Του Γιώργου Καραμάνου
Γυναικάς, πότης, απατεώνας. Το χρυσό αγόρι που μοίρασε το όνειρο μεταξύ δόξας και κόλασης. Ενας βρώμικος Θεός του πεζοδρομίου. Μία ιδιοφυΐα καταδικασμένη να ζει σε ένα αδάμαστο -τρωτό στα πάθη- κορμί.
Μία τσόχα στρωμένη, ένα ξεθωριασμένο γήπεδο γεμάτο στάχτες από τα τα φρεσκοδιπλωμένα “Hoyo de Monterrey Epicure”. Κανείς από τους τρεις τους δεν θα βρωμοκοπάει το δωμάτιο με κάτι λιγότερο από το αγαπημένο πούρο του Φιδέλ. Η συζήτηση δεν θα έχει κανένα απολύτως νόημα. Τα απανωτά σφηνάκια από το “Carta Blanca”, το αγαπημένο λευκό ρούμι του Ερνέστο, έχει ήδη γίνει αγαπημένο και των τριών. Ο ουτοπικός σοσιαλισμός, η αιώνια επανάσταση. Ετσι λογικά θα φουντώνει η κουβέντα. Μα πάντοτε θα τους ξελογιάζουν άλλα πράγματα στο φινάλε. Είναι εκείνο το αέναο σλάλομ και το ατέρμονα υψωμένο χέρι στον αέρα. Ο Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα πάντοτε θα ζητούν από τον Μαραντόνα να τους τα διηγηθεί ξανά και ξανά. «Λοιπόν, Ντιεγκίτο, για πες μας για εκείνη τη μέρα της Ανάληψής σου. Πες μας, από ποιον απόκοσμο πλανήτη μας ήρθες... ;»
Τα συγκρατημένα πάθη δημιουργούν συνηθισμένους ανθρώπους, ενώ αντιθέτως, τα μεγάλα πάθη είναι τόσο σπάνια, όσο και οι μεγαλοφυΐες. Τον Ντιεγκίτο, οι Μοίρες τον τοποθέτησαν στη δεύτερη κατηγορία. Τον έντυσαν μάλιστα με ανθρώπινη μορφή, ώστε να μπορέσουμε να τον αποδεχτούμε πιο εύκολα στη Γη. Οπως έκαναν και οι αρχαίοι με τους Θεούς του Ολύμπου. Ετσι κι εκείνος ήταν φτιαγμένος μέσα από τις πιο κοινές και μεγαλύτερες αμαρτίες. Τις κουβάλησε όλες στο σώμα, στο μυαλό και στην ψυχή του. Τα πάντα έμελλε να τα βιώσει στην απόλυτη υπερβολή τους. Μπορούσε να κλάψει για το οτιδήποτε, ως ένας σκληρός και την ίδια στιγμή ευάλωτος αρτίστας.
Ο Μαραντόνα ήταν πάντα πολλοί άνθρωποι μαζί. Για τους οπαδούς του όμως υπήρξε ένας Θεός που όταν θα πέθαινε, δίλημμα δεν θα υπήρχε κανένα: μοναδικός προορισμός θα ήταν η κόλαση, επειδή βγήκε την ίδια στιγμή από τη μήτρα του Πλάστη και του Διαβόλου. Τον αποδέχτηκαν και τον αγάπησαν όμως έτσι. Είναι αυτοί οι οπαδοί του που, όπως έγραφε και ο παππούς του ποδοσφαίρου, Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Τον λάτρευαν και για τις δύο ιδιότητές του. Δεν θαύμαζαν μόνο το γκολ του καλλιτέχνη, αλλά και το γκολ του κλέφτη. Και ίσως μάλιστα περισσότερο αυτό, εκείνο το χέρι που έκλεψε».
Για όσους επέλεγαν πάντοτε να κριτικάρουν την εικόνα του ραγισμένου ειδώλου, την καρικατούρα στην εξέδρα που βρισκόταν μεταξύ έκστασης και ντάγκλας, η μοναδική εξήγηση είναι ότι δεν κατανόησαν ποτέ το πραγματικό σενάριο αυτής της καταδικασμένης στα πάθη ζωής. Δεν μπόρεσαν να δουν πως πλάι στα γηπεδικά υπέροχα ακροβατικά του μάγου, πορευόταν παράλληλα ένας τρωτός θεός. Ενας αμαρτωλός, ο πιο ανθρώπινος των θεών. Μπορούσες εύκολα να αναγνωρίσεις στο πρόσωπό του όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες συμπικνωμένες, ή τουλάχιστον τις αρσενικές αδυναμίες: ήταν γυναικάς, κοιλιόδουλος, πότης, απατεώνας, ψεύτης, ανεύθυνος.
Είναι στη φύση του ανθρώπου να καταφέρνει να γίνεται σπουδαίος, όταν περιμένουν σπουδαία πράγματα από αυτόν. Και το Χρυσό Αγόρι ανταποκρίθηκε σε κάθε προσδοκία, σε κάθε πεπρωμένο. Και έκανε τα πράγματα να συμβούν με τον τρόπο που όριζε εκείνος. Το «πώς» δεν τον απασχόλησε ποτέ, φάνηκε πως ήξερε ότι ο δρόμος θα αποκαλυπτόταν από μόνος του. Η πορεία βρισκόταν εκεί. Σε κάθε σλάλομ, λίκνισμα, μαγική ενέργεια, που εξελισσόταν σε φαντασία και φαντασίωση μαζί.
Η μυθική υπόστασή του αντικατοπτριζόταν στο αληθινό στίγμα αυτής της λατρεμένα βασανισμένης ύπαρξης. Στον βωμό ενός μη καθωσπρεπισμού, ενός βρώμικου Θεού του πεζοδρομίου που τολμούσε πάντα να μιλήσει ανοικτά κόντρα στα μεγάλα αφεντικά. Ενός αδύναμου που δεν μπορούσε να αρνηθεί όσα του έτρωγαν και του έκαιγαν την ψυχή. Και που κάθε φορά υπέκυπτε ξανά και ξανά στον ίδιο εναλλασόμενο κύκλο της απογείωσης και της κατρακύλας, που απείχαν μονάχα μία βαθιά ανάσα μεταξύ τους.
Η αλήθεια είναι πως η εικόνα δεν υπήρξε εύπεπτη για τον καθωσπρεπισμό, για τους ποδοσφαιρόφιλους που τον αγάπησαν για όσα έκανε μέσα στο γήπεδο. Μόνο που αυτή υπήρξε πάντα η μορφή του. Χτισμένη με μία ειδική λάσπη με συστατικά τη μαγεία και την κατάντια. Αλλά είπαμε, δεν φταίει εκείνος. Ηταν οι Μοίρες που τον έβαλαν σε αυτό το αδύναμο κορμί. Ηταν μία συμφωνία με τον διάβολο. Ενα κοντράτο που έφερνε μαζί τη δόξα και τον ατιμασμένο θάνατο.
Αυτή η ίδια η δόξα λοιπόν, που τον είχε βγάλει από τη φτώχεια, τον κρατούσε φυλακισμένο…
Επειδή ο Μαραντόνα ήταν καταδικασμένος να παριστάνει τον Μαραντόνα. Ηταν υποχρεωμένος να είναι το αστέρι σε κάθε γιορτή, το μωρό σε κάθε βάφτιση και ο νεκρός σε κάθε κηδεία.
Η δόξα είναι το ναρκωτικό που προκαλεί μεγαλύτερη καταστροφή απ’ ό,τι η κοκαΐνη. Στις αναλύσεις αίματος και ούρων δεν ανιχνεύεται… !
ΥΓ.: Ο Μαραντόνα αποτυπώθηκε στη μνήμη ως η μαγεία των παιδικών χρόνων. Ηταν το ταξίδι σαν την πρώτη φορά που διάβασα το «Από την Γη στην Σελήνη» του Ιουλίου Βερν. Μαζί του συντελέστηκε η ποδοσφαιρική μεταφορά προς τον ουρανό, προς το άπειρο και ταυτόχρονα η αντίθετη διαδρομή, το ανάποδο ταξίδι από την φαντασία στην πραγματικότητα.
ΥΓ.1: «Αν είχα ακόμα μία μέρα ζωής, θα ήθελα να την περάσω με την Τότα», έλεγες στα σεκλέτια σου. Και τώρα, εκείνο το αγόρι από την ομάδα της γειτονιάς με τα Κρεμμυδάκια, θα ξαναβρεθεί στην αγκαλιά της μάνας του. Για να περάσουν ξανά μαζί όλες τις εποχές του κόσμου…
Πηγή: Gazetta