Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Ο τρόπος με τον οποίο πήρε η Εθνική το 1-1 στην Ισπανία ήταν βγαλμένος από το βιβλίο του χερ – Ότο το ιερό. Αντιτουριστικός, αντιποδοσφαιρικός και παρωχημένος. Σπανίως θα δείτε στο σύγχρονο ποδόσφαιρο μια ομάδα να παίζει σε τόσο χαμηλά μέτρα, να μην κάνει σε όλο το ματς ούτε έναν συνδυασμό στο επιθετικό τρίτο του γηπέδου, να διώχνει την μπάλα επί 90 λεπτά, να μην φτιάχνει μια αντεπίθεση και στο τέλος να φεύγει με θετικό αποτέλεσμα. Συνέβαινε στα δοξασμένα χρόνια του Ότο Ρεχάγκελ και σε κάτι κολασμένα ματς στο Euro του 2004.
Πλην όμως τα παραπάνω, όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, έχουν και την άλλη όψη τους: σπανίως θα δεις μια ομάδα να κυριαρχεί τόσο πολύ στην στατιστική (κατοχή, ολοκληρωμένες πάσες, τελικές προσπάθειες) αλλά να έχει ελάχιστες πραγματικές ευκαιρίες και μόλις δυο τελικές στον στόχο.
Η Ισπανία κυριάρχησε, προφανώς, ολοκληρωτικά, αλλά δεν «έπνιξε» ποτέ την Ελλάδα. Η άμυνα που έπαιξε η Εθνική ήταν υποδειγματική. Με αλληλοκαλύψεις, υψηλή συγκέντρωση, χωρίς λάθη. Με δύναμη αλλά ελάχιστα φάουλ. Έβγαλε το πιο δύσκολο ματς του ομίλου δεχόμενη ουσιαστικά ένα γκολ και δυο καθαρές ευκαιρίες.
Τούτο, λοιπόν, οφείλεται κατ΄αρχάς στο καλό διάβασμα του Φαν’τ Σχιπ. Ο Ολλανδός δούλεψε το ματς τακτικά όσο καλύτερα γινόταν και ειδικά στο δεύτερο ημίχρονο, με τις αλλαγές του, το «κλείδωσε» στην ισοπαλία (μετά και ευπρόσδεκτο δώρο του Ινίγκο Μαρτίνεθ και του φιλέλληνα διαιτητή). Οφείλεται ενδεχομένως και στους Ισπανούς που μας αντιμετώπισαν κάπως χαλαρά, μπλαζέ και με την βεβαιότητα της νίκης.
Και οφείλεται κυρίως στους Έλληνες διεθνείς που θύμισαν κάτι από τα παλιά, όχι μόνο στον …ηρωικό τρόπο με τον οποίο αμυνόταν αλλά στο πάθος, την ομαδικότητα, την θέληση να τα δώσουν όλα που ήταν φανερή σε κάθε τους ενέργεια! Η Εθνική έδειξε ότι έχει σφυγμό, παλμό, γίνεται ομάδα. Αποτελείται από ποδοσφαιριστές που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αντιθέτως χαίρονται να παίζουν για αυτήν. Ο Φαν’τ Σχιπ, πάλι βαδίζοντας στα χνάρια του Ρεχάγκελ, δημιούργησε ένα γκρουπ παικτών που ενδεχομένως να μην είναι οι ποιοτικότεροι αλλά σκίζονται για να φορέσουν το εθνόσημο. Και σκίζονται και όταν το φορούν. Νιώθουν τιμή, δεν νιώθουν ότι μας κάνουν χάρη. Ακόμα κι αν δεν συμπαθιούνται όλοι με όλους, την ώρα του αγώνα, άπαντες είναι έτοιμοι να πέσουν στην φωτιά για τον συμπαίκτη τους. Τούτο είναι συνήθως η αφετηρία για καλά πράγματα.
Με δυο μεγάλα «αν». Η Εθνική έχει τύχη για καλή πορεία στον όμιλο αν δείξει ότι μπορεί να είναι αποτελεσματική και σε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας. Η εικόνα στην Γρανάδα δικαιολογείται εν μέρει από το όνομα του αντιπάλου, αλλά δεν μπορεί να επαναληφθεί παρά μονάχα σε αναμετρήσεις ειδικών συνθηκών. Με την Γεωργία οι Έλληνες διεθνείς πρέπει να έχουν την μπάλα στα πόδια τους και παίξουν εκείνοι ποδόσφαιρο. Μένει να αποδειχθεί αν μπορούν.
Το δεύτερο και μεγαλύτερο «αν»: Αυτή η Εθνική έχει μέλλον αν παραμείνει έξω από την μικροπολιτική του ελληνικού ποδοσφαίρου. Αν, δηλαδή, οι γνωστοί τοξικοί δεν δηλητηριάσουν τους παίκτες και δεν χαλάσουν το ομαδικό κλίμα που έχει δημιουργήσει ο Φαν’τ Σχιπ.
Για τίποτα από τα δυο δεν παίρνω όρκο.
Αλλά όσο βλέπω τον Κάρλος Ζέκα, ένα παιδί που δεν γεννήθηκε, ούτε μεγάλωσε στην Ελλάδα να παίζει με τέτοιο πάθος ή τον Κυριάκο Παπαδόπουλο να γίνεται ξανά 20 χρονών και καταπίνει τους αντιπάλους του, όσο βλέπω όλους τους παίκτες, είτε παίζουν, είτε όχι να πανηγυρίζουν με την ψυχή τους , για το δεύτερο «αν» φοβάμαι κάπως λιγότερο.
Πηγή: Sport DNA