Εάν με ρωτούσατε πριν από μία εβδομάδα, θα έλεγα ότι η εικόνα της χρονιάς, σε ό,τι αφορά τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, ήταν το βλέμμα με το οποίο γύρισε από τα αποδυτήρια μετά τον τραυματισμό του στην Ατλάντα.
«Όσο είμαι όρθιος, δεν υπάρχει δύναμη να με κρατήσει εκτός μάχης μέσα στους τελικούς», έλεγε.
Η αρχική εκτίμηση του ιατρικού επιτελείου, με το αποτέλεσμα της μαγνητικής τομογραφίας στα χέρια, ήταν: «Πλέι-οφ τέλος για τον Γιάννη».
Ουδείς μπορούσε να διανοηθεί ότι αθλητής με τέτοιον τραυματισμό θα επέστρεφε μετά από μία εβδομάδα και θα έπαιζε 40 λεπτά δύο μέρες αργότερα.
Είναι, με μία λέξη, ασύλληπτο, ιδίως όταν συγκριθεί με τη μυγιαγγιξιά του Χάρντεν και του Τρέι Γιανγκ. Στον Γιάννη αξίζει δαχτυλίδι και μόνο για τη συμμετοχή του.
Από χθες, υπάρχει κάτι άλλο. Η εικόνα που ενσαρκώνει τη διακαή επιθυμία και την αυταπάρνηση του Γιάννη είναι εκείνο το τάιμ-άουτ στο πρώτο ημίχρονο του δεύτερου τελικού.
Τότε που έδιωξε τους προπονητές, κάθισε κάτω τους συμπαίκτες και τους έβαλε τις φωνές. Δεν ήμουν σε θέση να διαβάσω τα χείλη του, αλλά μπορούσα να διαβάσω τα μάτια του.
«Ξυπνήστε, μωρέ! Δείξτε λίγο πάθος! Δεν παίζουμε αγώνα επίδειξης! Είναι η ευκαιρία μιας ζωής!»
Αλίμονο, όμως, απευθυνόταν σε τοίχο. Το απλανές βλέμμα των συμπαικτών του, όχι μόνο χθες αλλά και στον πρώτο τελικό, όχι μόνο στους τελικούς αλλά και στους προηγούμενους γύρους, όχι μόνο φέτος αλλά και πέρυσι και πρόπερσι, μαρτυρούσε μία ομάδα έτοιμη για όλα εκτός από τη νίκη.
Συμβιβασμένη με την ήττα. Παραδομένη στη μοιρολατρία. Πιστή στην παράδοση του Μιλγουόκι, που έχει συνηθίσει να κάθεται στο πίσω κάθισμα.
Ο Γιάννης, με τα τεράστια χέρια, τα τεράστια κανιά και την τεράστια καρδιά του, είναι σε θέση να οδηγήσει το όχημα και από το πίσω κάθισμα. Οι άλλοι όμως πώς θα βολευτούν;
Δεν αρκεί να τραβήξουν κουπί σαν σκλάβοι. Πρέπει να φορέσουν και γαλόνια. Να ανεβούν στην πλώρη. Να μουσκέψουν από την κύμα. Να αντέξουν την καταιγίδα.
Ο Γιάννης δεν είναι κανένας χτεσινός. Καταλαβαίνει ότι βρίσκεται στο πηδάλιο μίας ομάδας σχεδόν ακυβέρνητης και ότι δίπλα του έχει συνταξιδιώτες γαλουχημένος με τη νοοτροπία του ναύτη.
Με το δυσβάσταχτο 0-2 στην καμπούρα του, δεν έχει άλλη επιλογή, παρά να τους βοηθήσει να μεγαλώσουν.
Οι Μιλγουόκι Μπακς εμφανίζονται σε κάθε γύρο ανέτοιμοι σε βαθμό κωμικό. Στα δόντια κρατούν όχι μαχαίρι, αλλά σοκολάτα γάλακτος και μάλιστα χωρίς αμύγδαλα, για να πηγαίνει κάτω πιο εύκολα.
Το αγωνιστικό πλάνο τους, ίδιο και σχεδόν απαράλλαχτο όποιος και αν είναι ο αντίπαλος, γίνεται παιχνιδάκι στα χέρια προπονητών και παικτών που γνωρίζουν ανάγνωση.
Τα χέρια τρέμουν όποτε το μυαλό προφταίνει να σκεφτεί. Μία καλή εμφάνιση γίνεται όχι εφαλτήριο για την επόμενη, αλλά άλλοθι για την κακή που κατά κανόνα ακολουθεί.
Οι Μπακς είναι πολύ καλή ομάδα, σχεδόν ομαδάρα, αλλά «ειδικών συνθηκών». Όχι για όλες τις βραδιές.
Πρέπει να στοιχηθούν σωστά οι πλανήτες για να παίξουν μεγάλο μπάσκετ: να μπουν τα τρίποντα, να σουτάρουν καλά ο Μίντλετον και ο Χολιντέι, να αμελήσει ο αντίπαλος να εκμεταλλευτεί τα αργά πόδια του Λόπεζ, να τραυματιστεί κανένας φουκαράς, να κοιμηθεί ο προπονητής των άλλων, να κοιμηθούν οι θεοί, να ξυπνήσει ο «Μπαντ», να ξυπνήσει το «θέλω», να θέλουν όλοι.
Να γίνουν όλοι σαν τον Γιάννη. Με αυτόν στο παρκέ, το κοντέρ γράφει +4. Χωρίς αυτόν, -27. Σε …εικοσιένα λεπτά!
Η απειρία είναι χρήσιμη δικαιολογία, αλλά το παραμύθι δεν έχει δράκο. Οι Σανς είναι λιγότερο έμπειροι και λιγότερο ποιοτικοί σε έμψυχο υλικό. Έχουν όμως καλύτερη καθοδήγηση από τον πάγκο και καλύτερο κουμάντο στο παρκέ.
Ο Κρις Πολ και ο Ντέβιν Μπούκερ φτάνουν στα αγαπημένα τους sweet spots για να σουτάρουν (ή να δημιουργήσουν) σχεδόν χωρίς αντίσταση.
Το ίδιο συνέβη στον προηγούμενο γύρο με τον Γιανγκ, πιο πριν με τον Κάιρι, ακόμα πιο πριν με τον Ντράγκιτς, καλύτερα να μην ανοίξουμε συζήτηση για τον Κέβιν Ντουράντ.
Οι προπονητές των Μπακς έχουν παγιδευτεί από τα analytics και δίνουν πολύ midrange, σε μια ομάδα όμως που (όπως και οι προηγούμενες) κάνει θραύση στον συγκεκριμένο τομέα.
Στο δεύτερο ματς, οι Μπακς προσπάθησαν να προστατεύσουν το μαλακό υπογάστριο της άμυνάς τους, αλλά έγιναν ευάλωτοι στο τρίποντο (20 στα 40) σαν να ήταν η ομάδα του Τζέισον Κιντ.
Πώς γίνεται να μη παίζει άμυνα και να ψάχνει νίκες με την επίθεση μία ομάδα στην οποία συνυπάρχουν ο Γιάννης, ο Τάκερ, ο Μίντλετον και ο Χόλιντεϊ; Πώς είναι δυνατόν τέτοια ομάδα να μη μπορεί να καμουφλάρει μία τρύπα;
Η άμυνα θα δώσει την αυτοπεποίθηση και η αυτοπεποίθηση θα φέρει την ευστοχία. Δεν λειτουργεί ανάποδα αυτή η εξίσωση.
Ο αδύναμος κρίκος στα μετόπισθεν είναι προφανέστατα ο Μπρουκ Λόπεζ (που και αυτός είναι καλός rim protector όταν ο αντίπαλος ποστάρει), αλλά το small ball δημιουργεί άλλο πρόβλημα.
Όταν ο Λόπεζ μένει στον πάγκο, το «πεντάρι», δηλαδή ο Γιάννης, μαρκάρει στην περιφέρεια. Είναι αδύνατο να ασχοληθεί και με το αμυντικό ριμπάουντ.
Οι Φίνιξ Σανς σφράγισαν τη δεύτερη νίκη με τα τρία επιθετικά ριμπάουντ που μάζεψαν στο τελευταίο τρίλεπτο, επειδή ακριβώς είχαν την οδηγία να τα κυνηγούν σαν μανιασμένοι ελλείψει αντίπαλου ψηλού.
Οι Μπακς τι είδους οδηγία είχαν, για να αναπληρώσουν, τουλάχιστον, την αιμορραγία με το ίδιο νόμισμα;
Μολονότι είχαν στις τάξεις τους το τέρας που δεν σταματιέται με τίποτε στο βαμμένο, εκτελούν τις μισές επιθέσεις με τριποντάκια ακόμα και σε βραδιές αφλογιστίες.
«Thank you very much», είπαν οι Σανς όταν είδαν τους Μπακς να δοκιμάζουν σουτ από τα 7,25 μ. (Κόνατον) στο 103-97, σε συνθήκες μισάνοιχτου γηπέδου.
Κάπου εκεί εκτόξευσα την τηλεόραση από το μπαλκόνι στον κήπο για τέταρτη φορά μέσα στα φετινά πλέι-οφ και δεν είχα άλλο κουράγιο. Πήγα για ύπνο.