Επιλογή Σελίδας

Του Δημήτρη Πετρίδη

Πρόλογος: Η πρόσκληση, τα μπινελίκια και οι ετοιμασίες

Ο πρωταγωνιστής μας εξερράγη: «Είναι άσκοπο και ηλίθιο αυτό που γίνεται κάθε χρόνο! Για όνομα του τενιστικού θεού, δηλαδή…», φώναξε κι εκσφενδόνισε την πρόσκληση στον απέναντι τοίχο.

Αυτή αναπαύτηκε στο πάτωμα του σπιτιού και, κάπως έτσι, μπορέσαμε να διαβάσουμε- έστω και μερικώς- τι έγραφε επάνω: «Σας προσκαλούμε την…, στην 44η ετήσια συζήτηση περί (ακατάληπτο)… Για την ανάδειξη του GOAT. Να είστε εκεί- δηλαδή εδώ, στο συνεδριακό μας κέντρο!», ήταν το μήνυμα στη λευκή, μα ακριβή, κόλλα χαρτιού. Στο τέλος, κάτω ακριβώς από το GOAT, υπήρχε ζωγραφισμένη μια κατσίκα- ο τρόπος των μεγάλων κεφαλιών της ATP να κάνουν σεφερλικό χιούμορ.

Αφού κατέβασε (μεταφορικά, δεν ήταν θρήσκος) όσα καντήλια βρήκε ελεύθερα στο γλωσσικό του διάβα, ο πρωταγωνιστής μας επανέλαβε πως αυτή η ιστορία δεν είχε κανένα νόημα. Ο καθένας έλεγε τα δικά του, σπανίως άκουγε την γνώμη του άλλου και, εν ολίγοις, το όλο πράγμα κινούνταν με ταχύτητα 200+ χιλιομέτρων (σαν σέρβις του Ράονιτς, ας πούμε) και μαθηματική ακρίβεια σ’ αδιέξοδο.

Κατά τη γνώμη του, ο ίδιος τους είχε κατατροπώσει τα τελευταία 10 χρόνια. Για την ακρίβεια, στο μυαλό του ήταν ο μπαμπάς των υπολοίπων- ναι, τόσο καλά τα είχε καταφέρει, κι αυτό ήταν μια αναντίρρητη αλήθεια: το πίστευε ακράδαντα τόσο ο ίδιος, όσο και η μητέρα του.

Ας ήταν, λοιπόν. Θα πήγαινε και φέτος και θα φρόντιζε γι’ ακόμα μια φορά να τους δείξει αυτός- ή, ακόμα καλύτερα, να τους τα δείξει αυτός.

«Ώστε θέλετε να μιλήσουμε και πάλι για τον GOAT στο τένις, ε;», μονολόγησε και, αίφνης, στο μυαλό του άστραψε μια «τηλαυγής» ιδέα, από αυτές που φωτίζουν τα πάντα.

Μειδίασε αινιγματικά στο ίδιο του το είδωλο στον καθρέφτη. Ω, φίλε μου, είχανε μπλέξει. Είχανε μπλέξει για τα καλά.

Ο πρωταγωνιστής μας ήξερε για ποιο ματς θα μιλούσε.

“C’ mon!”: Στο συνεδριακό κέντρο

«Κλείνοντας, λοιπόν, και για τους λόγους που ανέφερα παραπάνω, πιστεύω ότι απέδειξα πως ο Νόβακ Τζόκοβιτς είναι ο κορυφαίος τενίστας όλων των εποχών», ολοκλήρωσε την ομιλία του ο Σέρβος απεσταλμένος και κάποια, μάλλον χλιαρά, χειροκροτήματα ακούστηκαν στην αίθουσα.

Ακολούθησε ο Ισπανός- ο οποίος, τι περίεργο, δεν ήθελε κανείς ν’ αγγίζει τα μπουκαλάκια που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι-, που επέλεξε μια πρωτότυπη κατακλείδα: «Έτσι, για τους λόγους που ανέφερα παραπάνω, πιστεύω πως απέδειξα ότι ο Ράφα Ναδάλ είναι ο κορυφαίος τενίστας όλων των εποχών». Δυνατότερα χειροκροτήματα αυτή τη φορά και διάφορες επευφημίες στα ισπανικά- κάποιος, μάλιστα, στο βάθος ούρλιαξε, γι’ ανεξήγητους λόγους, “La Casa de Papel!”.

Είχε φτάσει η σειρά του, λοιπόν. Όπως πάντα, θα μιλούσε τελευταίος, με την ενδόμυχη πεποίθηση πως πράγματι οι τελευταίοι έσονται πρώτοι (τουλάχιστον στην άτυπη «βαθμολογία»).

Πήρε μια βαθιά ανάσα, καθάρισε το λαιμό του και, με τα φώτα χαμηλωμένα κατόπιν δικής του παράκλησης, ανέβηκε στο βήμα. Παραδόξως, μα απολύτως οργανικά, ο πρωταγωνιστής μας δεν ήταν Ελβετός- ήταν ένας τενιστικός Πύργος της Βαβέλ που ανέπνεε, και απέπνεε, λογική.

«Έχετε δίκιο, ξέρετε», ξεκίνησε την ομιλία του κοιτώντας τους Σέρβους συναδέλφους του. «Έχετε δίκιο: ο Νόβακ είναι ένα αγωνιστικό τοίχος που όταν βρίσκεται στα καλύτερά του κανείς αντίπαλος δεν μπορεί να το διαπεράσει. Αν παίξει στο πικ των δυνατοτήτων του, τις περισσότερες φορές θα κερδίσει τους πάντες και σε όλες τις επιφάνειες.

Αρκεί αυτό για να χαρακτηριστεί ως ο κορυφαίος όλων; Να με συγχωρείτε, αλλά νομίζω πως όχι.»

Σειρά είχαν οι Ισπανοί: «Ξέρετε, κι εσείς έχετε δίκιο. Δεν έχει υπάρξει, ενδεχομένως στην παγκόσμια ιστορία, αθλητής με το ψυχικό σθένος και την καρδιά του Ράφα. Αν αγαπάς τα σπορ έστω και λίγο, τότε δε γίνεται να μην ταυτιστείς με αυτό το παιδί που κάνει τα πάθη του Σίσυφου να μοιάζουν μ’ ενοχλητική παρανυχίδα.

Ο τύπος έχει πέσει κάτω 1000 φορές κι έχει σηκωθεί 1001- κι αν κλείσετε τα μάτια σας, η φαντασία σας θα σας τον παρουσιάσει όρθιο κι ευσταλή, μ’ εκείνη την άσβεστη φλόγα να καίει στα μάτια του, έτοιμη να παρασύρει σε θερμό εναγκάλισμα κάθε αντίπαλο.

Είναι, λοιπόν, το νούμερο 1 ever; Να με συγχωρείτε, αλλά νομίζω πως όχι.»

Εντάξει, αυτό ήταν: είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον τους- ενδεχομένως εμποτισμένο με μεγάλες δόσεις επιθυμίας να τον ποδοπατήσουν, αλλά άξιζε το ρίσκο. Μέχρι να συμβεί αυτό, όμως, είχε φτάσει η στιγμή να πατήσει αυτός πόδι.

«Σας άκουσα με προσοχή όλους, να λέτε για baseliners, πάθος, refuse to lose νοοτροπία, τίτλους, Grand Slams, μνημειώδεις αγώνες αλλά…

Αλλά να, κανείς από σας δε μίλησε για το παιχνίδι του τενίστα του χρησιμοποιώντας έστω και μια φορά τη λέξη ομορφιά. Γιατί; Προφανέστατα γιατί γνωρίζετε και οι ίδιοι πως το παιχνίδι των «δικών σας» δεν είναι και τόσο… όμορφο. Μιλάμε για τενίστες που, κατά βάση, «εκμαιεύουν» το λάθος του αντιπάλου τους, τον εξαντλούν σωματικά και ψυχολογικά και στο τέλος θριαμβεύουν.

Σεβαστό, όμως όπως είπε και η σπουδαία Σιμόν Βέιλ«Η ομορφιά ξεγελάει τη σάρκα για να πάρει την άδεια να φτάσει μέχρι την ψυχή»– και γι’ αυτό ο δικός μου, παρά το γεγονός πως σήμερα κλείνει τα 38, αρνείται να γεράσει.

Μιλάμε για το πληρέστερο «οπλοστάσιο» στην ιστορία: forehand, σερβίς, one-handed backhand, slice, smash κοντά και μακριά από το φιλέ,serve and volley, footwork που, αν το απομονώσεις, θα δεις πως πρόκειται για ποίηση εν κινήσει- ένας «καλλίπυγος» συνδυασμός καινοφανούς αρτιότητας που βγάζει επιδεικτικά την γλώσσα στον ίδιο τον Χρόνο.

Φυσικά, όλ’ αυτά δε θα έλεγαν τίποτα αν δεν υπήρχαν τα… πειστήρια. Μόνο που, να, υπάρχουν: 20 Grand Slams, 310 βδομάδες στο νούμερο 1 της παγκόσμιας κατάταξης, 102 τίτλοι στο σύνολο, 6 ATP finals και πολλά ακόμα, τα οποία αν τ’ αραδιάσω θα γράψω την «Οδύσσεια: Για πρώτη φορά χωρίς περικοπές».

Και, πάνω ενδεχομένως απ’ όλα, ένα υπέρτατο παραμύθι επιστροφής από την κίτρινη, τενιστική κόλαση- ένα comeback που ούτε ο (εξπέρ του είδους) Ναδάλ, ούτε ο, εκκωφαντικά επανακάμψας μετά τον τραυματισμό του, Τζόκοβιτς έχουν να επιδείξουν: Australian Open 2017.

6 μήνες αποχής και αγωνιστικής απραξίας. Κατρακύλα στο νούμερο 17 της παγκόσμιας κατάταξης. 35.5 χρόνια να του βαραίνουν την πλάτη και σχεδόν μια στείρα πενταετία μακριά από τους Major τίτλους. Ο «Βασιλιάς» είχε πεθάνει, έλεγαν όλοι, όμως ουδείς τολμούσε να φωνάξει δυνατά «Ζήτω!» για κάποιον νέο. Θέλετε από σεβασμό, θέλετε επειδή η συνήθεια μετατρέπεται στο πιο αγαπημένο μας ρούχο και μας αγκαλιάζει στοργικά- ποιος ξέρει;

Όπως και να ’χει, σ’ εκείνο το τουρνουά άπαντες περίμεναν ν’ ακούσουν τον επιθανάτιο ρόγχο του, προκειμένου να βάλουν την ταφόπλακα στην καριέρα του και να ξεμπερδεύουν με δαύτον. Ποιος θέλει ν’ ασχολείται με το παρελθόν όταν το παρόν είναι ήδη εδώ; Κανείς. Μόνο που…

Μόνο που όταν άρχισαν οι αγώνες, η λογική, όποτε πατούσε στο κορτ, έλιωνε ολοένα και περισσότερο, μέχρι που έγινε μια άμορφη μάζα. Ο Βασιλιάς είχε επιστρέψει και έμοιαζε πιο πεινασμένος για εξουσία από ποτέ.

Μετά από τους πρώτους αναγνωριστικούς γύρους απέκλεισε δια περιπάτου τον Ζβέρεφ στους 8, πριν δεχτεί τ’ απανωτά πυρά του Βαβρίνκα στα ημιτελικά. Ωστόσο κατάφερε, μ’ έναν ανεξήγητο τρόπο, να βγει σχεδόν αλώβητος από το 5σετο παιχνίδι (ένας αθλητής, θυμίζω, που βάδιζε στα 36…) και να περάσει στον τελικό.

Εκεί, όμως, τον περίμενε το έρεβος με τη μορφή της απόλυτης Νέμεσης: ο Ράφα Ναδάλ- ο παίκτης, δηλαδή, που τον είχε κερδίσει 6 σερί φορές σε Grand Slams και σχεδόν πάντοτε αποτελούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο.

Ο τελικός, μετά από τα μοιρασμένα πρώτα 4 σετ, οδηγήθηκε στο 5ο. Εκεί, ο Ναδάλ προηγήθηκε με 3-1 και άπαντες άρχισαν να γκουγκλάρουν το «τετέλεσται» για να βεβαιωθούν ότι δε θα το γράψουν λάθος.

Λογάριαζαν, όμως, χωρίς τον Ελβετό ξενοδόχο. Κι αυτό γιατί ο Βασιλιάς παίζοντας τα κορυφαία 5 games της καριέρας του κατανίκησε τον Ισπανό ακόμα και στο δικό του παιχνίδι (τα «μακριά» rallies, δηλαδή), παίρνοντας τον 18ο, τότε, Major τίτλο του και αφήνοντας τους πάντες με το στόμα ανοιχτό, σε σημείο που να κατοικοεδρεύουν μετά στη στοματική τους κοιλότητα πλήθη από μύγες.

Όποιος έκανε ησυχία τότε, κατά τη διάρκεια του match point, μπορούσε ν’ ακούσει τον Χρόνο να βγάζει μια σπαραξικάρδια κραυγή και να γονατίζει μπροστά στο κάλλος.

Ξέρετε γιατί συνέβη αυτό; Γιατί δεν έχει σημασία αν είσαι 36-37-38, όπως σήμερα. Μπορείς να παίξεις ακόμα και σε ηλικία συνταξιοδότησης το πιο υπέροχο τένις σου.

Πολύ απλά γιατί όποιος διατηρεί την ικανότητα να βλέπει την ομορφιά, δεν γερνάει ποτέ».

Επίλογος: «Ελάτε στον κήπο μου. Θα ήθελα να ζηλέψουν τα ρόδα μου»

Τα είχε καταφέρει και φέτος; Είχε μπορέσει να βγει από πάνω και ν’ αποδείξει πως τα στιβαρά- διάολε, μιλάμε για τον Τζόκοβιτς και τον Ναδάλ!- επιχειρήματα των «αντιπάλων» του ήταν ελαφρώς σαθρά στο εσωτερικό τους;

Ποιος ξέρει- και, εδώ που τα λέμε, δεν έχει και τόση σημασία. Ο καθένας έχει τη δική του γνώμη αναφορικά με το ποιος είναι ο GOAT- ο καλύτερος όλων των εποχών- και είναι πέρα για πέρα σεβαστή (ok, εξαιρούνται αυτοί που υποστηρίζουν πως ο GOAT είναι ο Νταβίντ Φερέρ). Μια ακόμη αέναη κουβέντα για το ποιος δικαιούται το νούμερο 1 είναι καταδικασμένη να οδηγηθεί στο πουθενά- ή, κατά πώς πίστευε ο πρωταγωνιστής μας, κάπου. Κάπου που αναγράφονται δύο, μόλις, γράμματα:RF.

Ο ήρωας της ιστορίας μας μάζεψε τα πράγματά του, κατέβηκε από το βήμα και μπήκε στο αεροπλάνο της επιστροφής στο ονειρώδες τίποτα. Πριν επιβιβαστεί, όμως, γύρισε το βλέμμα του και σε κοίταξε ευθεία στα μάτια, αγαπητέ αναγνώστη. Έπειτα, σου ψιθύρισε μερικές μόνο λέξεις κι έπειτα χάθηκε για πάντα.

Τις άκουσες; Ήταν: «Η αγάπη είναι ο σκοπός. Η τενιστική ζωή του καθενός είναι το ταξίδι».

Ύστερα, σώπασε για λίγο. Και σε αποχαιρέτισε:

«Μα αν μου μιλάς γι’ αγάπη, μίλα μου για τον Ρότζερ Φέντερερ».

Πηγή: Sport DNA