλησε με τον Ασάνοβιτς και επί τόπου συμφώνησαν.

Σχεδόν αμέσως έπεσαν και οι υπογραφές, με το (διετές) συμβόλαιο να σφαλίζεται σε θυρίδα τράπεζας του εξωτερικού. Ο Παναθηναϊκός, ανεξαρτήτως αν ο Κροάτης αναιρούσε αργότερα, έκανε δεύτερες σκέψεις, το μετάνιωνε ή κάτι καλύτερο ερχόταν στον δρόμο του, ήταν κατοχυρωμένος.

Και δεν χρειάστηκαν παρά μερικές μέρες μόνο μετά το τέλος του Παγκόσμιου Κυπέλλου ώστε να αποδειχτεί, με τον Τριταθλητή Κόσμου να έρχεται κατακαλόκαιρο στην Αθήνα. Προβλεπόμενα αποθεώθηκε στην άφιξή του, συνοδεία του ατζέντη του, έμεινε για δυο βραδιές στο -σταθερό καταφύγιο μεταγραφικών στόχων και αποκτημάτων του Παναθηναϊκού- Πεντελικόν, πρόλαβε να δώσει μια συνέντευξη με τα σπαστά αγγλικά του, γνωρίστηκε με τον «Καπετάνιο» στο σκάφος του σε μίνι κρουαζιέρα στο Σαρωνικό, προτού επιστρέψει στην πατρίδα του, συνεχίζοντας τις διακοπές του.

Το πρώτο της Κροατίας. Χωρίς καν να υπάρχει

O Παναθηναϊκός ήταν η όγδοη ομάδα στην καριέρα του. Αγωνίστηκε σε άλλες τρεις. Το σύνολο 11 σε 18 χρόνια σταδιοδρομίας που τον έφερε, χώρια της γειτονιάς μας, σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία μέχρι και για μερικά φεγγάρια σε Αυστραλία και Καναδά.

Γέννημα θρέμμα του Σπλιτ, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τη Χάιντουκ. Εκεί ξεκίνησε παιδάκι, εκεί έγινε επαγγελματίας, εκεί πρωτόφτιαξε τ’ όνομά του. Ο διορατικός Πρόεδρος της Μετς, Κάρλο Μολινάρι, τον είχε καπαρώσει από το καλοκαίρι του ’88, παρότι έπρεπε να περιμένει δύο χρόνια ώστε να ολοκληρώσει τις (ανυπέρβλητες για κάθε Γιουγκοσλάβο) στρατιωτικές υποχρεώσεις του.

Σοφή κίνηση. Όταν, για τα δεδομένα των ημερών μας σιτεμένος, στα 25 του, πήγε στο Championnat, ο Ασάνοβιτς είχε μόλις αναγορευτεί κορυφαίος παίκτης του Γιουγκοσλαβικού Πρωταθλήματος, προσπερνώντας ακόμα και τον Ντράγκαν Στόικοβιτς. Ο Σέρβος το ίδιο καλοκαίρι πήγε στην Πρωταθλήτρια Μαρσέιγ, ο Κροάτης, δεσμευμένος έτσι κι αλλιώς από το αρχικό καπάρο, στην 14η της προηγούμενης σεζόν, Μετς.

Μια χρονιά πέρασε εκεί. Μόνο. Είχε την επιλογή να πάει στην Μπορντό το επόμενο καλοκαίρι. Η προσφορά από τις Κάννες ήταν καλύτερη οικονομικά. Αυτό μέτρησε, αυτό έγειρε στην απόφασή του, την πιο λανθασμένη επαγγελματικά, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει πλέον, της ζωής του.

Και αυτό, παρότι στην Κυανή Ακτή συνυπήρξε (στην επίσης μια σεζόν που αγωνίστηκε εκεί) με έναν νέωπα, πολύ μικρότερό του, μα ήδη με χαραγμένη πορεία μεγαλείου μπροστά του. Ο (19χρονος τότε) Ζινεντίν Ζιντάν ήταν. Το «10» στην πλάτη ο Κροάτης ήταν αυτός που το φόρεσε πάντως εκείνη την χρονιά, το τέλος της οποίας τους βρήκε αμφότερους να αποχωρούν από τις Κάννες. Η θέση της Μπορντό ήταν ακόμη ανοιχτή, όμως πλέον οι Γιρονδίνοι μάτια είχαν μόνο για τον «Ζιζού», με τον «Άσα» να ολοκληρώνει τη γαλλική του θητεία μετακομίζοντας για την επόμενη διετία στη Μονπελιέ.

Αυτή η τετραετία λογίζεται από τον ίδιο ως η καλύτερη της καριέρας του. Περί ορέξεως. Σε καμία περίπτωση πάντως δεν συνέβαλε στην αναγνώριση, στην καταξίωσή του. Ούτε βοήθησε και η πανσπερμία “δεκαριών” της εποχής, με τους «Plavi» απανταχού, Σέρβους και Κροάτες, να βγάζουν εκείνα τα χρόνια τους καλύτερους επιτελικούς της ιστορίας τους.

Και παρότι “δεκάρι” ακριβώς δεν τον λες, ο ανταγωνισμός ήταν τέτοιος που πάντα, σε μάτια τουλάχιστον απαίδευτα, στη συζήτηση έμπαινε κάτω από τους Σέρβους Ντράγκαν Στόικοβιτς και Ντέγιαν Σαβίτσεβιτς και τους πατριώτες του Ζβόνιμιρ Μπόμπαν και Ρόμπερτ Προσινέτσκι.

Αυτή η αναγνώριση κυρίως ήρθε μέσω της Εθνικής Κροατίας, της οποίας αποτέλεσε δομικό κομμάτι. Η φουρνιά, των τελών της δεκαετίας του ’80 ήταν ένας από τους πιο κομβικούς πολιορκητικούς κριούς του μετέπειτα (πρώτου) Προέδρου της ανεξάρτητης Κροτίας, Φράνιο Τούτζμαν, στην προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης.

Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, οπότε και ήταν η τελευταία φορά που παρουσιάστηκε ενιαία Εθνική Γιουγκοσλαβίας, χωρίς μάλιστα τον τιμωρημένο από την Ομοσπονδία Ζβόνιμιρ Μπόμπαν, εξαιτίας της ιστορικής κλωτσιάς που είχε δώσει στον αστυνομικό στα έκτροπα που σημάδεψαν το ανοιξιάτικο παιχνίδι (και πολλά περισσότερα) Πρωταθλήματος Ντιναμό Ζάγκρεμπ-Ερυθρός Αστέρας, η πρώτη κίνηση απόσχισης έγινε μέσω του ποδοσφαίρου.

Οι Κροάτες συνέθεσαν μια “Εθνική” ομάδα και προγραμμάτισαν φιλικό παιχνίδι στις 17 Οκτωβρίου 1990 στο Maksimir του Ζάγκρεμπ κόντρα στις ΗΠΑ. Ένα αντιπροσωπευτικό συγκρότημα μιας χώρας που δεν υπήρχε (ακόμη) κόντρα σε αυτό της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη. Οι συμβολισμοί προφανείς, λίγους μόνο μήνες πριν ουσιαστικά ξεκινήσει ο πολυετής γιουγκοσλαβικός εμφύλιος.

Ακριβώς εξαιτίας των συνθηκών (δεν υπήρχε Κροατία…), η διεξαγωγή ενός τέτοιου παιχνιδιού έπρεπε να περάσει από το διοικητήριο του ενιαίου γιουγκοσλαβικού ποδοσφαίρου. Και εννοείται πως, ακόμα και υπό το προπολεμικό χάος που επικρατούσε στην χώρα, κάτι τέτοιο, συντεταγμένα και ενσυνείδητα, δεν θα γινόταν ποτέ.

Έλα όμως που Γενικός Γραμματέας της Γιουγκοσλαβικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας ήταν ένας Κροάτης, ο Άντε Πέτροβιτς. Το πήρε πάνω του λοιπόν, δεν ζήτησε καμία άδεια και υπέγραψε αυτός τα απαιτούμενα έγγραφα, δίνοντας την άδεια για να γίνει το παιχνίδι, το οποίο μάλιστα αναγνωρίστηκε και έγινε δεκτό και από τη FIFA.

Παιχνίδι -επαναλαμβάνεται και υπογραμμίζεται- μιας Εθνικής ομάδας η οποία τότε δεν προερχόταν από χώρα. Δεν υπήρχε χώρα. Δεν αναγνωριζόταν πουθενά, σε κανέναν χάρτη, δεν υπήρχε σε κανένα καταστατικό, δεν προβλεπόταν σε καμία συνθήκη. Θα ήταν όμως πρακτικά η αθλητική, ποδοσφαιρική, ανακοίνωση ανεξαρτησίας των Κροατών. Ή, έστω, το πρελούδιο αυτής, η ξεκάθαρη έμπρακτη πρόθεσή τους.

Αναμενόμενα, η Γιουγκοσλαβική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, έστω και κατόπιν εορτής, αντέδρασε, απειλώντας με βαρύτατες τιμωρίες όσους Κροάτες ποδοσφαιριστές έπαιρναν μέρος στο συγκεκριμένο παιχνίδι. Τους εκτός όμως συνόρων δεν μπορούσε να τους αγγίξει. Και έτσι, η ομάδα που συστήθηκε για να παραταχθεί σε εκείνο το φιλικό αποτελούνταν αποκλειστικά από λεγεωνάριους.

Ο Ασάνοβιτς, ο οποίος μετρούσε μόνο λίγους μήνες στην ξενιτιά, φυσικά ήταν στην πρώτη γραμμή. Για να πάει μάλιστα και να μην λείψει από τη Μετς, ο ιδιοκτήτης του γαλλικού συλλόγου τού διέθεσε το ιδιωτικό αεροσκάφος του. Τετάρτη απόγευμα τον πήγε στο Ζάγκρεμπ Γιουγκοσλάβο. Τετάρτη μεσάνυχτα τον γύρισε στη Γαλλία διεθνή Κροάτη πια, έχοντας μάλιστα πετύχει και το πρώτο γκολ της ιστορία της «Hrvatska», ανοίγοντας το σκορ στο 2-1 επί των γιάνκηδων.

Ο ηγέτης

Άλλα δύο πέτυχε και τα δύο σ’ ένα φιλικό με την Ιαπωνία, στις 62 συνολικά συμμετοχές του με το εθνόσημο. Ελάχιστα. Το γκολ, παρότι στο ξεκίνημά του ήταν σταθερά στο ρεπερτόριό του, όσο μεγάλωνε τόσο σπάνιζε. Στην «Hrvatska» προφανώς δεν έλειψε. Όπως δεν έλειπαν και οι ασίστ, μα μερικές δικές του μνημονεύονται εσαεί από τους συμπατριώτες του.

Η μία ήταν εκείνη στον Σούκερ στον ημιτελικό του ’98. Είχε προηγηθεί μια άλλη, στο παρθενικό παιχνίδι της ανεξάρτητης και με τη βούλα πια Κροατίας σε τελικά μεγάλης διοργάνωσης, στο Euro 1996, στον (επίσης μετέπειτα «Πράσινο») Γκόραν Βλάοβιτς, ο οποίος χάρισε τη νίκη κόντρα στην Τουρκία.

Η ταχύτητα ποτέ δεν ήταν χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του. Ειδικά στα ποδοσφαιρικά γεράματα θύμιζε βασιλιά στο σκάκι. Μετρημένες κινήσεις, με ή χωρίς την μπάλα στα πόδια, σε απολύτως ξεκάθαρα τετραγωνικά, χωρίς διάθεση και ευχέρεια για να δείξει πράγματα που δεν είχε, δεν ήξερε, δεν έκανε και δεν μπορούσε.

Βασιλιάς όμως σε κάθε περίπτωση. Με το ζερβό του (είχε και το δεξί, παρότι λησμονείται) να στέλνει την μπάλα όπου γούσταρε. Με τη διορατικότητα στο γήπεδο να ξεχειλίζει και να υποκαθιστά οποιοδήποτε φυσικό μειονέκτημα. Με μπόι και σωματοδομή που, έτσι κι αλλιώς, τον ξεχώριζαν. Με guts, με χαρακτήρα, με προσωπικότητα, με θράσος, με τσαμπουκά.

Και με αυτούς τους αγκώνες. Ο τρόπος που τους κρατούσε ψηλά, αυξάνοντας το εμβαδό του, χρησιμοποιώντας τους για να αυξήσει την απόσταση από τους αντιπάλους, αξιοποιώντας τους για να προστατεύσει την μπάλα, για να δημιουργήσει χώρο και χρόνο ώστε να φτιάξει, να δει και να μοιράσει παιχνίδι, στα όρια -και ενίοτε, αν όχι συνήθως, ξεπερνώντας τα- του νόμιμου και του επιτρεπτού, σε σκηνικό επαναλαμβανόμενο, χαρακτηριστικό (του) που περισσότερο χορογραφία θύμιζε, παρότι δεν καλούσε, αλλά απωθούσε τους παρτενέρ του στο χορτάρι. «Vatreni laktovi»«Αγκώνες της φωτιάς».

Έτσι τον ξεχώρισαν, με αυτή την φράση που τον συνόδευσε σε όλη του την καριέρα, οι συμπατριώτες του. Το σοφιστικέ στιλ του, το οποίο προσέδιδε στη γοητεία του («zgodni dečko»«το όμορφο αγόρι» δηλαδή, ένα άλλο, αποκλειστικά λόγω εμφάνισης πλέον, συνοδευτικό από τα πατριωτάκια του), τον μετέτρεψε σε «καθηγητή» στα μέρη μας. Έμοιαζε, (του) ταίριαζε.

Οι προσδοκίες που γέννησε ο ερχομός του δεν επιβεβαιώθηκαν, παρότι τα εισόδιά του ήταν εντυπωσιακά. Στα δύο πρώτα του παιχνίδια στα πράσινα, στα προκριματικά του Champions League κόντρα στην Στεάουα, σκόραρε. Το πρώτο γκολ στο πρώτο ματς στο Βουκουρέστι (2-2) και το τελευταίο στη ρεβάνς (6-3) στο ΟΑΚΑ. Και έτσι, αυτό που δεν είχε ζήσει στην μέχρι εκείνη την στιγμή καριέρα του, το «σεντόνι», το βίωσε στην πρώτη του σεζόν στον Παναθηναϊκό (σε όμιλο με Άρσεναλ, Λανς και Ντιναμό Κιέβου).

Μέχρι τότε είχε φτάσει πιο κοντά σε ομίλους το καλοκαίρι του ’96. Είχε επιστρέψει στη Χάιντουκ, τότε όμως ο Παναθηναϊκός ήταν αυτός που είχε ξεκινήσει την ιστορική πορεία του για την τετράδα της διοργάνωσης, αποκλείοντας την Πρωταθλήτρια Κροατίας και στέλνοντάς τον, ξανά, μιας και δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει στο ρόστερ της, στην ξενιτιά, με μεταγραφή στη Βαγιαδολίδ.

Ο χρόνος του στη δεύτερη χρονιά στον Παναθηναϊκό -πρώτη του Γιάννη Κυράστα στα ηνία- ολοένα και έφθινε και έτσι η αποχώρησή του στο τέλος της ούτε ξάφνιασε ούτε και προβλημάτισε. Αφού κρέμασε τα εξάταπα, άνοιξε μαζί με την -εν διαστάσει πλέον- σύζυγό του, Καταρίνα, ένα από τα πλέον ονομαστά εστιατόρια στο Σπλιτ, το Le Monde (προφανείς οι γαλλικές επιρροές). Προσπάθησε για προπονητική, χωρίς όμως να του βγει, παρά μόνο και πάλι στην «Hrvatska», διατελώντας assistant επί ημερών Σλάβεν Μπίλιτς.

Είδε τον γιο του, Αντόνιο, να ακολουθεί τα ποδοσφαιρικά πατρικά χνάρια (ως στόπερ αυτός), χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία και πορεία, δικαιολόγησε το «όμορφο αγόρι» κάνοντας μέχρι και το μοντέλο (παρότι ριζικά αλλαγμένος πια, με κάποια παραπανίσια κιλά και πολλά περισσότερα γένια) για την σχεδιάστρια ρούχων κόρη του, Άννα-Μάρια, η οποία και τον έκανε παππού, χαρίζοντας πια στην εγγόνα του, τη Ζόρκα, όλον του τον χρόνο.

Εκτός από όταν βλέπει Εθνική Κροατίας. Τα πάθη, οι εξαρτήσεις δεν κόβονται, δεν σταματάνε. Και συνήθως είναι αμφίδρομα. Ή, έστω, ανατροφοδοτούνται εκατέρωθεν. Και ειδικά στην περίπτωση του Ασάνοβιτς ισχύει απόλυτα.

Το βεβαιώνει και ο Τσίρο, βυθισμένος σε εκείνο τον καναπέ, με το τσιγάρο να καίγεται στο τασάκι, το μπουκάλι να γεμίζει συνεχώς το ποτήρι και αυτός να αφηγείται, να θυμάται σε πάντα διαφορετικές, πάντα ιδιαίτερες εξομολογήσεις και πάντα καθηλώνοντας το όποιο ακροατήριό του.

«Όλοι πίστευαν πως ο Μπόμπαν ήταν ο ηγέτης. Λογικό. Έξι χρόνια ήμουν προπονητής της Κροατίας και σας βεβαιώνω πως ο πραγματικός ηγέτης ήταν άλλος. Ο Αλιόσα Ασάνοβιτς. Ήταν αυτός που έσπρωχνε τους υπολοίπους, αυτός που έδινε το παράδειγμα στον Μπόμπαν, στον Μπόκσιτς, στον Στίματς, σε όλους, αυτός που θα έβαζε τις φωνές, αυτός που όλοι σέβονταν, αυτός στον οποίον όλοι πρόστρεχαν.

Αυτός στον οποίον απευθυνόμουν και εγώ. Το ήξερε, του το είχα πει.

Ευτυχώς δεν μου πήρε πολύ για να ανακαλύψω ποιος ήταν ο Αλιόσα Ασάνοβιτς».

Πηγή: Athletes’ Stories