Του Αλέξη Σπυρόπουλου
Ο προπονητής έχει δίκιο. Πράγματι, η νίκη επί του Γιβραλτάρ ήταν επαγγελματική. Με την…καλή έννοια. “Επαγγελματική” θα ήταν, εάν η Εθνική έσβηνε τη δουλειά στο 2-0 και άρχιζε, ύστερα, την άθλια πλάκα. Εδώ, από το 1′ ως το 90′ η νίκη, η όλη αγωνιστική συμπεριφορά του γκρουπ, ήταν επαγγελματική δίχως εισαγωγικά. Οπως Ολυμπιακός, τις προάλλες στη Σερβία.
Η Εθνική κράτησε τη συγκέντρωση στο πλάνο της ημέρας, έβγαλε στο γήπεδο σοβαρή ένταση (36 ανακτήσεις κατοχής) και ικανοποιητική διάρκεια, η κυκλοφορία της μπάλας ήταν αξιόλογη. Από αυτήν προέκυψαν συμπαθητικές συνεργασίες, ιδίως ορισμένες one-touch…περισσότερο κι από συμπαθητικές. Στη συντριπτική πλειονότητα οι πάσες έγιναν στο αντίπαλο μισό, εναντίον 5-4-1, κι όμως το ποσοστό ακρίβειας μεταβιβάσεων έπιασε 92% (631/688), ποσοστό σύνηθες για όποτε αλλάζουν κουραστικά, ρηχά, τη μπάλα οι σέντερ-μπακ με τον τερματοφύλακα στο δικό τους μισό.
Οι εμφανείς διαφοροποιήσεις, ήταν οι εξής δύο. Ο Πέλκας στη θέση που “ανήκει” στον Μάνταλο, αριστερό οκτάρι. Με τη μπάλα, δίχως τη μπάλα, με τη μπάλα in play ή με τη μπάλα στατική, οι κινήσεις του, οι ενέργειές του στα μεσοδιαστήματα, η αδιάκοπη ενεργητικότητά του, η γρήγορη σκέψη, τα κτυπήματα, η συνολική εικόνα ήλθε να μας υπενθυμίσει αυτό που κοντεύαμε να ξεχάσουμε. Πόσο καλός παίκτης είναι! Και μετά, ο Μπουχαλάκης στο νούμερο-έξι. Ηταν αγώνας που δεν ζητούσε αγκρέσιβ, σπιντάτο έξι. Ο αγώνας ζητούσε, σκεπτόμενο έξι. Με ευρύτατη περιφερειακή όραση. Ο Πογέτ διάλεξε εύστοχα, το μυαλό που ο αγώνας ζητούσε.
Τρεις μέρες πριν, στο Αϊντχόφεν, είχα ζηλέψει την έφεση των Ολλανδών να πηγαίνουν κάθετα με τη μπάλα ένας-εναντίον-ενός. Διότι, απλό είναι, έτσι έμαθαν. Ο Ντε Γιονχ, ο Σίμονς, ο Γκάκπο. Μας το έκαναν, εκεί που τους περιμέναμε πίσω, ξανά και ξανά. Ωσπου, μας αλάλιασαν. Τρεις μέρες αργότερα, Κυριακή στη Νέα Φιλαδέλφεια, νωρίς-νωρίς είδα σε μια στιγμή τον Πέλκα να “χαμηλώνει” για να πάρει τη μπάλα από τον Χατζηδιάκο, κι όταν πήγε να τον μαρκάρει πρώτος ο ένας από τους δύο κεντρικούς χαφ του Γιβραλτάρ, εκείνος με τον αριθμό 21, ο Πέλκας τον ντρίμπλαρε, τον άφησε πίσω…σαν να μη τον είχε δει καν.
Ουπς, αμέσως η ενέργεια, λόγω της σπανιότητάς της, χτύπησε στο μάτι. Σκέφτηκα, καλά θα πάει αυτό σήμερα. Ανοιξε η όρεξη. Η στιγμή ήταν στο 6′. Παραφυλούσα, για την επόμενη. Η επόμενη, δεν συνέβη ποτέ. Επί 84 λεπτά αισθανόμουν ένας θεατής-ζητιάνος για μια ντρίμπλα. Κι ας μη περάσει, η ντρίμπλα. Ας την κόψει ο αντίπαλος. Να δω, να πηγαίνεις στην ενέργεια. Να την “έχεις”. Αυτή στο 6′ ήταν η πρώτη και η τελευταία ντρίμπλα Ελληνα ποδοσφαιριστή, σε όλο το παιγνίδι!
Στερημένος, έβλεπα τον αγώνα και έλεγα νοερά “να φιλήσω το πόδι” του επόμενου που θα αποζητήσει το 1 v 1 και θα ντριμπλάρει. Ο χρόνος κυλούσε, υπ’ αυτή την έννοια στείρος. Αναθάρρησα, όταν μπήκε ο Ιωαννίδης να παίξει (αντί του Φούντα) έξω αριστερά. Σκέφτηκα “αυτός έχει λίγη τρέλα, κάτι θα σκαρώσει”. Τζίφος, και με τον Ιωαννίδη! Οπως και με τον Χατζηγιοβάνη, μετέπειτα. Ενενήντα λεπτά καλού ποδοσφαίρου (γιατί, όντως, η Εθνική έπαιξε καλά το ποδόσφαιρό της) αποτύπωσαν το χρόνιο εθνικό έλλειμμα. Μάλλον, η χρόνια στρέβλωση στην εκπαιδευτική διαδικασία ακαδημιών της χώρας ήλθε, πια, να φανεί στο κορυφαίο επίπεδο.
Το ελληνάκι, δεν ντριμπλάρει. Fact! Θυμίζει γκολκίπερ, που δεν πιάνει τη μπάλα με τα χέρια όταν του τη δίνει συμπαίκτης. Δεν είναι, ότι δεν υπάρχει η ντρίμπλα στον αγωνιστικό χώρο για να τη δεις. Είναι ότι η ντρίμπλα δεν υπάρχει έστω ως ιδέα, μες στο κεφάλι του εκάστοτε κατόχου της μπάλας. Θα σκεφτεί την πάσα, κοντή πάσα, πάσα σε μέση απόσταση, μεγάλη πάσα, θα σκεφτεί τη σέντρα, θα σκεφτεί το ένα-δύο. Αλλά ποτέ, σχεδόν ποτέ, το 1 v 1. Την υπεραριθμία, που η ομάδα θα κερδίσει με αυτό. Την ανισορροπία, που η ομάδα θα προκαλέσει στον αντίπαλο με αυτό. Λες και άλλαξε κάποιος κανονισμός, όπως του γκολκίπερ πριν τριάντα χρόνια. Και πλέον, δίχως να το έχουμε πάρει χαμπάρι, απαγορεύεται το ντριμπλάρειν!
Αν κοπιάσεις να παρακολουθήσεις U-21 ή U-19, αντιλαμβάνεσαι πως το έλλειμμα διαχέεται στην πυραμίδα. Από 10-12 χρονώ, εθίζουμε παιδιά σε ένα ποδόσφαιρο απαγορεύσεων. Να κάνουν, όχι ό,τι θέλουν, μόνον ό,τι θέλουμε εμείς να κάνουν. Μη και στοπ. Για την ακρίβεια, μηηηηηηηηηηηηη και στοοοοοοοοοοοοοοοπ. Με αγριοφωνάρα, από τον εκπαιδευτή. Καμιά φορά, και από τον πατέρα. Γιατί…εμείς ξέρουμε. Δώσ’ την, μη την κουβαλάς. Πάντα, με αγριοφωνάρα. Μη, μη, μη. Που, ακόμη και να την “κουβαλήσει” το παιδάκι, πάλι υπάρχει ο αποδοτικός τρόπος. Οχι με “μη”. Με ένα χάδι και ένα λόγο. “Ωραία το έκανες, αλλά μήπως θα μπορούσες εκεί να έχεις δώσει ίσως την πάσα;” Να το βάλεις, να ανοίξει σιγά-σιγά το μυαλό του σε όλη τη γκάμα των επιλογών.
Από τον μακαρίτη Χρήστο Ράπτη, ένα σπουδαίο δάσκαλο στη δημοσιογραφία, πρωτοάκουσα μικρός (και το είδα γραμμένο σε κείμενό του στον “Ελεύθερο Τύπο”) ότι το ποδόσφαιρο είναι τέχνη+έκφραση. Αντί, λοιπόν, να ενθαρρύνουμε το ελληνάκι να εκφράσει την αλεγρία του για το ότι παίζει με μία μπάλα, να βγάλει στο χορτάρι την ιδέα του, να κάνει το δικό του, για μια φορά ή δύο να κινηθεί έξω από το κουτί, εμείς το παραχώνουμε στο κουτί, το κλειδώνουμε μέσα, και για ασφάλεια πετάμε το κλειδί στη θάλασσα. Υστερα, με το παραμικρό επικρίνουμε ότι οι άλλοι παρκάρουν, ας πούμε, πούλμαν. Ενώ εμείς δεν έχουμε μεριμνήσει να εφοδιάσουμε τον παίκτη μας με το ρεπερτόριο ιδεών, πώς να διασπά παρκαρισμένο πούλμαν.
Σήμερα εδώ, σκέφτηκα φωναχτά. Σημαίνει, εκτέθηκα. Είναι πια, δέσμευση. Οφείλω τον Οκτώβριο να…φιλήσω το πόδι του Ελληνα παίκτη που θα ντριμπλάρει, Ιρλανδό ή Ολλανδό. Ευελπιστώ, να έλθω σε μια τέτοια δύσκολη θέση.
Πηγή: Sport DNA