Του Βασίλη Σαμπράκου
Σε μια επιφανειακή ανάγνωση, νικήτρια του ντέρμπι ανάμεσα στον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ ήταν η ομάδα που είχε πιο ποιοτική απόδοση στα τελευταία 20 μέτρα του τερέν, δηλαδή αυτή που με περίπου “ίσο ποδόσφαιρο” (13-10 τελικές, 52%-48% κατοχή, 29-27 οργανωμένες επιθέσεις) κατάφερε να δημιουργήσει περισσότερες κλασικές ευκαιρίες (xG: 2.05 – 1.08) και να αξιοποιήσει τις δύο. Μάλιστα αν αφαιρέσει κανείς την “αξία” της ευκαιρίας του πέναλτι και εστιάσει στις φάσεις της ροής του παιχνιδιού διαπιστώνει ότι ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ δημιούργησαν πάνω κάτω ίδιας αξίας ευκαιρίες. Κάπως έτσι ο αναλυτής οδηγείται στην διαπίστωση ότι νικήτρια αναδείχθηκε η ομάδα που είχε τον πιο αποφασιστικό ποδοσφαιριστή του τερέν, τον Ντιέγκο Μπίσεσβαρ.
Όταν κάποιος παραμένει στην επιφάνεια και αναλύει την τακτική συμπεριφορά των δύο ομάδων, φτάνει στο συμπέρασμα ότι νικήτρια αναδείχθηκε η ομάδα που είχε ετοιμάσει πιο αποτελεσματικό αγωνιστικό πλάνο ή αυτή της οποίας οι ποδοσφαιριστές το εκτέλεσαν πιο αποτελεσματικά. Η ΑΕΚ δεν βρήκε λύση στο χτίσιμο των επιθέσεών της υπό την πίεση του ΠΑΟΚ στο αρχικό στάδιο των επιθέσεων. Και δεν βρήκε αποτελεσματικές λύσεις ούτε στα προβλήματα που της έβαζε ο ΠΑΟΚ στον κεντρικό άξονα με την τοποθέτηση ποδοσφαιριστών που δημιουργούσαν υπεραριθμία. Χάρη στην τοποθέτηση του Ντάγκλας Αουγκούστο σε θέση 10αριού ο ΠΑΟΚ έγινε πολύ πιεστικός στην φάση άμυνας και συγχρόνως έδωσε μεγάλη ελευθερία στον Μπίσεσβαρ για να κινηθεί ελεύθερα και να επιτεθεί δίχως να κάνει ευάλωτο τον ΠΑΟΚ κατά την μετάβασή του στην φάση άμυνας. Τα συστήματα του 4-4-1-1 που ετοίμασε για αυτό το παιχνίδι ο Ραζβάν Λουτσέσκου έκαναν τον ΠΑΟΚ λιγότερο ευάλωτο συγκριτικά με τα προηγούμενα ματς στο πρωτάθλημα και δημιούργησαν τις συνθήκες για να απελευθερωθεί ο Μπίσεσβαρ και να δουλέψει για να φέρει γκολ.
Την ίδια ώρα οι επιλογές των παικτών και των χαρακτηριστικών που αυτοί έχουν στον κεντρικό άξονα δεν έδωσαν στην ΑΕΚ τα στοιχεία που της ήταν αναγκαία για να είναι πιο αποτελεσματική τόσο στην φάση άμυνας όσο και στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης των επιθέσεων.
Γιατί “στήνεται” στο απόσπασμα ο Μιλόγεβιτς;
Αν μείνει κανείς στις παραπάνω αναγνώσεις δεν βρίσκει τον λόγο για να “στήνεται” στο απόσπασμα ο προπονητής της ΑΕΚ. Ναι, δεν κατάφερε να βρει λύσεις στο χτίσιμο των επιθέσεων και να βοηθήσει την ομάδα του για να κάνει πιο ποιοτική κατοχή της μπάλας, αλλά αυτό φυσιολογικά συμβαίνει σε μια ομάδα που δεν έχει ωριμάσει. Οι κεντρικοί αμυντικοί έμεναν χωρίς καλές επιλογές για να προωθήσουν το παιχνίδι επειδή δεν τους βοηθούσαν οι κινήσεις των μέσων και των μεσοεπιθετικών. Και ανεξάρτητα από το αν μπορούσε ή όχι να βοηθήσει ο προπονητής αλλάζοντας μοτίβο ανάπτυξης, η όποια βοήθεια δεν θα είχε θεαματική επίδραση στην λειτουργία μιας ομάδας που βρίσκεται ακόμη στη φάση κατανόησης και εμπέδωσης των νέων αρχών του παιχνιδιού της. Αυτός ήταν ο τέταρτος, όχι ο δέκατος αγώνας πρωταθλήματος, γι’ αυτό και η επιρροή του προπονητή στο τακτικό κομμάτι μπορεί να είναι πολύ μικρότερη συγκριτικά με την εντύπωση που δημιουργούν όσοι βιάζονται να κρίνουν αν “κάνει” ή όχι μόνο από τα πρώτα αποτελέσματα και τις εντυπώσεις που αυτά δημιουργούν.
Το man management του Λουτσέσκου
Αν κάποιος επιχειρήσει μια βαθύτερη ανάγνωση, και λάβει υπόψη τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο Λουτσέσκου στην προετοιμασία του ΠΑΟΚ για αυτό το ντέρμπι, μπροστά του έχει την τεκμηρίωση των βασικών ισχυρισμών όσων εκτιμούν την μεθοδολογία και την ηγεσία του Ρουμάνου προπονητή. Δεν περίμενα να δω αυτό το ντέρμπι για να εκτιμήσω την ικανότητα του Λουτσέσκου στην διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Όμως αυτό που συνέβη το βράδυ της Κυριακής στην Τούμπα είναι μια πραγματική επίδειξη των ικανοτήτων ενός προπονητή που πείθει όλους τους ποδοσφαιριστές του ότι είναι σημαντικοί για την ομάδα και τους δημιουργεί το περιβάλλον που έχουν ανάγκη για να πιάσουν υψηλή απόδοση. Ο “κομμένος” Μπίσεσβαρ λάμπει ξανά, ο Ντάγκλας Αουγκούστο γίνεται σημαντικός, ο ταλαιπωρημένος από τον κορονοϊό Ζίβκοβιτς, που δεν έχει πάρει νέο συμβόλαιο, αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του και βγάζει πάθος, ο “δεν είναι ακόμη για βασικός” Μιχαηλίδης πιάνει υψηλή απόδοση, ο Πασχαλάκης στέκεται στο ύψος των απαιτήσεων, ο Εσίτι μπαίνει να παίξει με πάθος, ο Λύρατζης “κοπανιέται” στον πάγκο σαν να κρίνεται η καριέρα του από την απόδοση αυτών που παίζουν. Όλα στην αγωνιστική νοοτροπία και την συμπεριφορά του ΠΑΟΚ φωνάζουν ότι καθοδηγείται από κάποιον που πείθει όλους να ταυτίσουν το ατομικό με το ομαδικό συμφέρον. Η συμπεριφορά των ποδοσφαιριστών δημιουργεί την αίσθηση ότι αισθάνονται σημαντικοί. Και το πάθος, ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητά τους δημιουργούν την αίσθηση ότι έχουν προετοιμαστεί καλά, ψυχικά και πνευματικά, για ένα ντέρμπι.
Στο ψυχικό και πνευματικό κομμάτι της προετοιμασίας πάντως δεν απέδωσε άσχημα ούτε ο Μιλόγεβιτς. Η ΑΕΚ μπήκε συγκεντρωμένη και με θετική νοοτροπία στο τερέν. Και αν εξαιρέσει κανείς το διάστημα από το 42’, που πέτυχε γκολ ο Μπίσεσβαρ, μέχρι την λήξη του ημιχρόνου, εκεί όπου ο ΠΑΟΚ επένδυσε στα συναισθήματά του και δημιούργησε την πιο κλασική ευκαιρία του με την κεφαλιά του Ντάγκλας Αουγκούστο (xG: 0.20), η ΑΕΚ έδειξε ανθεκτικότητα. Και έφτασε κοντά στην ισοφάριση με την ευκαιρία του Ανσαριφάρντ στο 68’ (xG: 0,27). Παρά τις δυσκολίες που της έβαλε το παιχνίδι, δηλαδή η αντίπαλη έδρα και το προβάδισμα του αντιπάλου, και παρά τις προκλήσεις που την ανάγκασαν να αναπτύσσει σε χαμηλότερο ρυθμό τις επιθέσεις της, έμεινε στο ματς και δημιούργησε τις στιγμές της, δεν κατέρρευσε. Της ΑΕΚ αυτό δεν της ήταν αρκετό για να πάρει κάτι από το ντέρμπι, αλλά η αγωνιστική νοοτροπία της δεν είχε σχέση με την περσινή.
Στην επιστήμη της ανάλυσης της ποδοσφαιρικής απόδοσης, τα τέσσερα ματς δεν αποτελούν επαρκές δείγμα για ασφαλή συμπεράσματα και αξιόλογες προεκτιμήσεις για την πορεία μιας ομάδας στη σεζόν. Με άλλα λόγια είναι πάρα πολύ νωρίς για να εκτιμήσεις την δυναμική μιας ομάδας και την διάρκειά της. Αν για κάτι δεν είναι νωρίς, είναι για να εκτιμήσεις ότι ο Λουτσέσκου ήξερε πώς να κάνει την αρχή.
Πηγή: Gazzetta