Του Zastro
Το τερέν συνήθως βαρύ και λασπωμένο, στο ταλαιπωρημένο γρασίδι 22 πολεμιστές, όλα τα ματς μεσημέρι, μονάχα τα “διεθνή” υπό το φως των προβολέων.
Το ποδόσφαιρο αργό, δυνατό, με πολλές καθυστερήσεις, σκληρά μαρκαρίσματα, αυτοθυσία. Στην άμυνα οι ψηλοί, οι γεροδεμένοι και οι άτεχνοι. Στα άκρα οι γρήγοροι και οι βραχύσωμοι. Στο κέντρο να δεσπόζει το “10άρι”, εκείνος “που ήξερε την περισσότερη μπάλα”. Και στην επίθεση “ένας να τα βάζει”.
Αυτό το ποδόσφαιρο σπάνια απαντάται πια, μόνο σε κάποιες πολύ χαμηλές κατηγορίες κυρίως της Αγγλίας και των Βαλκανίων. Κι όσο περνούν τα χρόνια, ολοένα και περισσότερο θα ξεχνιέται, μέχρι να μην υπάρχει πια. Θα απομείνουν κάποιες εικόνες, ορισμένα παλιά στιγμιότυπα με το tracking του βίντεο στην αρχή να μοιάζει εξωγήινο στους νεότερους, κυρίως θα ζωντανεύει στις διηγήσεις των παλαιότερων στους νέους. Με τα μάτια να λαμπυρίζουν, τη φωνή να σπάει, το συναίσθημα να εξιδανικεύει το παρελθόν.
Ο Τέρι Μπούτσερ δεν έχει να αναδείξει κάτι αξιοσημείωτο στο ποδόσφαιρο, δεν έγραψε ιστορία έξω από τα στενά όρια των (πολύ) φανατικών του Αγγλικού Πρωταθλήματος. Εκείνου που ο Βενγκέρ, όταν πρωτοανέλαβε την Άρσεναλ και αντίκρυσε τη φυσική και την ψυχική κατάσταση των ποδοσφαιριστών της, είχε χαρακτηρίσει «κυριακάτικο μπάρμπεκιου με λουκάνικα και μπίρες». Πολλές μπίρες.
Σε αυτήν την κατηγορία ποδοσφαιριστών ανήκει ο Μπούτσερ. Με επώνυμο το οποίο στην κυριολεξία σημαίνει «χασάπης», θα μπορούσε να αγωνίζεται μονάχα στην άμυνα και να είναι χαρακτηριστική φιγούρα του άξεστου και βαρύ τύπου που κατεβάζει μπίρες στην pub. Με μια ιστορία εξωτική και βαρετή ταυτόχρονα να τον συνοδεύει και μία, μονάχα μία, επική στιγμή που θα τον κρατάει για πάντα ανεξίτηλο στο ποδοσφαιρικό διηνεκές.
“Αγγλόφατσα”, γεννημένος στη Σιγκαπούρη στα τέλη της δεκαετίας του ’50, με πατέρα υπηρετούντα στο Βασιλικό Ναυτικό, ο Τέρι μεγάλωσε με πειθαρχία και υψηλότατο αίσθημα ευθύνης και αγάπης για τη γη που του έλειπε. Γι’ αυτό, όταν η οικογένεια επέστρεψε στην Αγγλία, ο Τέρι δεν ξανάφυγε ποτέ. Αφιέρωσε τη ζωή και την αγάπη του στη γη του και δεν την άφησε ποτέ. Από το ντεμπούτο του με την Ίπσουιτς το 1976 έως την αποχώρησή του το 1993 μετά από μια σύντομη θητεία στη σκωτσέζικη Κλάιντμπανκ, έμεινε πιστός στις αρχές και στον τραχύ χαρακτήρα της νιότης και των βιωμάτων του.
Στην ουσία ήταν ένας άτεχνος ποδοσφαιριστής παλαιάς κοπής, με βαριά προφορά και εκείνη την άξεστη συμπεριφορά που στα χειρότερά της θύμιζε μεθυσμένο Βρετανό στα σοκάκια της Ρόδου.
Αυτός ο άνθρωπος, με αυτή την στερεοτυπική περιγραφή να τον συνοδεύει, θα μείνει στην ιστορία του αθλήματος, διότι έπαιξε επί ένα ολόκληρο 90λεπτο αιμόφυρτος και με διάσειση, φορώντας την ενδοξότερη από τις φανέλες που φόρεσε, τη φανέλα της Εθνικής Αγγλίας, με τα τρία λιοντάρια κεντημένα στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς του.
Είναι κάτι που δεν μπορεί να ξαναγίνει, απαγορεύεται ρητώς και κατηγορηματικώς από περίπου 50 κανονισμούς που ισχύουν έκτοτε. Σήμερα, μόνο με τα προληπτικά μέτρα υγείας που λαμβάνονται, ο ποδοσφαιριστής θα είχε γίνει αλλαγή, η φανέλα θα είχε καταλήξει σε έναν μπλε κάδο και, υπό το φόβο και τον κίνδυνο αγωγών και νομικού κυκεώνα, ο αθλητής θα είχε διακομισθεί σε νοσοκομείο, θα είχαν σπεύσει θεράποντες ιατροί να συρράψουν την πληγή, προκειμένου να σταματήσει η αιμορραγία, θα είχαν γίνει εξονυχιστικές εξετάσεις και το θέμα θα είχε θαφτεί, απασχολώντας μόνο το εσωτερικό της ομάδας και έναν-δυο υπαλλήλους της Ομοσπονδίας. Δεν υπήρχαν timeline να περάσει η είδηση, δεν υπήρχαν social media να προτάξουν το πολιτικά ορθό, δεν τσακώθηκε κανένας οπαδός του πληκτρολογίου.
Γιατί τότε, το φθινόπωρο του 1989, ο κόσμος ήταν αλλιώς. Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν η «Σιδηρά Κυρία», Μάργκαρετ Θάτσερ, υπήρχε -έστω για λίγο καιρό ακόμη- η ΕΣΣΔ, στην Ελλάδα συγκυβερνούσε για μια και μοναδική φορά στην ιστορία της χώρας το ΚΚΕ και η ιδιωτική τηλεόραση ήταν στα σπάργανα. Κόσμος αλλόκοτος στα μάτια των νεότερων, δίχως την έκρηξη της τεχνολογίας, χωρίς τα θετικά και τα αρνητικά της προόδου και της εξέλιξης να τον σκεπάζουν σαν βαρύ πέπλο.
Ο Τέρι Μπούτσερ τότε ήταν ένας 31χρονος στόπερ, μια παλιά καραβάνα της Εθνικής Αγγλίας που έδινε τη μεγάλη μάχη για την πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας. Τυπική μορφή αμυντικού βγαλμένου από τα 70s, με πολύ συγκεκριμένο όραμα για το παιχνίδι και τη σημασία του. Βίνι Τζόουνς, Τόνι Άνταμς, Τζόι Μπάρτον. “Βρετανικό” φλέγμα, φυσική δύναμη, ορμή, αυτό που οι παλιοί ονόμαζαν «ψυχή». Περίπου ό,τι ήταν ολόκληρη η Εθνική Αγγλίας που πάσχιζε να προκριθεί στο Μουντιάλ.
Οι διάφοροι Γκασγκόιν, Πλατ, Χοντλ, Λίνεκερ, Μπαρνς απλώς ήξεραν περισσότερη μπάλα από τους υπόλοιπους. Κι αυτοί σκληροί ήταν και ο καθένας μια ιστορία από μόνος του. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι σε όλη τη Μάγχη, σημασία έδιναν στον τελικό στόχο, στον ιερό σκοπό της συμμετοχής στα τελικά της Ιταλίας, προκειμένου να γραφτεί ένα ακόμα δράμα στην ιστορία αυτής της ομάδας. Με τη διαφορά ότι αυτά τα δράματα είναι πάντοτε ηρωικά, όταν εμπλέκεται η αγγλική υπερηφάνεια.
Ο Μπούτσερ σε εκείνη την ομάδα ήταν ο κλασσικός ηρωικός τύπος που έβαζε το κεφάλι του εκεί όπου έπρεπε να βάλει τα πόδια. Και το ανάποδο. Και εκείνη την ημέρα στη Στοκχόλμη το διακύβευμα ήταν πάρα πολύ μεγάλο για να αρνηθεί να το κάνει. Απ’ όταν πέρασε το κατώφλι του γηπέδου, μεταμφιέστηκε σε αγνό πολεμιστή, μην αφήνοντας κανέναν αντίπαλο επιθετικό να πάρει ανάσα. Ούτως ή άλλως η ένταση παικτών και φιλάθλων ήταν τεράστια, γιατί στο τραπέζι ήταν η συμμετοχή στο Μουντιάλ.
Οι Βρετανοί κατέφθασαν στη Στοκχόλμη στην κορυφή του ομίλου, με μοναδική υποχρέωση να μην χάσουν. Αρκούσε ο ένας βαθμός, ακόμα κι αν τον κατακτούσαν με αίμα. Απόντος του τραυματία Ρόμπσον, ο Μπούτσερ φόρεσε και το περιβραχιόνιο και εξέλαβε κυριολεκτικά το μήνυμα. Στα πρώτα λεπτά συγκρούστηκε με τον Έκστρομ σε μια αδιάφορη φάση στο κέντρο του γηπέδου. Το τραύμα πάρα πολύ βαθύ, δεν ήταν το σχεδόν παραδοσιακό σχίσιμο στο φρύδι αλλά μια σοβαρή πληγή στο μέτωπο. Το ιατρικό επιτελείο παρενέβη άμεσα, ο γιατρός της Εθνικής έκανε δυο πρόχειρα ράμματα με το συρραπτικό, πέρασε έναν επίδεσμο στο μέτωπο του Τέρι και τον ρώτησε αν μπορεί να συνεχίσει.
Η αδρεναλίνη και το αίσθημα υποχρέωσης του Μπούτσερ ήταν σε τέτοια ύψη που αδυνατούσε να αρνηθεί να συνεχίσει. Δεν ένιωθε πόνο, για την ακρίβεια δεν τον ενδιέφερε ο πόνος. Σημασία είχε η πρόκριση.
Μπήκε στο ματς με άγνοια κινδύνου, σαν να μην είχε συγκρουστεί ποτέ με τον Έκστρομ. Έμπαινε με όλη του δύναμη στις διεκδικήσεις, έβαζε το κεφάλι σε κάθε φάση που σηκωνόταν η μπάλα από το έδαφος (και τότε σηκωνόταν πολύ), δεν απέφευγε καμία επαφή. Μέσα σε λίγα λεπτά τα ράμματα έσπασαν, ο επίδεσμος άρχισε να γεμίζει αίμα, το πρόσωπο του Τέρι να γίνεται κατακόκκινο.
Αυτές οι εικόνες για τον Εγγλέζο φίλαθλο που παρακολουθούσε το παιχνίδι ήταν σαν τη μελωδία της ευτυχίας, ό,τι εγγύτερο σε ποδοσφαιρική Δουνκέρκη. Ο Τέρι αιμορραγούσε ακατάπαυστα και δεν περνούσε καν από το μυαλό του το ενδεχόμενο να βγει και να αφήσει την ομάδα με 10. Εκείνα τα χρόνια μόνο με απόφαση του προπονητή ή του ίδιου του ποδοσφαιριστή γινόταν αναγκαστική αλλαγή. Ο Μπούτσερ λειτούργησε ως ζωντανό παράδειγμα αυταπάρνησης και για τους υπόλοιπους, όσο οι Σουηδοί πίεζαν. Περνούσαν τα λεπτά και το αίμα έρρεε, η φανέλα από λευκή είχε γίνει κατακόκκινη, θαρρείς και έπρεπε να απεικονίζει τα χρώματα της σημαίας.
Νίλσον, Λίμπαρ και Ίνγκεσον σφυροκοπούσαν, η Αγγλία άντεχε. Άρχισαν να σηκώνουν ολοένα και περισσότερο τη μπάλα, αναγκάζοντας τον Μπούτσερ σε μια σειρά από κεφαλιές καταστροφικές για το τραύμα. Στο ημίχρονο ο γιατρός της Εθνικής και της Άρσεναλ, Τζον Κρέιν, προσπάθησε να ξανακάνει τα ράμματα πιο σωστά, χωρίς την πίεση του αγώνα. Το πρόβλημα ήταν ότι υπήρχε τόσο πολύ αίμα που δυσκολευόταν να δει τι έκανε. Είχε κατορθώσει να κάνει μόνο πέντε, όταν χτύπησε η πόρτα και ο Τέρι έπρεπε να επιστρέψει στο γήπεδο. Μάταια φώναξε ο Κρέιν για τη μια ίντσα που είχε μείνει ανοιχτή, χωρίς ραφή.
Η Αγγλία με κόπο, ιδρώτα και αίμα απέσπασε το πολυπόθητο 0-0, τον έναν βαθμό που της έδινε την πρόκριση. Ο διαιτητής σφυρίζει, ο Μπούτσερ γουρλώνει τα μάτια και υψώνει τις γροθιές. Ήταν ευτυχισμένος, ηρωικά λαβωμένος, αλλά επέζησε.
Το μόνο που απέμενε ήταν να απαθανατιστεί η στιγμή. Ευτυχώς η φωτογραφία τραβήχτηκε και χαράχθηκε στα βιβλία της ιστορίας του αγγλικού ποδοσφαίρου, είναι ό,τι εμβληματικότερο υπάρχει για να απεικονίσει την ιερότητα του εθνόσημου για τη χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο και επί δεκαετίες το υπηρετούσε με το δικό της, μοναδικό, τρόπο.
Ο Μπούτσερ έφυγε από το Νησί ως στόπερ της Ίπσουιτς και επέστρεψε ως αποφασιστικός και θαρραλέος πολεμιστής.
Στην πατρίδα δεκάδες μικρόφωνα να τον περιμένουν. Περιστασιακά αγωνιζόταν αιμόφυρτος, ποτέ δεν αισθάνθηκε πραγματικά πληγωμένος. Σε εκείνο το παιχνίδι μετατράπηκε σε σύμβολο και κεντρική φυσιογνωμία για το σύλλογό του και τη χώρα, συνδυάζοντας τη ρώμη με το ψυχικό σθένος και την αυταπάρνηση.
Τα αγγλικά ταμπλόιντ άρχισαν να σκαλίζουν την ιστορία του, διαπίστωσαν ότι μεγάλωσε στο Σάφολκ, στα 17 υπέγραψε με τους «Tractor Boys» για 50 στερλίνες την εβδομάδα, «ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για έναν πιτσιρικά», όπως παραδέχτηκε σε μια συνέντευξή του, δίνοντας και μια εικόνα για την τάξη των μεγεθών της εποχής.
Στα 19 ήταν ήδη βασικός, συνέθετε ένα πολύ δυνατό δίδυμο με τον Ράσελ Όσμαν στην καρδιά της άμυνας της μεγάλης Ίπσουιτς του Μπόμπι Ρόμπσον.
Η μεγαλύτερη στιγμή του με τη μπλε φανέλα δεν ήρθε στο Portman Road αλλά στο Müngersdorfer Stadion, στον ημιτελικό του Κυπέλλου UEFA εναντίον της Κολωνίας. Εκείνο το βράδυ, ο Τέρι Μπούτσερ με μια δυνατή κεφαλιά σκόραρε το σημαντικότερο από τα 21 του γκολ με τη φανέλα της Ίπσουιτς.
Ήταν εκεί και στα δυο 90λεπτα των Τελικών με την ΑΖ, συνετέλεσε τα μέγιστα στην κατάκτηση του μονάκριβου ευρωπαϊκού τροπαίου στην ιστορία μιας ομάδας, θαμμένης πια στη δεύτερη κατηγορία της Αγγλίας.
Έμεινε μια δεκαετία στην Ίπσουιτς, τον Ρόμπσον τον ξαναβρήκε στην Εθνική Αγγλίας, ως παίκτης των Γκλάσγκοου Ρέιντζερς πλέον. Εβδομήντα επτά φορές φόρεσε τη φανέλα της Εθνικής Αγγλίας, ήταν το νεότερο μέλος της ομάδας του Ρον Γκρίνγουντ στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, εκείνη την εποχή 23χρονος στόπερ ήταν ανήκουστο να ξεκινάει βασικός στην Εθνική. Στο Μεξικό είναι βασικός στο ματς της ιδιοφυΐας και του σατανισμού του Μαραντόνα, η μοίρα θέλησε να είναι ο τελευταίος παίκτης της Εθνικής Αγγλίας που κυνηγάει τον Ντιέγκο και κάνει το τελευταίο τάκλιν στο «γκολ του Αιώνα».
Χάρη στη ματωμένη του φανέλα, η Αγγλία συμμετείχε και στο Παγκόσμιο της Ιταλίας το 1990, το τελευταίο Μουντιάλ του Μπούτσερ. Η ιστορία γνωστή, «η κατάρα των πέναλτι», τα δάκρυα του Γκάζα, ο αμήχανος Στιούαρτ Πιρς, η τελευταία πράξη του θρυλικού Τέρι Μπούτσερ, του ήρωα της λαογραφίας του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Κάθε που οι παίκτες δέχονται ένα χτύπημα στο κεφάλι, ο σχολιαστής στην αγγλική τηλεόραση θα αναφέρει τον Τέρι Μπούτσερ. Αν βοηθήσει και η διακοπή στο παιχνίδι, θα θυμηθεί τις ιστορίες με τα επακόλουθα του τραυματισμού, τις τάσεις λιποθυμίας, τη βαριά διάσειση, τις πολλές ώρες ύπνου και ξεκούρασης για την αποκατάσταση. Όταν είχε χτυπήσει ο Πολ Ινς και συνέχισε με την αιματοβαμμένη φανέλα στο ματς με την Ιταλία στο Παγκόσμιο του 1998 στη Γαλλία, κάθε οπαδός που σέβεται τον εαυτό του έφερε στο θυμικό τον Τέρι Μπούτσερ.
Πάντα αυτές οι επιδείξεις θάρρους, δέσμευσης και ακατέργαστων συναισθημάτων θα προκαλούν την έντονη ανταπόκριση των αντανακλαστικών των φιλάθλων. Τα δάκρυα του Γκάζα, η έκφραση του Μπέκαμ μετά την αποβολή με την Αργεντινή, η αντίδραση του Λάμπαρντ στο ακυρωθέν γκολ, η απορία του Σακά, όταν του τράβηξε τη φανέλα ο Κιελίνι.
Άπειρες ιστορίες αγνής βρετανικής τραγωδίας. Στην κορυφή όμως θα παραμένει εκείνη με τη ματωμένη φανέλα του Τέρι στη Στοκχόλμη.
Μια ιστορία που κλείνει συνήθως με την αναφορά στην ιλαρή διαφήμιση για το απορρυπαντικό Radion. Όχι τόσο για την εικόνα με την ματωμένη φανέλα αλλά για την αμοιβή του Μπούτσερ που δεν ήταν σε χρήμα αλλά σε είδος. Μια εξάμηνη προμήθεια με σκόνη πλυσίματος, κιβώτια απορρυπαντικού στο γκαράζ.
Μια ακόμα ιστορία για να διηγείται γελώντας στους φίλους του στην pub, πίνοντας την επόμενη μπίρα.
Πηγή: Athletes’ Stories