Επιλογή Σελίδας

Του Zastro

Στην πόλη επικρατεί μια αφύσικη σιωπή.

Ο συνηθισμένος θόρυβος, η βαβούρα που λειτουργεί σαν βαλβίδα πίεσης και αποσυμπίεσης μιας ολόκληρης πρωτεύουσας, έχει εκμηδενιστεί από μια αόρατη αλλά εκκωφαντική ένταση. Άδειοι δρόμοι, σοκάκια σκεπασμένα απ’ το ημίφως, ελάχιστοι περαστικοί, οι βέσπες παρκαρισμένες στα πεζοδρόμια. Το τοπίο μοιάζει σαν μεταποκαλυπτικό σενάριο. Το ημερολόγιο γράφει άλλωστε 1984: «να αρνιέσαι τη μαρτυρία των ματιών και των αυτιών σου». Η «Αιώνια Πόλη» για πρώτη φορά μετά από αιώνες αναστενάζει, αρνείται την ίδια της τη φύση.

Οι πιο τυχεροί είναι στο Olimpico, οι περισσότεροι στα σπίτια τους, θρονιασμένοι μπροστά στις τηλεοράσεις τους. Στο Circo Massimo είναι συγκεντρωμένος 200.000 κόσμος, ο Δήμαρχος έχει στήσει μια από τις πρώτες γιγαντοοθόνες στην ιστορία. Ένα πιάνο στέκει φωτισμένο στην τεράστια σκηνή και περιμένει τον Αντονέλο Βεντίτι να θωπεύσει τα πλήκτρα του. Η Ρώμη είναι σαν έρημο νησί με εκατομμύρια τουρίστες κλειδωμένους στα σπίτια τους, έτοιμους να ξεκινήσουν το πιο ξέφρενο πάρτι, όταν δοθεί το σύνθημα.

Τα εστιατόρια αδειανά, η Piazza di Spagna για πρώτη φορά είναι μια κοινή πλατεία, στη Scalinata θαρρείς και απαγορεύτηκε η διέλευση, στη Fontana di Trevi ένα ζευγάρι Αμερικανών ψάχνει απεγνωσμένα έναν ντόπιο για να το φωτογραφίσει. Στον πολύ κεντρικό κινηματογράφο, Metropolitan, στη Via Del Corso έχουν κοπεί 3 (αριθμητικώς τρία) εισιτήρια για τη βραδινή προβολή. Η ταμίας έχει σκύψει στο γκισέ αποκαρδιωμένη, περιμένει να χτυπήσει το τηλέφωνο για να ανεβάσει την πλακέτα «η παράσταση ακυρώνεται».

Κι όμως η πόλη βράζει και το μόνο που απομένει είναι να σηκωθεί το καπάκι.

Γιατί η ομάδα της πόλης, η Ρόμα, παίζει έναν ολόκληρο Τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στα πέναλτι. Μέσα στην έδρα της. Με τα χιλιάδες χρόνια ιστορίας της πόλης να την πλακώνουν. Με την ίδια την ιστορία να γράφεται για πρώτη φορά.

Δεν είχε ξανακριθεί Τελικός στα πέναλτι μέχρι τότε. Ήταν η πρώτη φορά. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων και με την απόσταση τόσων ετών, για πολλά πράγματα ήταν “η πρώτη φορά”.

Ο σπουδαίος Νιλς Λίντχολμ έχει μόλις παρακολουθήσει τον Στιβ Νίκολ να σπαταλάει το πρώτο από τα πέναλτι που θα κρίνουν τον Πρωταθλητή Ευρώπης για το 1984. Η δική του Ρόμα είναι ένα βήμα πιο κοντά στο θαύμα, τόσο κοντά που αγγίζει με τα δάχτυλά της το «μεγάλο Κύπελλο με τ’ αυτιά». Την είχε κρατήσει ζωντανή ο Ρομπέρτο Προύτσο, ο οποίος πρόλαβε, πριν “βγει” το ημίχρονο, να απαντήσει στην ψυχρολουσία του γκολ από τον Φιλ Νιλ.

Η ομάδα πλέον έχει και το ψυχολογικό πλεονέκτημα, ο Λίντχολμ γυρνάει στον Αγκοστίνο Ντι Μπαρτολομέι, του δίνει εντολή να εκτελέσει το πρώτο, ενώ κανονικά θα εκτελούσε ο Γκρατσιάνι. Ο αρχηγός βαδίζει βασανιστικά, στήνει τη μπάλα, ακούει το σφύριγμα του διαιτητή και σουτάρει με το αλάνθαστο στυλ του. Ένα ξερό σουτ, με τόση δύναμη που προκαλεί τους νόμους της φυσικής. Μόνο τα υλικά της εποχής εμποδίζουν τη μπάλα να μην εκραγεί από το βίαιο χτύπημα του «Άγκο». Γκολ. Η Ρόμα προηγείται, επιτέλους η πίεση περνάει στους ποδοσφαιριστές της Λίβερπουλ.

Ο Λίντχολμ ρίχνει ένα πλάγιο βλέμμα στον αντίπαλο πάγκο. Ίσως και να χαμογέλασε κρυφά με αυτό που είδε. Δεν ξεχνά την εικόνα στη φυσούνα δυόμισι ώρες νωρίτερα, όταν οι ποδοσφαιριστές της Λίβερπουλ είχαν σοκάρει τους παίκτες του, τραγουδώντας δυνατά το «I don’t know what it is, but I love it» του Κρις Ρία.

Η ιδέα ήταν του μεγάλου “κακού” εκείνου του Τελικού, του απόλυτου πρωταγωνιστή, του ανθρώπου που έκρινε ολόκληρη τη διαδικασία των πέναλτι, χωρίς καν να ακουμπήσει τη μπάλα με τα γάντια του. Του Μπρους Γκρόμπελαρ. Του πρώτου μεγάλου “κακού” στην ιστορία του Champions League.

Στο διαβατήριο, κάτω από τον «τόπο γέννησης» έγραφε «Ντέρμπαν». Στην Ελλάδα τότε το λέγαμε «Ντουρμπάν», είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα λιμάνια στην Αφρική και δεσπόζει σαν “Μητρόπολη” στη νότια ακτή της επαρχίας του Κουά Ζουλού-Νατάλ. Πρόκειται για μια από τις πιο επικίνδυνες πόλεις σε ολόκληρο τον κόσμο κι αυτός είναι ο λόγος που ο Μπρους έμεινε εκεί μονάχα ως νεογνό, για δυο μήνες. Ο πατέρας του βρήκε δουλειά στη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), εργαζόταν ως υπάλληλος στο σιδηρόδρομο και προσπαθούσε να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για την οικογένειά του.

Αυτήν την “κανονικότητα” έζησε ο Μπρους, τα παιδικά του χρόνια τα θεωρεί όμορφα, παρόλο που οι γονείς του χώρισαν, πριν κλείσει τα 10 του χρόνια. Η μάνα του τότε δούλευε σε ένα υποδηματοποιείο, αργότερα το ανέλαβε εξ ολοκλήρου και χρειαζόταν να λείπει αρκετές ώρες από το σπίτι. Ο Μπρους με την αδερφή του στις αλάνες, με άφθονο χρόνο για παιχνίδι.

Μπορεί εκείνα τα χρόνια το “εθνικό σπορ” να ήταν το ράγκμπι, αλλά το μικρό τον τραβούσε σαν μαγνήτης το ποδόσφαιρο.

Και τον γοήτευε η θέση του τερματοφύλακα. Έβλεπε τους υπόλοιπους να τρέχουν σαν τρελοί στον αγωνιστικό χώρο κι ήθελε να είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν το γκολ, εκείνος που θα χαλάσει το πάρτι.

Δεν ήταν εύκολα χρόνια, μην ξεγελιόμαστε από τις αναμνήσεις ενός μικρού παιδιού. Εκείνη η εποχή είναι κυριολεκτικά τα χρόνια της φωτιάς για τη Ροδεσία. Από το Νοέμβριο του ’65 ο Πρωθυπουργός Ίαν Ντάγκλας Σμιθ έχει υπογράψει τη μονομερή Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, παρά τη ρητή εντολή των Βρετανών να μην το κάνει. Το Ροδεσιανό Μέτωπο του Σμιθ ένιωθε παντοδύναμο, γιατί είχε θριαμβεύσει στις εκλογές, παραδίδοντας κάθε είδους πολιτική και οικονομική εξουσία στους λευκούς.

Πάντα από εκεί ξεκινούσαν όλα. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Δημοτικό, ο Μπρους και κάθε λευκό παιδάκι μάθαιναν ότι είναι ανώτερα από τους μαύρα. Πήγαιναν σε χωριστά σχολεία, με εντελώς διαφορετικές προοπτικές και πρότυπα. Όλη η δομή είχε προφανείς συνέπειες. Καλύτερες δουλειές, διαφορετική κοινωνική αντιμετώπιση, περισσότερες ευκαιρίες, περισσότερα χρήματα. Και κατά συνέπεια, περισσότερο μίσος και νερό στο μύλο ενός φαύλου κύκλου που δεν σταματούσε ποτέ.

Τα παιδιά με τα οποία έπαιζε μαζί στις αλάνες και δεν είχαν το δικό του χρώμα στο δέρμα, τη δική του “καταγωγή”, δεν μπορούσαν να μπουν στα ίδια μπαρ, να κοιμηθούν στα ίδια ξενοδοχεία, να φάνε στα ίδια εστιατόρια. Στις τρυφερές ηλικίες όλα αυτά πολύ δύσκολα επεξηγούνται και γίνονται αντιληπτά. Για τον Μπρους “αυτό ήταν”, γιατί αυτό γνώρισε, αυτό έμαθε, μέσα σε αυτό μεγάλωσε.

Δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει γύρω του, όταν το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με το περίφημο «ψήφισμα 216» έκρινε ότι η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Σμιθ ήταν μια επονείδιστη πράξη μιας ρατσιστικής μειονότητας και κάλεσε τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ να μην αναγνωρίσουν τη νέα Κυβέρνηση.

Το Ηνωμένο Βασίλειο κάλεσε τον Ύπατο Αρμοστή στο Σάλσμπερι (σήμερα είναι το Χαράρε, η πρωτεύουσα της Ζιμπάμπουε), για να διαπιστωθεί ότι τη Ροδεσία στηρίζουν η Νότια Αφρική και η Πορτογαλία του Σαλαζάρ, η οποία όχι μόνο αναγνωρίζει την ανεξαρτησία αλλά εγγυάται οικονομική υποστήριξη και ελεύθερη πρόσβαση στα λιμάνια της Μοζαμβίκης. Αυτό ήταν.

Οι επαναστατικές φατρίες των μαύρων με επικεφαλής τον Ρόμπερτ Μουγκάμπε και τον Τζόσουα Ενκόμο επαναστατούν, με αποτέλεσμα έναν οδυνηρό και αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Το σημείο καμπής ήρθε το 1974, με την πτώση του Μαρσέλο Καετάνο, του διαδόχου του Σαλαζάρ. Χωρίς την υποστήριξη της Πορτογαλίας, τα πράγματα περιπλέκονται για το μέτωπο του Σμιθ. Είναι η εποχή που ο Μπρους Γκρόμπελαρ πρέπει να παρουσιαστεί στο στρατό.

Τον έπεισε η μάνα του να πάει, τον παρακίνησε να μεταβεί στην περιφέρεια για να διαπιστώσει “αν τον χρειάζονται”. Τον έδιωξαν, γιατί δεν είχε συμπληρώσει τα 18, αλλά τον διαβεβαίωσαν ότι θα τον καλέσουν τους επόμενους μήνες.

Εκείνος ήταν έτοιμος για τη Νότιο Αφρική, είχε βρει μια ομάδα για να παίξει ποδόσφαιρο, αλλά ένας Λοχίας έπεισε τη μάνα του ότι θα τον πάρει στο επόμενο τάγμα. Η μητέρα του τον πήρε από το χέρι και τον παρέδωσε στους στρατιώτες. Μιλάει πολύ λίγο γι’ αυτό, δεν κατάλαβε ποτέ για ποιον λόγο η μάνα του επέμενε να τον στείλει να πολεμήσει.

Κατέληξε στα σύνορα με τη Μοζαμβίκη, τον πρώτο καιρό ήταν όλα ήρεμα, γιατί η επίθεση καθυστέρησε κάποιους μήνες. Στο στρατόπεδο ήταν σαν κατασκήνωση. Αντάλλαζε τσιγάρα και σοκολάτες με τους συνομηλίκους, εξηγούσαν ο ένας στον άλλον από πού κρατάει η σκούφια τους, τα βράδια μοιράζονταν τα όνειρά τους.

Τα Χριστούγεννα του ’75 ο ήχος από τις πρώτες σφαίρες, η πρώτη σειρήνα, το άγχος, ο φόβος. Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει στον πόλεμο είναι να προσέχει τον εαυτό του. Μετά καταλαβαίνει ότι στο Μέτωπο δεν ισχύει ο χρόνος, καταλύεται η όποια έννοιά του. Λέει ψέματα στον εαυτό του ότι όλο αυτό θα διαρκέσει έναν χρόνο. Μετά 18 μήνες. Μετά δυο χρόνια. Βλέπει φίλους να πεθαίνουν, άλλους να ακρωτηριάζονται, ζει τη φρίκη.

Δεν υπάρχει χειρότερος τρόπος να αντιληφθεί κάποιος πόσο πολύτιμη είναι η ζωή, πόσο μεγάλο δώρο είναι η επιβίωση. Με ορισμένα πράγματα δεν παίζουμε, στα σοβαρά πάνε περίπατο οι εύκολες κρίσεις, οι ταμπέλες, το ανάθεμα. Η καλύτερη επιλογή είναι η σιωπή.

Ο Μπρους Γκρόμπελαρ πέρασε από όλο αυτό για να καταλήξει χαρούμενος που έπαιζε ποδόσφαιρο, ευτυχισμένος που πληρώνεται για να κάνει ό,τι του άρεσε, όταν ήταν παιδί. Σκέφτεται συχνά εκείνη την περίοδο “στο στρατό”, όπως αρέσκεται να διηγείται. Όλες εκείνες τις ζωές που σπάραζαν και χάθηκαν για έναν πόλεμο απόλυτης βλακείας, μια αιματοχυσία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, εάν τα εμπλεκόμενα μέρη είχαν καθίσει σε ένα απλό τραπέζι διαπραγματεύσεων.

Ήταν 18 χρόνων, όταν χρειάστηκε να σκοτώσει για πρώτη φορά τον “εχθρό”. Για να μην προλάβει να τον σκοτώσει πρώτα εκείνος. Το βράδυ στον κοιτώνα ξεγελούσε τον εαυτό του κάνοντας όνειρα ότι θα παίξει μπάλα στην Ευρώπη. Το έλεγε φωναχτά στους διπλανούς κι εκείνοι τον προσγείωναν στην πραγματικότητα. «Ονειρέψου, γιατί απόψε μπορεί μια χειροβομβίδα να σου ανοίξει το κεφάλι και να σου πάρει το λιγοστό μυαλό που σου έχει απομείνει».

«Πώς μπορείς να ξεχάσεις ότι έχεις δει τους περισσότερους από τους καλύτερους φίλους σου να πεθαίνουν στον πόλεμο; Πώς μπορείς να συγχωρήσεις τον εαυτό σου που σκότωσε άλλον άνθρωπο; Έχω ακόμη εφιάλτες για αυτό. Ό,τι μου έχει συμβεί στη ζωή μου είναι ασήμαντο σε σύγκριση με τα χρόνια στο στρατό».

Ποιο Olimpico, ποια “κόλαση” και ποια ένταση λοιπόν να πουν τι στον Μπρους Γκρόμπελαρ;

Ναι, ο θόρυβος ήταν απερίγραπτος, το άγχος των συμπαικτών απίστευτο, το ψυχολογικό βάρος μετά το πρώτο χαμένο πέναλτι αβάστακτο για τους περισσοτέρους. Όχι για τον Γκρόμπελαρ.

Πριν ξεκινήσει η διαδικασία, ο προπονητής της Λίβερπουλ, ο Τζο Φάγκαν, τον είχε πάρει παράμερα, τον αγκάλιασε και του είπε «Άκου, κανείς δεν θα σε κατηγορήσει, αν χάσουμε, επειδή δεν απέκρουσες πέναλτι. Αλλά, αν κερδίσουμε, θα γίνεις ήρωας». Ποιος ξέρει, μπορεί αυτή η ατάκα, αυτή η χειρονομία του Τζο να έβαλε σε κίνηση τα εσωτερικά γρανάζια του Γκρόμπελαρ.

Στο μεταξύ ο Νιλ έχει ισοφαρίσει το πέναλτι του «Άγκο». Το Olimpico είναι στο πόδι, γιατί το επόμενο πέναλτι θα το εκτελούσε το αγαπημένο του παιδί, ο Μπρούνο Κόντι. Μακρύ ακανόνιστο μαλλί, κοντός μπαλαδόρος, η επιτομή της ιταλόφατσας, “Ρομάνος” με όλη τη σημασία της λέξης. Οι ντόπιοι τον λάτρευαν, ήταν δικό τους παιδί και πάντα με την υπερβολή που τους διακρίνει τον φώναζαν «Μαραζίκο», σαν μίξη του Μαραντόνα και του Ζίκο, δυο θεών της μπάλας που τότε μεσουρανούσαν.

Το βάδισμα του Μπρούνο νευρικό, πέντε λεπτά πριν τη λήξη και της παράτασης είχε πάρει και κίτρινη κάρτα, το Κύπελλο εκείνο “έπρεπε” να είναι δικό του. Στο γήπεδο απόλυτη σιωπή. Ο Μπρούνο στήνει τη μπάλα και εκείνη τη στιγμή το Olimpico βιώνει το απίστευτο.

Ο Γκρόμπελαρ απελευθερώνει τον κλόουν από μέσα του. Πλησιάζει, γελώντας, στην εστία, κάνει γκριμάτσες, δαγκώνει τα δίχτυα, στήνεται στη γραμμή και ψάχνει το βλέμμα του Κόντι. Ο Μπρούνο ενστικτωδώς γυρίζει πλάτη για να το αποφύγει.

Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν την εκτέλεση και οι δύο κοιτάζουν το διαιτητή. Και οι δυο με τα χέρια στη μέση, αλλά με εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις σώματος. Ο Μπρούνο μοιάζει να μην θέλει να εκτελέσει, ο Μπρους είναι όσο πιο προκλητικός γίνεται. Ο διαιτητής σφυρίζει, η μπάλα σηκώνεται ψηλά, καταλήγει στ’ αστέρια. Ισοπαλία, η Λίβερπουλ ξανά στο παιχνίδι.

Ο Κόντι επιστρέφει στο κέντρο του γηπέδου και ορκίζεται ότι οι παίκτες της Λίβερπουλ γελούσαν, τα χαχανητά τους ήταν πολύ ενοχλητικά. Γυρίζει να δει ποιος θα εκτελέσει το επόμενο πέναλτι από τη Λίβερπουλ. Έχει ήδη ξεκινήσει να περπατάει προς την εστία ο Γκρέιαμ Σούνες, ο μεγάλος Σκώτος αρχηγός. Γκολ.

Το βάρος στις πλάτες του πιτσιρικά αμυντικού, Ουμπάλντο Ριγκέτι. Ο Κόντι ασυναίσθητα γυρνάει στο Φαλκάο και του λέει «κοίτα τι θα κάνει ο καραγκιόζης». Παραδόξως, ο Γκρόμπελαρ δεν κάνει τίποτα. Κι αυτό εξαγριώνει ακόμα περισσότερο τον Κόντι. Ο μικρός βρίσκει εστία, το πέναλτι είναι κακό, αλλά μπαίνει μέσα κι αυτό αρκεί. Ισοπαλία.

Όλα είναι στα πόδια του Ίαν Ρας, του Ουαλού θρύλου των «Reds». Ο Τανκρέντι δεν βγάζει ούτε αυτό, άλλωστε ο Ρας είναι ο τελευταίος που θα έχανε πέναλτι σε εκείνον τον Τελικό. Ο «Άγκο» γυρίζει στον «Τσίτσο» Γκρατσιάνι, του δίνει ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Ήταν εκείνος που θα εκτελούσε το πρώτο πέναλτι, αλλά ο Λίντχολμ ήθελε τον αρχηγό για το ψυχολογικό αβαντάζ. Πλεονέκτημα τώρα δεν υπάρχει, όλο το βάρος του κόσμου είναι στο Γκρατσιάνι.

Ο Γκρατσιάνι βαδίζει με το κεφάλι να κοιτά το έδαφος. Με τις κάλτσες κατεβασμένες, την ένταση του αγώνα στην ψυχή και το σώμα, την ευθύνη να ζυγίζει τόνους ολόκληρους, βαδίζει μοναχικά. Είναι ο μοναδικός άνθρωπος στο Olimpico που χάνει την παράσταση του Γκρόμπελαρ.

Στην Αγγλία ονομάστηκε «Spaghetti Dance». Ο Γκρόμπελαρ έσπαγε το κορμί του και “χόρευε” σαν να μην έχει κλείδες, σαν μακαρόνι που βράζει στο καυτό νερό. «Βρισκόμουν στη Ρώμη, το εθνικό φαγητό είναι τα μακαρόνια, οπότε θα προσποιηθώ ότι έχω μακαρόνια αντί για πόδια», διηγήθηκε εκ των υστέρων ο πρωταγωνιστής.

Όταν ο Γκρατσιάνι υψώνει το βλέμμα, ο Μπρους έχει πάρει θέση στο κέντρο του τέρματος. Τρικλίζει. Ξεκινά ένας υπαινιγμός μεθυσμένου χορού. Είναι πολύ ενοχλητικό, ασεβές, αλλά και υπνωτικό συνάμα. Ο μύθος λέει ότι σε εκείνο ακριβώς το σημείο ο Γκρατσιάνι έχασε το μυαλό του, τη συγκέντρωσή του, άρχισε να βλέπει θολά.

Το χτύπημα ξεγελά τον Γκρόμπελαρ, αλλά η μπάλα φεύγει δίπλα απ’ το δοκάρι. Ο Γκρόμπελαρ ορκίζεται ότι το άγγιξε κι ο αέρας τη φύσηξε έξω. Το χαμένο πέναλτι του Γκρατσιάνι εξ αιτίας της «μακαρονάδας του Γκρόμπελαρ» θα μπει στο πάνθεον των μεγάλων “what if” μιας ολόκληρης πόλης. Μαζί με τις κράμπες του Φαλκάο σε εκείνον τον Τελικό, τις οποίες οι παλιοί Ρωμαίοι έχουν αναγάγει σε κύρια αιτία που η ομάδα δεν κατέκτησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. «Αν ο Φαλκάο δεν είχε κράμπες, θα ήταν διαφορετική η σειρά εκτέλεσης των πέναλτι, ο Φαλκάο δεν υπήρχε περίπτωση να το χάσει» κ.ο.κ. Δεν υπάρχουν μεγαλύτεροι αστικοί μύθοι, μόνο το αόρατο γκολ του Τουρόνε ξεπερνά αυτούς του μύθους.

Το εύστοχο χτύπημα πέναλτι του Κένεντι που έδωσε το Κύπελλο στη Λίβερπουλ δεν το θυμάται κανένας. Ο χρόνος σταμάτησε στο χαμένο πέναλτι του Γκρατσιάνι, εκεί που μια ολόκληρη πόλη αντιλήφθηκε ότι όνειρο ήταν και πήγε χαμένο.

Η επικείμενη συναυλία στο Circo Massimo έγινε μια πένθιμη συγκέντρωση ομοϊδεατών για να μοιραστούν την πίκρα τους. Ο καθένας είχε και τη δική του μυστικιστική εξήγηση για την ήττα. Ο Αντονέλο δεν είχε φωνή να βγάλει, όχι απ’ το λαρύγγι, απ’ την ψυχή του.

Στα σπίτια παγωμάρα, οι μεγαλύτεροι τα έβαζαν με θεούς και δαίμονες. Για άλλον έφταιγε ο Γκρατσιάνι, για άλλον ο Λίντχολμ, για πολλούς ο λιγόψυχος και ρίψασπις Φαλκάο. Όλοι συμφώνησαν μόνο σε ένα πράγμα, στις κατάρες στον “κακό μάγο” Γκρόμπελαρ. «Ο αναθεματισμένος Άγγλος». Πού να ήξεραν την ιστορία του οι δύστυχοι Ρωμαίοι, πού να είχαν ιδέα της οδύσσειας του ταξιδιού του.

Μετά τον πόλεμο, ξενιτεμός στον Καναδά, οι πρώτες επαφές ξανά με το ποδόσφαιρο στο Βανκούβερ, μετά ο δανεισμός στην Κρου Αλεξάντρα, μετά την αποτυχία της υπογραφής στη Γουέστ Μπρομ του Ρον Άτκινσον, λόγω αδυναμίας έκδοσης άδειας εργασίας. Στη Λίβερπουλ πήρε μεταγραφή λόγω του χαμηλού κόστους, προοριζόταν για ρεζέρβα του Κλέμενς και πήρε την ευκαιρία του, όταν ο μεγάλος Ρέι αποχώρησε για την Τότεναμ το ’81.

Δεν τα βρήκε όλα ρόδινα, δυο συνεχόμενες σεζόν οι γκάφες του στα ευρωπαϊκά ματς με την ΤΣΣΚΑ Σόφιας και τη Βίτζεβ Λοντς κόστισαν στη Λίβερπουλ μεγάλες πορείες, πιθανόν κάποια παράσημα ακόμα στην πλούσια ιστορία της.

Άντεξε όμως, απλούστατα γιατί είχε μάθει να αντέχει. Και στην πορεία κατέκτησε τα πάντα. Έξι Πρωταθλήματα, τρία Κύπελλα Αγγλίας, τρία League Cup, πέντε Charity Shields. Και έναν ευρωπαϊκό τίτλο. Το Κύπελλο Πρωταθλητριών στη Ρώμη, εκείνη τη νύχτα στο Olimpico.

«Έχω μείνει στην ιστορία ως κλόουν. Είμαι ακόμη εδώ και γελάω. Παρέλυσα τη Ρόμα και σε κάθε περίπτωση παίξαμε πολύ καλά σε εκείνον τον Τελικό. Εσείς θυμάστε μόνο το “Spaghetti Dance”, αλλά εκείνη η Λίβερπουλ ήταν τρομερή ομάδα».

Δεν έχει άδικο. Ειδάλλως οι «Reds» δεν θα ξαναέφταναν στον Τελικό και την επόμενη σεζόν. Εκείνον τον Τελικό όμως δεν θέλει να τον θυμάται κανένας, γιατί είναι «ο Τελικός του Heysel».

Ήταν η μοναδική φορά στην καριέρα του που ενεπλάκη σοβαρά συναισθηματικά. Διότι όλο αυτό που έζησε δεν είχε την παραμικρή σχέση με το ποδόσφαιρο. Το βράδυ της τραγωδίας του Heysel τα αποδυτήρια της Λίβερπουλ ήταν ό,τι πλησιέστερο σε αυτοσχέδιο στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο Μπρους μάζεψε μερικούς συμπαίκτες και πήγαν να βοηθήσουν, να σώσουν ό,τι σωζόταν. Γέμισαν κουβάδες με νερό, πήραν πετσέτες από τα ντους, κάθε φορά που θυμάται εκείνη τη νύχτα τραβάει το βλέμμα του αλλού.

Δεν ήθελε να παίξει. Κανένας δεν ήθελε να παίξει. Όταν έφτασε στη μεγάλη περιοχή είδε τρία μαχαίρια καρφωμένα στο χορτάρι. Ήταν εκεί με το σώμα, μόνο. Κι εκείνος και οι συμπαίκτες του και οι αντίπαλοι. Και έπαιξαν ένα παιχνίδι που δεν έπρεπε να παιχτεί ποτέ.

Η πολλοστή τραγωδία στη ζωή του Γκρόμπελαρ, όχι η τελευταία. Διότι ήταν παρών και στο Σέφιλντ τέσσερα χρόνια αργότερα, στην τραγωδία του Hillsborough. Ενενήντα έξι νεκροί. Ανείπωτο δράμα. Λες και κάθε άνθρωπος πρέπει να επιστρέφει στα σκοτεινά μέρη της προσωπικής φρίκης του, να αντιμετωπίζει ξανά τους δαίμονές του, μήπως κατορθώσει να απαλλαγεί απ’ αυτούς. Ο Μπρους επέστρεψε στη Μοζαμβίκη, στη Ζιμπάμπουε, στη Νότια Αφρική, στο Heysel.

Αυτά τον ενοχλούν, όχι οι κατηγορίες για τα στημένα παιχνίδια του 1994. Δικάστηκε, κρίθηκε σκληρά, το σκάνδαλο απασχόλησε τα βρετανικά Μέσα επί μια τριετία και η αθώωσή του δεν έγινε δεκτή με πανηγυρικό τρόπο. Η λαϊκή ετυμηγορία ήταν πως είναι ένοχος, πως μαζί με τον Φασάνου, τον Σέγκερς και τον Μαλαισιανό επιχειρηματία, Χενγκ Σουάν Λιμ, είχαν “στήσει” παιχνίδια.

Κυνήγησε τη «Sun» για να καθαρίσει το όνομά του. Οι 85.000 στερλίνες που του επιδίκασε ως αποζημίωση το δικαστήριο ήταν σταγόνα στον ωκεανό των δικαστικών εξόδων, τα οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ξεπέρασαν το 1 εκατ. λίρες. Η «Sun» εφεσιβάλλει την απόφαση, η υπόθεση φτάνει ακόμα και μέχρι τη Βουλή των Λόρδων, η αποζημίωση πέφτει στο συμβολικό ποσό της μίας στερλίνας.

Πνιγμένος στα χρέη, αθώος, με τυπικά και μόνο καθαρό το όνομά του, έχει να αντιμετωπίσει και τη δαμόκλειο σπάθη της πληρωμής του μισού εκατομμυρίου λιρών στην εφημερίδα για τα δικαστικά έξοδα της έφεσης. Καταστράφηκε. Οικονομικά, κοινωνικά, ηθικά.

Αναγκάστηκε να περιφέρεται δεξιά κι αριστερά ως ποδοσφαιριστής, σχεδόν ενεργός μέχρι 40 ετών, από εκεί και πέρα με μονοσήμαντες συμμετοχές στις πολύ χαμηλές κατηγορίες. Στα 45 πέρασε και από τη Χελλένικ του Κέιπ Τάουν, μια ομάδα με ελληνικά σύμβολα και χρώματα που ιδρύθηκε από Έλληνες μετανάστες το 1958, τελευταία φορά φόρεσε γάντια και σορτσάκι 50 (!) ετών στην Γκλάσχαουτον και αποσύρθηκε.

Τιμής ένεκεν φόρεσε και τη φανέλα της Ματαμπέλελαντ το 2018, για να καταγράψει συμμετοχή και στη Ζιμπάμπουε, της οποίας τη φανέλα με το εθνόσημο φόρεσε 32 φορές στην καριέρα του και αισθάνεται μόνη πατρίδα του.

Θυμάται ότι έφτασε στην Αγγλία με 10 λίρες στην τσέπη. Έφυγε με μία. Προσπάθησε για λίγο να κάνει και τον προπονητή. Πιο πολύ σαν υπηρεσιακός και “προσωπικότητα” στην Εθνική της Ζιμπάμπουε, με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα στη Νότιο Αφρική και τη “δική μας” Χελλένικ.

Η ζωή του είναι κινηματογραφική, τα είχε όλα. Πολύ πόνο, πίκρα, αίμα, προδοσία και χαμένη αγάπη. Κι όμως, ο Μπρους Γκρόμπελαρ έχει μείνει στην ιστορία για εκείνη τη βραδιά στο Olimpico.

Είναι σαν τα μεγάλα μεθύσια, εκείνα που τα μισοθυμάσαι όλα θολά, ξεχνάς τι έκανες και με ποιον και πάντα, για να φτιάξουν το μυαλό και το στομάχι, χρειάζονται μια μακαρονάδα για το σβήσιμο.

Και στο τέλος θυμάσαι μόνο αυτήν.

Πηγή: Athletes’ Stories