Του Βασίλη Σαμπράκου
Στη διαδρομή προς το αεροδρόμιο για να πετάξω στο Μόναχο, το πρωί του περασμένου Σαββάτου, είχα πάρει μαζί μου όλη αυτή την περιέργεια που κουβαλούσα τα τελευταία χρόνια μελετώντας την εξέλιξη και την αναβάθμιση του γερμανικού πρωταθλήματος. Μέχρι το περασμένο Σάββατο ήταν αμέτρητες οι φορές που έπιανα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν όλο αυτό που παρακολουθώ φανατικά ως τηλεθεατής με τα γεμάτα γήπεδα, τον ενθουσιασμό και τον πολιτισμό στις κερκίδες, όλες αυτές οι εικόνες που σου δημιουργούν την αίσθηση ότι οι θεατές απολαμβάνουν ποδοσφαιρική ψυχαγωγία της κορυφαίας ποιότητας είναι αληθινές ή κυρίως τηλεοπτικές. Δεν είχα προηγούμενη εμπειρία ως θεατής ενός αγώνα της Bundesliga, γι’ αυτό και ανταποκρίθηκα με ενθουσιασμό στην πρόσκληση της Paulaner, της μπύρας που έχει συνδεθεί με όλες τις πανηγυρικές στιγμές της Μπάγερν, για να βρεθώ στην Allianz Arena και να παρακολουθήσω το παιχνίδι με την Βέρντερ.
Προσγειώθηκα στο Μόναχο το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, για την Καθολική Εκκλησία και τον Προτεσταντισμό. Η εικόνα στους δρόμους μιας πόλης των περίπου 2 εκατομμυρίων ανθρώπων ήταν, σε κυκλοφορία (και μόνο), όμοια με αυτή που συναντάς στην Αθήνα τις ημέρες του δεκαπενταύγουστου. Μια τέτοια ημέρα θα σε έβαζε σε πολλά σημεία του πλανήτη στην αμφιβολία σχετικά με την προσέλευση στο γήπεδο. Το ματς με την Βέρντερ είχε μεγάλο βαθμολογικό ενδιαφέρον για μια ομάδα που πάει πόντο πόντο με την Ντόρτμουντ στην διεκδίκηση της “σαλατιέρας”, αλλά για το ελληνικό ποδοσφαιρικό μυαλό αυτός δεν είναι αρκετός λόγος για sold out σε ένα γήπεδο χωρητικότητας 75.000 θεατών. Ομως μια πρωινή βόλτα στον Αγγλικό Κήπο, το πάρκο που ξεπερνά σε έκταση το Central Park της Νέας Υόρκης, σε έβαζε αμέσως στο νόημα. Τα τραπέζια της μπυραρίας που βρέχεται από την τεχνητή λίμνη γέμιζαν, όσο η ημέρα κυλούσε προς το μεσημέρι, από ποδοσφαιρόφιλους που φορούσαν την φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας και ξεκινούσαν να το ζουν το ματς από νωρίς.
Κι εκεί, από το πρωί, ο ελληνικός νους δεχόταν το πρώτο σοκ, διότι σε μια μπυραρία – στέκι των οπαδών της Μπάγερν έβλεπες οπαδούς της Βέρντερ, με τα κασκόλ και τις φανέλες τους, να κυκλοφορούν αμέριμνοι για να βολτάρουν στο πάρκο και να πιουν μια μπύρα προτού μεταβούν στο γήπεδο. Και φυσικά δεν “έτρεχε” τίποτα. Μεγάλοι, μικροί, άντρες, γυναίκες, δεν σου έδιναν απλώς την εντύπωση ότι συμβίωναν αρμονικά, ούτε μόνο ότι ζούσαν μια φυσιολογική στιγμή. Ολο αυτό το σκηνικό σου έμοιαζε να αποτελεί ένα μέρος της απόλαυσης μιας γηπεδικής εμπειρίας τους.
Στη διαδρομή για το γήπεδο, που βρίσκεται σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από την Marienplatz, την κεντρική πλατεία του Μονάχου, η οδηγική εμπειρία σου συντηρούσε την αίσθηση της άδειας πόλης και τη σκέψη περί του ενδεχομένου οι πασχαλιάτικες αργίες να επηρεάσουν την προσέλευση των θεατών στο γήπεδο. Μέχρι να φτάσεις έξω από αυτό και να βρεθείς μπροστά στην θέα εκατοντάδων λεωφορείων που έχουν μεταφέρει οπαδούς της Μπάγερν από όλες τις γύρω πόλεις, και ποιος ξέρει από πού αλλού, και τους χιλιάδες θεατές που καταφθάνουν με το μετρό και τα υπόλοιπα μέσα συγκοινωνίας, όπως φυσικά και αυτούς που καταφθάνουν με τα αυτοκίνητά τους.
Περνώντας έξω από το πάρκινγκ των λεωφορείων συνάντησα την εικόνα των πιο οργανωμένων οπαδών που έχω δει ποτέ: η οργάνωσή τους ήταν τέτοια, που έξω από κάθε λεωφορείο είχε στηθεί μια ψησταριά που ψήνει λουκάνικα και ένα μεγάλο φορητό ψυγείο που κρατά τη κατάλληλη θερμοκρασία στις μπύρες. Το γλέντι για αυτούς είχε προφανώς ξεκινήσει κατά την επιβίβαση στο λεωφορείο. Και το φαγοπότι σε ένα ηλιόλουστο μεσημέρι με 23 βαθμούς ήταν ακόμη ένα κομμάτι της γηπεδικής διασκέδασής τους. Το ίδιο συνέβαινε και έξω από τα λεωφορεία που μετέφεραν τους οπαδούς της Βέρντερ, τα οποία ήταν σταθμευμένα στο διπλανό πάρκινγκ δίχως φυσικά να δημιουργείται επικίνδυνη εστία και δίχως να υπάρχουν στρατιές αστυνομικών ανάμεσά τους. Συνυπήρχαν αρμονικά, φυσιολογικά.
Αστυνομικοί δεν υπήρχαν για να συνοδεύσουν το λεωφορείο με την αποστολή της Βέρντερ. Η άφιξή του συνέπεσε με τη δική μου, κι έμεινα σαστισμένος να το παρακολουθώ να παρκάρει δίπλα σε εκείνο της Μπάγερν την ώρα που περνούσαν οπαδοί της Μπάγερν για να φτάσουν στην θύρα εισόδου τους στο γήπεδο. Δεν είδα και δεν άκουσα τίποτα από αυτά που ζω κάθε φορά που πηγαίνω να παρακολουθήσω ένα αντίστοιχο ποδοσφαιρικό παιχνίδι σε ελληνικό γήπεδο. Τίποτα. Απολύτως. Τίποτα δεν είναι ίδιο.
Η γηπεδική εμπειρία μου στην Allianz Arena δεν ήταν αυτή που έχει ο μέσος θεατής αυτού του γηπέδου. Χάρη στην VIP φιλοξενία της Paulaner είχα την ευκαιρία να περάσω τον “χρόνο αναμονής” στα VIP σαλόνια και στο Paulaner Lounge, ένα ιδιωτικό σαλόνι τάξης μεγέθους 200 τετραγωνικών, στο οποίο η εταιρεία υποδέχεται και φιλοξενεί τους προσκεκλημένους της με πολυτελείς ανέσεις. Η θέση μου στην κεντρική κερκίδα δεν είναι από αυτές που τίθενται προς πώληση, κι ήταν σίγουρα ό,τι πλησιέστερο – αν όχι καλύτερο σημείο θέασης συγκριτικά με το μπαλκόνι της διοίκησης, που βρισκόταν από πάνω μου και τις 106 σουίτες, που βρίσκονται ακόμη ψηλότερα. Παρατηρώντας όμως τις κερκίδες καταλαβαίνεις ότι η αρχιτεκτονική του δίνει το προνόμιο σε κάθε έναν από τους 75.000 θεατές να έχει την μέγιστη δυνατή επαφή με το τερέν. Περνάς καλά και ζεις καλά όπου κι αν βρίσκεσαι, ακόμη και στο τελευταίο πάτωμα, διότι είσαι πάνω από το τερέν και βλέπεις πολύ καλά. Σε μια πόλη στην οποία ένα διαμέρισμα 100 τετραγωνικών μέτρων μιας νεόδμητης πολυκατοικίας σε απόσταση 15′ λεπτών, με τα πόδια, από την Marienplatz κοστίζει 1.5 εκατομμύρια € (ναι, 15.000 € το τετραγωνικό) υπάρχουν εισιτήρια για τους αγώνες πρωταθλήματος που κοστίζουν 15 € και 35 €. Προφανώς λοιπόν η γηπεδική εμπειρία δεν είναι προνόμιο μόνο των πλουσίων και οι τιμές δεν κάνουν face control για να αποκλείσουν τους οικονομικά ασθενέστερους. Κι αυτός που πηγαίνει με το φθηνότερο εισιτήριο αγοράζει παρεχόμενες υπηρεσίες τέτοιου επιπέδου που κάνουν πολύ καλή τη σχέση ποιότητας – τιμής. Φτάνοντας με το μετρό ή το λεωφορείο στο γήπεδο ξέρει ότι θα βρει σε προσιτές – για το βιωτικό επίπεδο της Γερμανίας – τιμές την μπύρα και το bratwurst που ολοκληρώνουν την γηπεδική απόλαυσή του και ότι θα έχει την ευκαιρία να ψυχαγωγηθεί και να κοινωνικοποιηθεί στις fanzones που στήνουν οι εταιρείες – χορηγοί της Μπάγερν. Παρατηρώντας τους, καταλάβαινα ότι οι δικές τους παρέες, αυτές που δημιουργούνται στην εξέλιξη του χρόνου που οι ίδιοι άνθρωποι παρακολουθούν την αγαπημένη τους ομάδα από τις ίδιες θέσεις, περνούν τόσο καλά στο γήπεδο που δεν το χάνουν ούτε όταν το παιχνίδι διεξάγεται λίγες ώρες πριν από το πασχαλιάτικο δείπνο. Κατά τη διάρκεια της κορύφωσης του τελετουργικού πριν από την έναρξη του παιχνιδιού, στα λεπτά που ο Stephan Lehmann βρίσκεται στο τερέν και επικοινωνεί με το κοινό, αυτό που συμβαίνει σε προετοιμάζει τόσο καλά για αυτό που θα συμβεί, σου ανεβάζει τη διάθεση, σε κάνει να χαίρεσαι που είσαι εκεί, η φιλοξενία φτάνει να σε κολακεύει. Νιώθεις ότι η ομάδα σου σε σέβεται και σ’ αγαπά. Ολο αυτό που συμβαίνει δεν αφήνει καθόλου χώρο για αρνητικό φανατισμό, για ακρότητες. Και δεν είναι απολύτως τίποτα αφημένο στην τύχη του. Ακόμη και τα ριπλέι που παρακολουθείς στις δύο γιγαντοοθόνες που προβάλουν διαρκώς την εξέλιξη του παιχνιδιού είναι φιλτραρισμένα για να μην γεννούν πάθος ή να μην ανάβουν τα αίματα. Δεν θα δεις ριπλέι μιας επίμαχης φάσης, μιας αμφισβητούμενης απόφασης των διαιτητών, διότι ο σκηνοθέτης κάνει τα πάντα για να σε ψυχαγωγεί, όχι για να σε φανατίζει.
Κοιτάζοντας γύρω μου οπαδούς της Βέρντερ να κάθονται ανάμεσα σε χιλιάδες οπαδούς της Μπάγερν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, συνειδητοποιώντας ότι πραγματικά δεν συμβαίνει τίποτα, με έπιανε το παράπονο για αυτό που ζω εδώ. Οσα είχα ζήσει προτού φτάσω και αφότου έφυγα από το γήπεδο όμως φρόντιζαν να μου εξηγήσουν ότι αυτό που ζούσα στην έδρα της Μπάγερν ήταν απλώς μιας διάσταση αυτού που συμβαίνει στους δρόμους του Μονάχου, εκεί όπου η εγκληματικότητα φτάνει σε ιστορικά χαμηλά 10ετίας. Στους δρόμους οι Γερμανοί σέβονται, ως οδηγοί, τα όρια. Πηγαίνουν όλοι με 60 χλμ. ανά ώρα στο διάστημα του αυτοκινητοδρόμου με αυτή τη σήμανση και έπειτα όλοι μαζί γκαζώνουν. Κάνουν το ίδιο όταν το όριο είναι 120 χλμ. ανά ώρα και μετά ξαναγκαζώνουν, για να αναπτύξουν πολύ υψηλότερες ταχύτητες, διότι ναι, έχουν τα αυτοκίνητα και τους δρόμους που επιτρέπουν ασφαλή οδήγηση σε ταχύτητες πολύ μεγαλύτερες των 120 χλμ. ανά ώρα. Στα πάρκινγκ οι θέσεις που προορίζονται για άτομα με ειδικές ανάγκες ή με αναπηρία είναι κενές. Στα φανάρια υπάρχει σήμανση για τα ποδήλατα, και τα αυτοκίνητα και οι μηχανές σέβονται τις γραμμές της διάβασης πεζών και ποδηλάτων, δεν τις πατούν. Οι άνθρωποι σέβονται τα όρια και ακολουθούν τους κανόνες έξω από το γήπεδο, γι’ αυτό δεν τους είναι τίποτα να σεβαστούν τα όρια και τους κανόνες εντός του. Εδώ πώς να περιμένεις να ξαναζήσεις τη στιγμή που θα βρίσκονται στο ίδιο γήπεδο χωρίς κάγκελα και νεκρές ζώνες οι οπαδοί δύο αντίπαλων ομάδων όταν οι άνθρωποι δεν σέβονται τίποτα ούτε εκτός γηπέδων;
Αυτή τη συζήτηση είχα με την παρέα μου το βράδυ του Σαββάτου όταν βρεθήκαμε στην Paulaner Nockherberg, στο εστιατόριο – ζυθοποιείο της Paulaner, από το οποίο περνούν κάθε χρόνο οι ποδοσφαιριστές της Μπάγερν για την παραδοσιακή φωτογραφία αλλά και την ετήσια γιορτή κατά το Oktoberfest. Τέσσερις – πέντε ώρες μετά το ματς, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου έβλεπα άντρες και γυναίκες που φορούσαν μια μπλούζα της Μπάγερν να ολοκληρώνουν με φαγητό και μπύρα μια πολύ ωραία μέρα. Και το ίδιο έκαναν σε διπλανά τραπέζια οπαδοί της Βέρντερ. Και δεν έτρεχε τίποτα. Διότι δεν σέβονταν μόνο τον χώρο· σέβονται τον άνθρωπο και τα όρια.
Δεν είναι όλα αγγελικά πλασμένα στο γερμανικό πρωτάθλημα. Η μεθοδική πολυεπίπεδη δουλειά που γίνεται όμως στη διάρκεια της τελευταίας περίπου 20ετίας έδιωξε από τις κερκίδες τους ταραχοποιούς, τους έκανε σαφές ότι μπορούν να σκοτώνονται μόνο μακριά από τα γήπεδα στα ραντεβού που δίνουν, μέχρι να συλληφθούν. Αυτή η δουλειά έβαλε όρια, κατέστησε σαφές προς όλους ότι η παράβαση των ορίων τιμωρείται και ότι η τιμωρία είναι σκληρή, ότι το λάθος μπορεί να σου κοστίσει την δια παντός απαγόρευση εισόδου σε γήπεδο και όχι μόνο. Και κάπως έτσι δημιουργήθηκε ο χώρος για να κυκλοφορούν ελεύθερα ένας 20χρονος με την κοπέλα του, μια γιαγιά με τα εγγόνια της, τρεις ηλικιωμένοι ντυμένοι με φανέλες που φορούσε η Μπάγερν την δεκαετία του 70, ένα κορίτσι σε αναπηρικό αμαξίδιο με τον συνοδό της, μια παρέα από κορίτσια που ήταν – δεν ήταν 15 ετών, και να περπατούν δίπλα δίπλα στην διαδρομή από το πέταλο μέχρι τον σταθμό του μετρό οι οπαδοί της Βέρντερ με τους οπαδούς της Μπάγερν.
“Πότε θα τα ζήσουμε αυτά στην Ελλάδα;”, ήταν η FAQ που δεχόμουν το απόγευμα του Σαββάτου από τους φίλους μου που είδαν την φωτογραφία που πόσταρα στο instagram από την Allianz Arena. Οταν θα μεγαλώσουμε παιδιά με τέτοιες παραστάσεις, είναι η απάντησή μου. Διότι όλα όσα περιγράφω είναι ζητήματα νοοτροπίας. Κι επειδή το μυαλό των παιδιών μας λειτουργεί με τον τρόπο του νου μας, χρειάζεται πολλή και μεθοδική δουλειά αν θέλουμε να μη χαλάσουμε τα μυαλά των παιδιών μας· όχι μόνο σε σχέση με το ποδόσφαιρο.
Αν το προγραμματίσεις μήνες νωρίτερα, και η Bundesliga στο επιτρέπει, το συνολικό κόστος του ταξιδιού (πτήσεις, διανυκτέρευση, εισιτήρια γηπέδου) για σένα και το παιδί σου είναι, πάνω κάτω, ίσο με το κόστος ενός μεσαίου εισιτηρίου διαρκείας μιας μεγάλης ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Δεν έχω την ελάχιστη αμφιβολία ότι ένα ταξίδι σε μια γερμανική πόλη που θα συνδυαστεί με τη γηπεδική εμπειρία είναι εκπαιδευτική εκδρομή κορυφαίας ποιότητας για ένα παιδί που έχει περάσει το 11ο έτος της ηλικίας του. Αν ήμουν υπουργός Αθλητισμού θα έψαχνα τον τρόπο που θα ενθαρρύνει – παροτρύνει τα λύκεια να συνδυάζουν τις πολυήμερες εκδρομές τους με μια γηπεδική εμπειρία σε μια πολιτισμένη χώρα. Για να δουν, να ζήσουν, να νιώσουν, και τελικά να πετύχω τον στόχο μου: να ζηλέψουν. Να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που παρακολουθούν μέσα από την τηλεόραση στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και το Champions League είναι αληθινό και όχι μια ψηφιακή φαντασίωση. Να παραδειγματιστούν. Να συνειδητοποιήσουν ότι αυτό που ζουν στην Ελλάδα δεν είναι το ίδιο με αυτό που ζουν στην Γερμανία· όχι μόνο στο ποδόσφαιρο. Να προβληματιστούν, να αφυπνιστούν, να ζητήσουν με τη στάση τους να αλλάξει αυτό, να το αλλάξουν.
Περίπου δυο ώρες μετά την άφιξή μου στην Αθήνα, το μεσημέρι της Κυριακής, πήρα τον δρόμο για το γραφείο μου. Πήγε να με κόψει στα δύο ένα αυτοκίνητο που έτρεχε με ταχύτητα μεγαλύτερη των 80 χλμ. ανά ώρα σε έναν συνοικιακό δρόμο, ο οποίος μάλιστα έχει όριο μικρότερο των 50 χλμ. ανά ώρα επειδή εφάπτεται σε σχολείο. Η κυρία που το οδηγούσε δεν σεβάστηκε το όριο. Αυτή η κυρία πιθανόν να μεγαλώνει ένα παιδί, στο οποίο δεν μπορεί να μάθει να σέβεται τα όρια, διότι πώς να μάθεις σε ένα παιδί αυτό που δεν έχεις μάθει εσύ στα 40 σου; Αυτό το παιδί θα πάει αύριο σε ένα γήπεδο που είναι πολύ πιθανό να μην τον σέβεται ως επισκέπτη – πελάτη, κι εκείνο δεν θα το σεβαστεί. Οπως δεν θα σεβαστεί και τον διπλανό του αν τυχόν φορά κασκόλ άλλης ομάδας και έχει το … θράσος να πάει σε ένα ματς εκτός έδρας.
Αν αγαπάς το γήπεδο που περιγράφω, η εμπειρία ενός ταξιδιού σε μια πολιτισμένη χώρα είναι ένα από τα ωραιότερα δώρα που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου, ακόμη και αν πρόκειται για ένα βαθμολογικά αδιάφορο παιχνίδι μιας μεσαίας ομάδας. Οσοι περισσότεροι, τόσο πιο δυνατή η ένεση στο μυαλό για να του αλλάξουμε τρόπο σκέψης.