Το κλίμα πάνω από το Άνφιλντ έμοιαζε σουρεαλιστικό. Δεν ήταν κάτι συνηθισμένο, κάτι που το βλέπεις κάθε μέρα. Ουδείς μπορούσε να διανοηθεί εκείνο που ερχόταν. Είναι από εκείνα που συμβαίνουν μια στα εκατό χρόνια. Ο Γιούργκεν Κλοπ έχει μαζέψει τα πράγματά του, έχει δώσει τον τελευταίο του χορό στο Άνφιλντ ένα απόγευμα του Μάη και ο σύλλογος ετοιμάζονταν για την ψυχοφθόρα και άκρως απαιτητική από όλες τις απόψεις διαδικασία της μετάβασης σε μία νέα εποχή. Δεν πρόκειται απλά για την αλλαγή μίας σελίδας, αλλά για την είσοδο σε μία καινούργια ζωή, σε μία νέα πραγματικότητα.
Δεν ήταν και κανένας τυχαίος ο Γερμανός. Συγκαταλέγεται στους κορυφαίους που πέρασαν ποτέ από το σύλλογο, στα εννέα του χρόνια στο Μέρσεισαιντ έφερε ξανά την άνοιξη. Ξεκόλλησε αρχικά το κάρο από τη λάσπη και στην πορεία επανέφερε σταδιακά τα πάντα, από θεαματικό ποδόσφαιρο και πρωτάθλημα ύστερα από 30 χρόνια έως και Τσάμπιονς Λιγκ. Το σοκ ήταν μεγάλο. Η επόμενη μέρα άγνωστη, περίεργη και δύσκολη.
Το όνομα του Άρνε Σλοτ στην αρχή προκάλεσε παγωμάρα, ενδεχομένως και ξενέρωμα. Μα ποιος είναι αυτός, γιατί αυτός; Αναρωτήθηκαν οι φίλοι των Reds.
Φυσιολογική η πρώτη αντίδραση αν σκεφτεί κανείς ότι ο Ολλανδός δεν ήταν το πλέον ελκυστικό όνομα στην αγορά των προπονητών, ούτε έχει να επιδείξει κάποιο τρομερό βιογραφικό πλην μίας καλής σεζόν στον πάγκο της Φέγενορντ.
Σε μία λοιπόν αγωνιστική περίοδο μετάβασης και με τη Λίβερπουλ να είναι η μοναδική ομάδα του big6 που δεν ξοδεύτηκε στην καλοκαιρινή μεταγραφική περίοδο (μία μεταγραφή έκανε μόνο αυτή του Φεντερίκο Κιέζα από τη Γιουβέντους), θα περίμενε κανείς πως αυτή η μεταπήδηση από τη μία εποχή στην άλλη, θα αποτυπώνονταν και στο χορτάρι αλλά και στα αποτελέσματα.
Αντ’αυτού η ομάδα του Μέρσεισαιντ με τον Σλοτ στο τιμόνι άλλαξε αμέσως την ταυτότητά της παρότι το έμψυχο δυναμικό παρέμεινε το ίδιο. Έγινε πολύ περισσότερο κυνική ως προς τον τρόπο προσέγγισης των παιχνιδιών, άρχισε να κερδίζει τα αποτελέσματα και σταδιακά διεύρυνε όλο και περισσότερο τόσο τη διαφορά από τους ανταγωνιστές της, όσο και την αίσθηση κυριαρχίας της στην πλειοψηφία των αγώνων της.
Ένας σοφός είπε κάποτε πως η νίκη έχει πολλούς πατεράδες ενώ η ήττα είναι ορφανή. Πράγματι, για να φτάσει ένα ανθρώπινο σύνολο στην επιτυχία συμβάλλουν πολλοί παράγοντες και σίγουρα πάρα πολλά πρόσωπα. Από τον τελευταίο που θα ρίξει ένα απλό λιθαράκι μέχρι τον πρώτο που θα κουβαλήσει και θα τοποθετήσει μία μεγάλη κοτρώνα. Ο Σλοτ σίγουρα ανήκει στους μεγάλους πρωταγωνιστές της φετινής σεζόν, στο νο1 όμως βρίσκεται εκείνος του οποίου του πιστώνεται το μεγαλύτερο μερίδιο της νίκης, της επιτυχίας και αυτός είναι αναμφίβολα ο Μο Σαλάχ.
Ο Αιγύπτιος επιθετικός πραγματοποιεί τη σεζόν της ζωής του έπειτα από μία αν μη τι άλλο εντυπωσιακή σταδιοδρομία στα γήπεδα και μετρώντας μέχρι τη στιγμή αυτή, 32 γκολ και 22 ασίστ σε συνολικά 41 εμφανίσεις για το 24-25, είναι εκείνος που ηγείται της φετινής εντυπωσιακής πορείας των «κόκκινων» εντός και εκτός των αγγλικών συνόρων. Όλα αυτά τα οκτώ χρόνια που βρίσκεται στο λιμάνι ο «Φαραώ» είναι ο σημαιοφόρος της Λίβερπουλ, ο ηγέτης αυτής της ομάδας, ο ποδοσφαιριστής με το υψηλότερο επίπεδο ποιότητας, τεχνικής κατάρτισης και αποτελεσματικότητας στο σκοράρισμα.
Είναι ευλογία για οποιαδήποτε ομάδα να διαθέτει στη φαρέτρα της έναν ποδοσφαιριστή που θα προσφέρει το κάτι παραπάνω όταν θα είναι τεράστιες οι απαιτήσεις, που θα «ξεκλειδώσει» με μία μαγική ενέργεια ένα ματς το οποίο έχει κολλήσει, που με την τεράστια ποιότητα και προσωπικότητα που τον διέπει θα βγει μπροστά και θα πάρει την ευθύνη όταν οι συνθήκες θα γίνουν εχθρός της ομάδας.
Σταρ ο Σαλάχ δεν ήταν ποτέ με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ποτέ στην καριέρα του δεν υπήρξε η ντίβα, εκείνος που θα τραβούσε όλα τα φλας πάνω του και θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον στα tabloids και στα media του ποδοσφαίρου.
Το όνομά του δεν ήταν ποτέ πρώτο στη μαρκίζα. Δε βρέθηκε ποτέ πρώτος στα λούσα, στο “ανφάν γκατέ” , δεν ήταν μπροστάρης στα φανταχτερά γκαλά με τα μεγάλα εκτυφλωτικά φώτα και τα λαμπερά χρυσά βραβεία. Δεν τα έπιασε στα χέρια του. Παρά το γεγονός ότι υπήρξαν χρόνια που δικαιωματικά το άξιζε πολύ περισσότερο από δεκάδες άλλους που είδαν τον εαυτό τους εκεί. Πιθανότατα λόγω της καταγωγής του.
Στον απόλυτα εμπορευματοποιημένο πια κόσμο του ποδοσφαίρου, ένας Αφρικανός δε μπορεί να έχει το ίδιο “influence” με έναν Λατινοαμερικάνο ή έναν Ευρωπαίο. Ποτέ δεν ήταν το ίδιο, ούτε στο παρελθόν φυσικά, πόσο μάλλον σήμερα, στην εποχή της αποθέωσης της εικόνας, της τέλειας βιτρίνας, εκείνου που πουλάει περισσότερο…
Είναι ένας από τους κορυφαίους στον πλανήτη, ένας από τους καλύτερους της γενιάς του, ένας μοναδικός ποδοσφαιριστής του οποίου η απαράμιλλη ποιότητα, οι επιδόσεις, η επίδρασή του στην ομάδα και η αντοχή του στο χρόνο δεν είναι σε καμία περίπτωση εφάμιλλα με το brand name του.
Στα 32 του πλέον, σε μία ηλικία όπου η πλειοψηφία των συναδέλφων του βλέπει τον ουρανό να γεμίζει με ροζ χρώμα από τη δύση του ηλίου, εκείνος φτάνει στο peak της καριέρας του. Διαλύει κάθε κοντέρ, καταρρίπτει κάθε ανταγωνισμό, παίρνει από το χέρι την ομάδα του και την οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια προς την κατάκτηση (τουλάχιστον) του πρωταθλήματος.
Κι όμως, όλα αυτά δεν είναι αρκετά για τη διοίκηση των Reds που (για την ώρα) δεν του προσφέρει το νέο συμβόλαιο που τόσο επιθυμεί, φλερτάροντας επικίνδυνα με τη βεβαιότητα να τον χάσει σε λίγους μήνες μια για πάντα… Άδικα και άδοξα. Εκείνον τον ποδοσφαιριστή με τα 243 γκολ και τις 110 ασίστ σε 390 εμφανίσεις με τα κόκκινα. Έναν ζωντανό θρύλο ενός εξαιρετικά σπουδαίου συλλόγου που έγραψε και εξακολουθεί να γράφει την ιστορία με χρυσά γράμματα.
Το παράπονό του είναι έκδηλο. Χαρακτηριστική η τελευταία του δήλωση στα αγγλικά ΜΜΕ: “Θέλω απλώς οι φίλαθλοι να θυμούνται ότι τα έδωσα όλα για εκείνους, τα έδωσα όλα για την πόλη. Αυτή είναι η πόλη, σου δίνουν αγάπη, έχεις μια σχέση μαζί τους. Απλά θέλω να θυμούνται ότι ήμουν εδώ για οκτώ χρόνια. Κανείς δεν μου έχει μιλήσει ακόμη για συμβόλαιο, οπότε θα παίξω την τελευταία μου σεζόν και θα δούμε το καλοκαίρι. Αλλά μέχρι στιγμής σκέφτομαι μόνο την κατάκτηση της Premier League”.
Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου η νέα σεζόν θα τον βρει κάπου μακριά από το φημισμένο αγγλικό λιμάνι. Σε κάποιο άλλο σύλλογο, πιθανότατα σε κάποιο άλλο πρωτάθλημα, ακόμη και σε κάποια άλλη ήπειρο. Στα 32 του η «μπογιά» του εξακολουθεί να περνάει, το σώμα του τον υπακούει σα να είναι τουλάχιστον οκτώ έτη νεότερος, οι φυσικές και ποδοσφαιρικές του ικανότητες μοιάζουν απαράλλαχτες.
Είναι σχεδόν δεδομένο πως το «κύκνειο άσμα» του στο άθλημα θα αργήσει ακόμη να έρθει. Το που και πότε θα τον βρει είναι κάτι που δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος. Πιθανότατα πάντως μακριά από το μεγάλο λιμάνι.
Όπως ακριβώς στο υπέροχο και άκρως εκλεπτυσμένο δράμα του Πολ Μακγκουίγκαν «Film stars don’t die in Liverpool» με τη σπουδαία Ανέτ Μπένινγκ να ενσαρκώνει τη Γκλόρια Γκρέιαμ η οποία κατά τις ύστατες στιγμές της στην πόλη του μεγάλου λιμανιού δίνει την τελευταία της συγκλονιστική παράσταση.