Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξη Σπυρόπουλου

Το πρώτο πρωτάθλημα με τον Αρη το 1979, σε χρονιά που ο “αντίπαλον δέος” Ολυμπιακός είχε φτάσει στο τότε final-6 αυτού που σήμερα θα λέγαμε ΕυρωΛίγκα, δεν είχε…την πολυτέλεια του Γκάλη και του Γιαννάκη. Είχε τον καράφλα Ανανιάδη να παίζει πλέι-μέικερ, αρχηγός ήταν ο τίγρης με τη μουστάκα (κατά κόσμον Βαγγέλης Αλεξανδρής), πεντάρι έπαιζε ο κάτι-λιγότερο-από-δύο-μέτρα-μπόι Παραμανίδης. Και τις σαραντάρες στα παιγνίδια, αν δεν απατώμαι σε εποχή που ακόμη δεν υπήρχε τρίποντο παρά μόνο δίποντα και μονόποντα από τις βολές, τις έσταζε ασάλιωτες ο παροιμιώδης καρπός του Χάρη Παπαγεωργίου.

Ο Γκάλης και ο Γιαννάκης είναι…μετά. Δεν θα ήταν ποτέ, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, αν ο Αρης δεν είχε πάρει εκείνο το τρόπαιο. Ο Γκάλης στην Αμερική, ανάθεμα κι αν ήξερε τι είναι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Αρης, Πανιώνιος. Ρώτησε μονάχα, ποια ομάδα είναι η πρωταθλήτρια στην Ελλάδα. Και σε αυτή, διάλεξε να πάει. Ενας Αρης που επίσης δεν θα ήταν μέγεθος αντάξιο, αν δεν είχαν μεσολαβήσει όλα αυτά, για να χαλαλίσει ο Ιωνικός τον Γιαννάκη. Ο οποίος Γιαννάκης, ελπίζω ότι το θυμάμαι τώρα σωστά, ήδη πατούσε στην ΑΕΚ. Ωσπου σε μια νύχτα μέσα τον έδωσε, για την ειρωνεία της ιστορίας, στον Αρη…ο Δημήτρης Μελισσανίδης!

Το αυγό και η κότα, λοιπόν. Ο παίκτης “κάνει” τον προπονητή; Ο προπονητής, τον παίκτη; “Ακου, αγόρι μου. Ο παίκτης κάνει τον προπονητή. Υστερα, ο προπονητής κάνει την ομάδα”. Ουπς, μάθημα πρώτον στα νεανικά χρόνια. Εμελλε, να ακολουθήσουν πολλά. Ολα, στις ολονυχτίες Παρασκευή προς Σάββατο, όποτε κατέβαινε ο Αρης να παίξει στην Αττική. Στο Golden Age, της Μιχαλακοπούλου. Χωνόμουν στις ολονυχτίες και σαν, εν αγνοία του Ξανθού εννοείται, ανομολόγητος αντίπαλος. Υπήρξε η καμπή του χρόνου, κατά την οποίαν ο νούμερο-ένα ανταγωνιστής του Αρη στο ελληνικό πρωτάθλημα ήταν ο Πανιώνιος. Του Μάκη Δενδρινού. Του Παύλου Κορκίδη. Κανείς, ούτε ο Μάκης ούτε ο Παύλος, δεν είναι σήμερα στη ζωή. Λείπουν

Οπως δεν είναι στη ζωή, και μας λείπει, ο Φίλιππος Συρίγος που μια φορά κι ένα καιρό έστειλε ένα νέο δημοσιογράφο στη Νέα Σμύρνη να γράψει (στην “Ελευθεροτυπία”) ματς του Ξανθού. Ονόματι, Παναγιώτης Κορκόδειλος. Κάποια απ’ όσα σημείωσε ο Πάνος στο φύλλο της επόμενης ημέρας, δεν άρεσαν στον Ξανθό. Αμέσως, τηλεφώνησε στον Συρίγο. Ο Φίλιππος δεν είχε “ιδία άποψη”. Και το ματς, δεν το είχε δείξει η τηλεόραση. “Τι να σου πω, ρε Γιάννη; Ο Κορκόδειλος ήταν εκεί, αυτός είδε, αυτός τα έγραψε”. Ο Ιωαννίδης τρελάθηκε! “Μη με λες εμένα…κροκόδειλος. Δεν υπάρχει κροκόδειλος. Εσύ τα έγραψες. Κι έβαλες από κάτω, όνομα κροκόδειλος”. Δεν ήταν ακριβώς η στιγμή, να εξηγηθεί ήρεμα στον Γιάννη η διαφορά ενός κροκόδειλου από ένα Κορκόδειλο.

Ο Ιωαννίδης ήταν φουλ ποδοσφαιρόφιλος, λόγω γενιάς Πελε-ικός φυσικά, αδιάλλακτος στις απόψεις του. Ταιριάξαμε μπορώ να πω…βορειοελλαδικώς. Το δε ποδόσφαιρο, ήλθε κι έγινε το ευλογημένο όχημα για μια αγαπησιάρικη προσωπική/οικογενειακή σχέση που αναπτύξαμε στον χρόνο. Αγαπησιάρικη, προφανώς και για τον λόγο ότι ποτέ δεν τρίφτηκα, στις περιόδους των εξάρσεων, στα μαλώματα του μπάσκετμπολ. Ειδάλλως σίγουρα, κάποια στιγμή…Κορκόδειλου, θα είχαμε σκοτωθεί. Θυμάμαι το καμάρι, το δικό του και της Γιούλας, μια φορά στο Καραϊσκάκη σε αγώνα της Εθνικής, ότι η “Δώρο του Θεού” κόρη τους, είχε συνοδεύσει στην έξοδο προς τον αγωνιστικό χώρο κι έπειτα στον ύμνο, στολισμένη στα γαλανόλευκα, παίκτη της ομάδας. Είχαμε κερδίσει, κιόλας. Οπότε, μη ξεχνάμε και τα χούγια, γουρλού!

Από σπόντα, απεσταλμένος του Mega για ποδοσφαιρικό παιγνίδι Κυριακή στη Θεσσαλονίκη, Σάββατο κάλυψα για την “Απογευματινή” το πρώτο ματς που ο Ιωαννίδης ανέβηκε με τον Ολυμπιακό αντίπαλος του Αρη στο Παλέ. Ο Ιωαννίδης. Στο Παλέ. Με τον Αρη. Αντίπαλος. Πώς να μπουν αυτά σε σειρά, σε μία πρόταση; Τριάντα χρόνια έκτοτε, ακόμη θυμάμαι τα συνθήματα ένα προς ένα. Να πεις ότι το Παλέ κόχλαζε μίσος εκείνο το απόγευμα, είναι ο ορισμός της understatement. Κάτι περισσότερο κι από Ντούσκο στη Νέα Φιλαδέλφεια, πρώτη φορά με κόκκινη φόρμα. Ο Ολυμπιακός ηττήθηκε. Ο Ιωαννίδης μετά την ήττα, μου είπε. “Ακου, αγόρι μου. Τον Ολυμπιακό, δεν μπορούν να τον σταματήσουν. Μπορούν, μόνο να τον καθυστερήσουν”. Πάντοτε οι σημαντικοί, διατηρούν απείραχτη την αίσθηση της μεγάλης εικόνας που δεν χάνεται μπροστά στη μικρή εικόνα μίας ημέρας. Οπως και το ’79, όταν ο Ξανθός προφήτευσε (ενώπιον ενός παντελώς ανυποψίαστου ακροατήριου) ότι “έρχεται νέα εποχή” στο άθλημα.

Καιρό, γνωρίζαμε ότι έπρεπε να περιμένουμε, έτοιμοι, την τελευταία είδηση για τον Γιάννη. Η τελευταία είδηση, ήλθε. Είναι ώρα να προσευχόμαστε για το υπέροχο πλάσμα Γιούλα, και για το δώρο θεού.

Πηγή: Sdna