Του Βασίλη Σαμπράκου
Σαν μεγάλο παιδί που είμαι, την θυμάμαι καλά την έκρηξη στην απήχηση του μπάσκετ στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η εποχή με έβρισκε στην εφηβεία μου, και γι’ αυτό το έζησα και το θυμάμαι πολύ καλά αυτό το φαινόμενο με τις μπασκέτες που ξεφύτρωναν, κυριολεκτικά, παντού και με τα γήπεδα μπάσκετ που ξαφνικά εμφανίζονταν μπροστά σου στη θέση μιας αλάνας. Όλο αυτό που συμβαίνει σήμερα με τα γήπεδα τένις, τα οποία έχουν φυτρώσει παντού, μου θυμίζει πολύ το σκηνικό που έζησα μετά από το ’87. Διότι όλο αυτό που συμβαίνει στην διάρκεια της τελευταίας 2ετίας με το τένις δεν έχει προηγούμενο στην Ελλάδα της τελευταίας 30ετίας με κανένα άθλημα – τέτοια έκρηξη στην δημοφιλία ενός αθλήματος είχε να συμβεί από την εποχή της ανάπτυξης του μπάσκετ.
Τότε, το ’87, ήταν ο Νίκος Γκάλης και “τα άλλα παιδιά”, που το έκαναν, με την επιτυχία που καθόρισε το άθλημα στη χώρα. Σήμερα έχει δημιουργηθεί ένα άλλο ενδιαφέρον μείγμα: οι επιτυχίες του Στέφανου Τσιτσιπά και της Μαρίας Σάκκαρη και ο COVID 19.
Από μόνες τους, οι επιτυχίες του Τσιτσιπά και της Σάκκαρη είναι δεδομένο ότι θα ανέβαζαν τον δείκτη της απήχησης του αθλήματος στη χώρα και θα έσπρωχναν αρκετά παιδιά προς αυτό, αλλά δεν θα μπορούσαν να γίνουν ικανές να γεμίσουν με γήπεδα τένις τη χώρα και ειδικά τις μεγάλες πόλεις. Ο συγχρονισμός των επιτυχιών των αθλητών με την αρχή της πανδημίας λειτούργησε ως επιταχυντής που ευνόησε αδιανόητα την διάδοση και τον “εκδημοκρατισμό” του αθλήματος, το οποίο έπαψε να είναι άθλημα που απασχολεί ενεργητικά μόνο την ελίτ. Στον καιρό του COVID το τένις ήταν το μόνο “επιτρεπτό” σπορ, και αυτή η πραγματικότητα έστειλε αμέτρητους ανθρώπους σε ένα κορτ για να το δοκιμάσουν ή να επιχειρήσουν να βελτιωθούν σε αυτό προκειμένου να βρουν μια “επιτρεπτή” και “ασφαλή” αθλητική δραστηριότητα.
Σήμερα στην Αττική επικρατεί ένα καθεστώς πραγματικού συνωστισμού στα δημόσια και ιδιωτικά γήπεδα τένις. Οι ιδιωτικές εγκαταστάσεις αυξάνονται με ρυθμό που αδυνατεί να τον παρακολουθήσει το ανθρώπινο μάτι, αφού διαρκώς ξεφυτρώνουν νέα γήπεδα είτε πλάι στα ήδη υπάρχοντα είτε αλλού επειδή ένας ιδιώτης “κλείνει” την “5Χ5” εγκατάστασή του για να την μετατρέψει σε γήπεδο τένις και να εκμεταλλευτεί εμπορικά το ρεύμα που έχει δημιουργηθεί υπέρ του Covid safe αθλήματος.
Σήμερα είναι μεγαλύτερη από ποτέ η ευκαιρία του τένις να εκμεταλλευτεί το ρεύμα, και το εμπορικό ενδιαφέρον που αυτό έχει δημιουργήσει, προκειμένου να φέρει στην Ελλάδα ένα τουρνουά επαγγελματιών και να παγιώσει αυτή την εποχιακή δυναμική που έχει δημιουργήσει το άθλημα στη χώρα. Η Ομοσπονδία του τένις κυνηγάει εδώ και καιρό ένα ATP 250 Prize Money τουρνουά των ανδρών ή ένα WTA Prize Money τουρνουά των γυναικών. Δυσκολεύεται να το “πάρει” για μια σειρά από λόγους και αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις που επιχειρεί να ξεπεράσει. Ένα ζήτημα είναι η εγγυητική επιστολή προς την ATP, την παγκόσμια ομοσπονδία, για τα έπαθλα που θα μοιράζει στους αθλητές σε έναν 5ετή κύκλο ζωής του τουρνουά. Ένα δεύτερο είναι αυτό που αφορά την εγκατάσταση: ένα “κλειστό” γήπεδο με σκληρή επιφάνεια, που να πληροί τις προδιαγραφές, ή ένα ανοιχτό γήπεδο με χωμάτινη επιφάνεια. Το κλειστό γήπεδο μπάσκετ των Ολυμπιακών Εγκαταστάσεων, η ιδιωτική εγκατάσταση στο Τατόι, το Παναθηναϊκό Στάδιο με τη δημιουργία χωμάτινου γηπέδου είναι οι επιλογές που έχουν εξεταστεί μέχρι σήμερα.
Θεωρητικά, όποια εγκατάσταση και αν επιλέξει, αν η ελληνική ομοσπονδία βρει τους χορηγούς που θα εγγυηθούν προς την παγκόσμια ομοσπονδία την οικονομική συνέπεια για μια 5ετία, θα καταφέρει να “αγοράσει” ένα τουρνουά – δηλαδή να πάρει τη θέση μιας εκ των άλλων πόλεων/χωρών που σήμερα φιλοξενούν αυτά τα τουρνουά. Και αυτό είναι που πρέπει να γίνει το όραμα αυτών που διοικούν σήμερα την ομοσπονδία του τένις. Διότι αν ο Τσιτσιπάς ή η Σάκκαρη, μαζί με τους υπόλοιπους σταρ τενίστες και τενίστριες αρχίσουν να έρχονται στην Ελλάδα και οι Έλληνες αποκτήσουν μαζικά την ευκαιρία να παρακολουθήσουν δια ζώσης τένις του κορυφαίου επιπέδου σε διάρκεια μιας 5ετίας είναι βέβαιο ότι το άθλημα θα παγιώσει την σημερινή δυναμική του και δεν θα “εξαρτάται” από τις φοβίες που έχει δημιουργήσει ο covid στους Ελληνες. Η ρακέτα θα εξελιχθεί σε … επίσημη αγαπημένη, και η νέα πραγματικότητα θα τονώσει πολύ τον αθλητικό τουρισμό.
Δεν είμαι σε θέση να ξέρω αν μπορεί να την αρπάξει αυτή την πρόκληση η ελληνική ομοσπονδία. Η ευκαιρία που βλέπω πάντως είναι η μεγαλύτερη που δόθηκε ποτέ σε ένα άθλημα στη χώρα μετά την έκρηξη του μπάσκετ, και η Ελλάδα έχει να κερδίσει πολλά αν καταφέρει να την αξιοποιήσει.
Πηγή: Gazzetta