Του Αλέξη Σπυρόπουλου
Με πέντε κατοστάρικα τον χρόνο “όλα μέσα”, προπονητής+συνεργάτης, άντε πεντέμισι, βία έξι ταβάνι, το ράφι ήταν λίγο-πολύ προκαθορισμένο. Ενα (σαν τον) Πογέτ, θα είχε στο εξής κόουτς η Εθνική. Αν θέλετε, ένα (σαν τον) Φαν ‘τ Σχιπ. Πολύ περισσότερο που ευθύς εξαρχής είχε βγάλει η ομοσπονδία εκτός συζητήσεως, το σενάριο του Ελληνα τεχνικού. Ενα αυτογκόλ, υπό την έννοια ότι έτσι μονομιάς συρρικνώθηκε το εύρος των δυνητικών επιλογών.
Επιπλέον, θέλαμε και διεθνή αναγνωρισιμότητα. Να μη προσληφθεί προπονητής, για τον οποίον η πρώτη ερώτηση εκεί έξω θα ήταν “ποιος είναι αυτός;” Η αναγνωρισιμότητα βέβαια, κατά βάσιν είναι κριτήριο υπανάπτυκτων. Πληρώνεις όνομα, ο κούκος αηδόνι. Σαν καθρεφτάκι για ιθαγενείς. Οπότε εύκολα μπορείς να πέσεις σε περιπέτεια, τύπου Ντούνγκα ας πούμε. Κι από πάνω, χάνεις την πιθανότητα ενός πραγματικά καλού προπονητή που απλώς ακόμη δεν έχει, παραέξω, το όνομα.
Ενας τέτοιος υποψήφιος εάν κανείς πραγματικά έχει τη διάθεση και το κριτήριο να τον ψάξει στα σοβαρά και εις βάθος, ήταν ο Κόστα Ρούνιαϊτς της (πολωνικής) Πόγκον. Ενας τέτοιος υποψήφιος για τον Ολυμπιακό κάποτε, που τον έψαξαν στα σοβαρά και εις βάθος, και (το κυριότερο) με κριτήριο ποδοσφαίρου, ήταν ο Πέντρο Μαρτίνς. Ο Πέντρο Μαρτίνς πριν τον Ολυμπιακό, το πιο πολύ που είχε προπονήσει ήταν η Βιτόρια Γκιμαράες. Από διεθνή αναγνωρισιμότητα δηλαδή, μηδέν! Αλλά…τι πείραξε;
‘Η να θέλαμε ξένο μεν, “γνώστη της ελληνικής πραγματικότητας” δε. Και να πέφταμε, από την πολυγνωσία της περίφημης ελληνικής πραγματικότητας, σε κάνα Μανόλο Χιμένεθ! ‘Η, το άλλο πατροπαράδοτο κλισέ, να ψάχναμε για τον “λάτρη της πειθαρχίας”. Και να πέφταμε σε κάνα Μπόλονι! Οσο πιο μακρυά από τα κλισέ, τόσο πιο καλά. Οσο πιο κοντά στα κλισέ με τα οποία μας μεγάλωσαν, ο θεός να φυλάει!
Στην Ελλάδα, ακριβώς όπως και στους επόμενους τέσσερις σταθμούς της διαδρομής του μετά την Ελλάδα, Ισπανία, Κίνα, Γαλλία, Χιλή, πέντε ομάδες σε τρεις ηπείρους, πουθενά ο Πογέτ δεν έκλεισε (ένα) χρόνο. Παντού, μήνες μονάχα. Πουθενά σε κλαμπ, δεν έφτασε σε έστω τριάντα ματς στον πάγκο. Είναι ένα fact που λέει κάτι. Λέει, όχι για το προπονητικό προφίλ. Λέει, για την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου.
Και πράγματι, σ’ εκείνη την πρώτη σεζόν επιστροφής της ΑΕΚ στη Σούπερ Λιγκ, κοντά έξι χρόνια από τότε που ο Πογέτ αποχώρησε, σήμερα ο μέσος ποδοσφαιρόφιλος στη χώρα περισσότερο θυμάται το ταμπεραμέντο του Πογέτ παρά το ποδόσφαιρο του Πογέτ. Αλλωστε για να θυμάται κανείς στ’ αλήθεια το ποδόσφαιρο του οποιουδήποτε προπονητή, οι μήνες δεν αρκούν. Το ασφαλές δείγμα πρέπει να είναι, χρόνια.
Βάσει ταμπεραμέντου λοιπόν, για την ΕΠΟ ο Πογέτ δεν θα έλεγα πως είναι μία safe περίπτωση, κάθε άλλο. Για την ΕΠΟ, ο Πογέτ είναι μία μπομπίτσα που μάλλον δεν έχουν καταλάβει ότι την έβαλαν κιόλας “στον κόρφο τους”. Το παραμικρό να στραβώσει, και μακάρι να μη το ζήσουμε, θα τους δώσει στεγνά! Οχι τους ποδοσφαιριστές. Τους διοικητικούς. Εάν το ζήσουμε, θα σημαίνει πως άλλος ένας (Ρανιέρι, Μαρκαριάν, Σκίμπε, Αναστασιάδης, Φαν ‘τ Σχιπ) ήλθε και παρήλθε.
Εμείς όμως, είμαστε που θα έχουμε μείνει πίσω και θα οδεύουμε προς τη δεκαετία εκτός διοργανώσεων. Εδώ που βρισκόμαστε, με αυτό το γκρουπ των διεθνών, η λογική είναι ότι ήγγικεν ο καιρός των αποτελεσμάτων. Και ο Φαν ‘τ Σχιπ να συνέχιζε, έτσι θα συνέχιζε. Και ο Πογέτ που προσλήφθηκε, έτσι προσλήφθηκε. Για μία+μία διοργανώσεις. Προβιβάζεται η Εθνική, από την τρίτη στη δεύτερη κατηγορία του Nations League; Αυτομάτως επεκτείνει ο προπονητής, και για τα προκριματικά του EURO 2024.
Δεν προβιβάζεται, η Εθνική; Περνά ο επόμενος. Και επιστρέφουμε στον ίδιο παρονομαστή. Φυσικά σε όλο αυτό, το απόλυτο κλειδί είναι η σχέση που θα αναπτύξει ο κόουτς με τους παίκτες. Αυτοί θα (τον) κρίνουν. Και από αυτούς, θα κριθεί ό,τι είναι να κριθεί μες στο γήπεδο. Οι διεθνείς του 2022 δεν έχουν ανάγκη, κάποιον να τους πειθαρχήσει. Είναι αυτοπειθαρχημένοι, εκ προοιμίου. Οι διεθνείς του 2022 “απαιτούν” αρχές, κανόνες, ποιότητα δουλειάς, ιδέα ποδοσφαίρου. Οπου τα βλέπουν, εκεί ακολουθούν.
Εάν δεν τα δουν, δεν θα συμπορευτούν ψυχή τε και σώματι. Και εννοείται, είναι εκτός τόπου/χρόνου/λογικής οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στο παιγνίδι της Εθνικής από την προσέγγιση Φαν ‘τ Σχιπ. Το να είμαστε φίλοι με τη μπάλα, να τη θέλουμε δική μας και να την παίζουμε. Οχι να είμαστε μαλωμένοι με τη μπάλα, όπως εκείνοι που ο ένας την κλωτσάει για να τη διώξει κι ο άλλος του λέει “καλά της έκανες”. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα σοκάρει, αυτή είναι η ακριβής λέξη, τους διεθνείς.
Είμαστε, να ξαναπώ, στο 2022. Βλέπουμε μετά χαράς ότι και μικρές ομάδες στη Σούπερ Λιγκ, ακόμη και αρκετές ομάδες στη Σούπερ Λιγκ 2, πλέον κάνουν ολοφάνερη προσπάθεια να είναι συμφιλιωμένες με τη μπάλα. Να διακρίνονται γι’ αυτό. Μιλάμε με εμφανώς θετικό πρόσημο για το ποδόσφαιρο του Παναιτωλικού, για το ποδόσφαιρο του Λεβαδειακού, για το ποδόσφαιρο της Λαμίας, για το ποδόσφαιρο που έπαιξε πέρυσι (με τον τωρινό προπονητή του Λεβαδειακού) ο Εργοτέλης.
Και θα μπούμε στη διαδικασία, σε ένα τέτοιο παράλληλο περιβάλλον, να πισωγυρίσει η Εθνική στο να…περιμένουμε βλέποντας και κάνοντας; Στο να αφήνει η ομάδα, τη μπάλα στον αντίπαλο; Και, σε ποιον αντίπαλο; Οι αντίπαλοι στο Nations League είναι η Βόρεια Ιρλανδία, το Κόσοβο, η Εσθονία ή η Κύπρος. Λέμε εύλογα, ότι είναι επιτακτικό να βγούμε πρώτοι στον όμιλο. Ενώ δηλαδή αντιλαμβανόμαστε την Εθνική ως ομάδα με απαίτηση πρωτιάς στον όμιλο, θα παίξει η Εθνική σαν τριτοτέταρτη στον όμιλο;
Οικονομικά, είπαμε, η πρόσληψη Πογέτ είναι στο πλαίσιο των αναμενόμενων. Πολιτικά, γιατί και τα politics μετράνε, η επιλογή Πογέτ είναι η συγκυριακά χειρότερη. Ποτέ στην Ελλάδα δεν παίρνεις στην Εθνική, προπονητή που πριν ένα μήνα ή δύο, στην ελληνική TV, έχει πει πως ιδιοκτήτης ομάδας “είναι ο πρόεδρός μου”. Για όποιον ιδιοκτήτη και να πρόκειται. Μόνο με αυτό, τον βγάζεις εκτός λίστας. Ειδάλλως, αναπόφευκτα θα το βρεις μπροστά. Δίνεις αυτοβούλως, δωρεάν όπλο στον απέναντι. Στον επικριτή.
Ευνοείς, την περιβόητη τοξικότητα. Εδώ, πρόκειται για τον κύριο Μελισσανίδη. Αλλ’ είναι το ίδιο, σαν μία ομοσπονδία “επιρροής Ολυμπιακού” να προσλάμβανε στην Εθνική ένα Μίτσελ, ένα Πάουλο Μπέντο, ένα Βίτορ Περέιρα, ένα Λεονάρντο Ζαρντίμ. Ο οποίος Μίτσελ, Πάουλο Μπέντο, Βίτορ Περέιρα, Λεονάρντο Ζαρντίμ θα είχε κάνει νωπή δήλωση στα ελληνικά μίντια ότι “ο κύριος Μαρινάκης είναι ο πρόεδρός μου”. Το αφήνω στη φαντασία…
Πηγή: Sport DNA