Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Στην γλώσσα του, το όνομα που του δώσανε σημαίνει «στοχαστής».

Η φυλή του, μια από τις μεγαλύτερες εθνολογικά αυτοχθόνων σε ολόκληρη την Αφρική, με ρίζες που κρατάνε από τον 14ο αιώνα, λέγεται Γιορούμπα. Η επικρατέστερη ετυμολογική εξήγηση της ονομασίας της προέρχεται από τη σύνθεση του Ori Obba, το οποίο (σε ελεύθερη απόδοση) σημαίνει ο «Βασιλιάς του Κεφαλιού», αυτός που κυριαρχεί όλων των υπολοίπων, ακριβώς επειδή αξιοποιεί τη σοφία και την γνώση.

Αναδρομικά κρίνοντας, το τελευταίο που έρχεται στη θύμηση, που ανακαλείται ως μνήμη στο άκουσμα του ονόματός του, είναι οτιδήποτε που δικαιολογεί είτε την καταγωγή του είτε τις εννοιολογικές καταβολές του ονόματός του. Με τα πόδια του άλλωστε, με το κορμί του, παίζοντας ποδόσφαιρο, εξασφάλισε μια θέση στη μυθολογία του αθλήματος, όχι σκεπτόμενος ή κυριαρχώντας λόγω της σοφίας και γνώσης του.

Και όμως. Το κεφάλι του και όσα φώλιαζαν εκεί από τα μικρατά του, τα όσα καταχώνιαζε σε απρόσιτα βάθη ψυχής, είναι αυτά, είναι όσα στιγμάτισαν τη ζωή του. Και πιθανότατα, κατά πώς πλέον μπορεί να ερμηνευτεί χρόνια μετά τον αιφνίδιο, πρόωρο και αδιευκρίνιστο ακόμη χαμό του, επηρέασαν και την καριέρα του, περιορίζοντας την έκταση του αποτυπώματος που άφησε στην ιστορία.

Ή μήπως όχι; Η εικόνα του να “τρώει” τα δίχτυα, αφού πέτυχε εκείνο το πρώτο γκολ της Εθνικής Νιγηρίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, εκστασιασμένος συνομιλώντας με όποιον θεό εκείνη την ώρα αναγνώριζε και επικαλούταν στο παραλήρημα του πανηγυρισμού του, στιγμιότυπο που φτάνει και περισσεύει για να του εξασφαλίσει θέση στην αιωνιότητα.

Και εν τέλει να διχάσει την μετέπειτα κρίση για το αν ο Ρασίντι Γιεκινί την εξασφάλισε ζώντας ευλογημένος ή πεθαίνοντας καταραμένος.

Το τρανζιστοράκι και η κακοποίηση

Το ποδόσφαιρο τού προέκυψε. Αρχικά ως ανάγκη. Ως ανάμνηση ενός πατέρα που έξι χρόνων έχασε. Μόνο του κληροδότημα ένα ραδιόφωνο, με το οποίο συνήθιζε να ακούει την περιγραφή ποδοσφαιρικών παιχνιδιών. Έτσι ξεκίνησε λοιπόν, αφού και αυτός κόλλαγε το ραδιοφωνάκι στ’ αφτί του. Όπως έκανε και ο πατέρας του.

Μα ήταν και διέξοδος. Καταφύγιο. Σε έναν κόσμο που δεν είχε κακοποίηση.

Μετά τον πατρικό χαμό πέρασε ουσιαστικά στην κηδεμονία του θείου του. Βίαιη μετάβαση. Τρομακτικά τα βασανιστήρια στα οποία υποβαλλόταν. Δερνόταν, αλυσοδενόταν, καιγόταν, οτιδήποτε σχετικό, αρρωστημένο και φρικιαστικό. Αυτονόητα έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Δεν εμπιστευόταν, δεν ανοιγόταν, δεν κοινωνικοποιούταν ουσιαστικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ενήλικης ζωής του.

Η σταγόνα που πάντως ξεχείλισε το ποτήρι της ανοχής του ήταν όταν ο θείος του έκοψε κάθε απτό δεσμό με την ανάμνηση του πατέρα του. Όταν έσπασε το τρανζιστοράκι του. Τότε και μόνο τότε σηκώθηκε και έφυγε από το σπίτι του μπάρμπα του, αναζητώντας αλλού καταφύγιο.

Ήταν-δεν ήταν 10 χρόνων. Για τα δεδομένα της Καντούνα, της γενέτειράς του, για τα δεδομένα της φυλής του και των καταβολών του, για τα δεδομένα της Νιγηρίας των αρχών της δεκαετίας του ’70, μεγάλος ήδη. Ή, έστω, τόσο μεγάλος ώστε να μην προξενεί το ενδιαφέρον, να μην αντιμετωπίζεται ως παιδί.

Στον κόσμο που είχε γνωρίσει ακουστικά στράφηκε και βιοποριστικά. Πήγαινε από γήπεδο σε γήπεδο, από προπόνηση σε προπόνηση, οπτικοποιούσε, ζούσε το μεράκι που σιγά-σιγά αναπτυσσόταν μέσα του και παράλληλα έβγαζε τις δεκάρες που χρειαζόταν για να ζήσει. Μέσω της… προσκόλλησης, κάνοντας δηλαδή ό,τι δουλειά προβλεπόταν σε ένα γήπεδο, ό,τι μπορούσε να χρειαστεί ένας αγωνιστικός χώρος, μια ομάδα, ακόμα-ακόμα και ό,τι χαμαλίκι του ζητούσαν οι ποδοσφαιριστές που χάζευε.

Και από την στιγμή που δεν γινόταν να σταδιοδρομήσει παίζοντας… πινγκ-πονγκ, το οποίο του κόλλησε από ένα τραπεζάκι που υπήρχε σε μια καφετέρια που σύχναζε στα εφηβικά του χρόνια και δεν το άφηνε λεπτό στον ελεύθερο χρόνο του, γρήγορα πέρασε και μέσα στο γήπεδο. Πριν καν ενηλικιωθεί, ξεκίνησε στην τοπική ομάδα και μέχρι τα 24 του είχε αγωνιστεί σε τρεις διαφορετικές εντός των συνόρων.

Με τη συχνότητα που έβρισκε δίχτυα, στις μέρες μας δεν θα είχε φτάσει ποτέ σε αυτήν την ηλικία παραμένοντας στην πατρίδα του. Τελείως όμως διαφορετικές οι τότε συνθήκες στο κάθε τι, πόσο μάλλον και στο ενδιαφέρον που έδειχναν οι Ευρωπαϊκές ομάδες στο scouting αλλά και στην εμπιστοσύνη να επενδύσουν σε Αφρικανούς ποδοσφαιριστές.

Είναι χαρακτηριστικό πως η πρώτη του μεγάλη μεταγραφή έγινε μετακομίζοντας στην Ακτή Ελεφαντοστού και την Άφρικα Σπορτς της πρωτεύουσας Αμπιτζάν, τότε κορυφαία ομάδα της χώρας. Στην τριετία που πέρασε εκεί λατρεύτηκε. Τ’ όνομά του ήταν παντού. Σε παιδιά, σε επωνυμίες μαγαζιών, σε οτιδήποτε ποδοσφαιρικό και μη.

Ακόμα και έτσι όμως, ακόμα και με αυτό το στάτους και τη φήμη, την σταθερή επιτυχία αλλά και το ότι πλέον έμπαινε και στο διεθνές σκηνικό με τις πρώτες του κλήσεις στην Εθνική Νιγηρίας, η ομάδα που του έδωσε το διαβατήριο για την ποδοσφαιρική Ευρώπη ήταν μια άσημη, μικρομεσαία της Πορτογαλίας, η οποία εκείνα τα χρόνια βολόδερνε μεταξύ πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, η Βιτόρια Σετουμπάλ.

Προίκα της μετάβασής του στην Ιβηρική ένα ακόμα περιστατικό που στιγμάτισε την προσέγγισή του με τον κόσμο. Οι αποταμιεύσεις που κρατούσε στο σπίτι του χάθηκαν, αφού είχε φιλοξενήσει έναν συμπαίκτη του στην Άφρικα Σπορτς. Οι υποψίες του παγιώθηκαν, όταν λίγες μέρες αργότερα ο συμπαίκτης του άρχισε να κυκλοφορεί με ολοκαίνουργιο αυτοκίνητο.

Κάτι όμως ο φόβος του, κάτι η έλλειψη αποδείξεων, κάτι η επικείμενη μεταγραφή που του είχαν υποσχεθεί οι άνθρωποι του συλλόγου τον οδήγησαν στο να μην κινηθεί περαιτέρω. Το άφησε να περάσει. Το κράτησε μέσα του. Ένα ακόμα…

Η “χρυσή” γενιά

Η πρώτη του επαφή με το εθνόσημο έγινε στα 20 του ως στέλεχος της U23 της Νιγηρίας, η οποία διεκδικούσε τότε την πρόκρισή της στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Για δεκαετίες αποτελούσε το ταβάνι των ποδοσφαιρικών φιλοδοξιών των «Μαύρων Αετών».

Το πλήρες διεθνές ντεμπούτο του δεν άργησε ούτε και τα πρώτα του γκολ. Η αλήθεια όμως είναι πως μέχρι να μετακομίσει στην Ευρώπη, σποραδικά καλούταν, σπάνια αγωνιζόταν και ακόμα σπανιότερα σκόραρε. Ως τότε λοιπόν, ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, το αποκορύφωμα των διεθνών του παραστάσεων ήταν η συμμετοχή του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1988, πετυχαίνοντας μάλιστα και το μόνο γκολ που σημείωσε η Νιγηρία στην Νότια Κορέα.

Σιγά-σιγά όμως το ποδόσφαιρο άλλαζε. Άλλαζε η προσέγγιση των Ευρωπαϊκών ομάδων, άλλαζε η αγοραστική τους δύναμη, άλλαζε ο επενδυτικός τους ορίζοντας. Και, μοιραία, άλλαζε και το τοπίο όπου αυτές έστρεφαν την προσοχή και το ενδιαφέρον τους.

Η Νιγηρία, μια χώρα τότε 140 εκατ. ανθρώπων, ήταν αδύνατον να προσπεραστεί. Οι ευκαιρίες, οι δυνατότητες που προσέφερε αρχικά η εξερεύνηση και στη συνέχεια η ποδοσφαιρική αξιοποίηση της χώρας ήταν πολυεπίπεδα συγκλονιστικές, ικανές να διαφοροποιήσουν ριζοσπαστικά το άθλημα.

Η περίφημη ρήση του Πελέ εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σύμφωνα με την οποία έβλεπε πως σύντομα μια Αφρικανική Εθνική ομάδα θα κατακτούσε το Παγκόσμιο Κύπελλο, έγινε πάνω στη φούρια εκείνης της ανακάλυψης ενός νέου, συγκλονιστικού κόσμου, με απεριόριστο εύρος. Και κυρίως της ανακάλυψης μιας μεθοδολογίας που πλέον θα μπορούσε συστηματικά να εκμεταλλευτεί και να αξιοποιήσει τα διαμάντια που έκρυβε, γεννούσε και μπορούσε ασταμάτητα να παράξει.

Προφανώς ο Πελέ ήταν υπερβολικός, βιαστικός ως προς τη συλλογική του κρίση και πρόβλεψη. Δεν ήταν όμως καθόλου ως προς τη βάση, ως προς την αφορμή που τον ώθησε να ξεστομίσει κάτι τόσο τολμηρό όχι μόνο για την εποχή αλλά πιθανώς ακόμα και για τις μέρες μας. Υπήρχε ταλέντο. Πολύ ταλέντο. Ταλέντο διαφορετικό από το «παραδοσιακό», το συμβατικό, με σωματοδομικά χαρακτηριστικά ικανά να αλλάξουν ισορροπίες.

Και η Νιγηρία ήταν η πρώτη που μπορούσε να το δικαιολογήσει πρακτικά, παρουσιάζοντας σταδιακά την παρθενική ουσιαστικά απόλυτα ανταγωνιστική φουρνιά ποδοσφαιριστών Αφρικανικής ομάδας στην ιστορία. Σε κάθε θέση. Στο τέρμα, ο Πέτερ Ρουφάι. Στην άμυνα, οι Ταρίμπο Γουέστ, Τσελεστίν Μπαμπαγιάρο, Ογκουστίν Εγκουαβόν. Στο κέντρο ο Σάντεϊ Ολίσε και ο Τζέι Τζέι Οκότσα. Στα άκρα και την επίθεση οι Εμάνουελ Αμουνίκε, Ντάνιελ Αμοκάτσι, Ζορζ Φίνιντι, Σάμσον Σάσια, Βίκτορ Ικπέμπα, Νουάνκο Κανού.

Κατάληξη στο γήπεδο όλου αυτού του ταλέντου της “χρυσής” γενιάς του ποδοσφαίρου της Νιγηρίας, της γενιάς που ουσιαστικά υποχρέωσε στο να αλλάξει το παρατσούκλι τους από «Μαύροι Αετοί» σε «Σούπερ Αετοί», της γενιάς που έθελξε στη δεκαετία του ’90 (και ειδικά στο δεύτερο μισό της), ήταν ο φουνταριστός της, ο Ρασίντι Γιεκινί.

Τα πρώτα βήματα αυτής της φουρνιάς γίνονται στα Κύπελλα Εθνών της Αφρικής. Την τρίτη θέση του 1992 διαδέχεται η κατάκτηση του τροπαίου δύο χρόνια αργότερα, για δεύτερη φορά στην ιστορία της Νιγηρίας, με τον 31χρονο τότε Γιεκινί να αναδεικνύεται MVP και πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης.

Την ίδια χρονιά πετυχαίνει οκτώ γκολ σε επτά παιχνίδια των προκριματικών του Παγκόσμιου Κυπέλλου, τα μισά δηλαδή της Νιγηρίας στην πορεία για την παρθενική της πρόκριση σε τελική φάση, ενώ παράλληλα αναδεικνύεται και κορυφαίος σκόρερ του Πορτογαλικού Πρωταθλήματος με 21 γκολ, φτάνοντας τη νεοφώτιστη τότε Σετουμπάλ (την προηγούμενη σεζόν είχε σκοράρει 34 φορές, οδηγώντας την στον προβιβασμό) στην έκτη θέση και τέσσερεις μόλις βαθμούς μακριά από την εξασφάλιση ενός ευρωπαϊκού εισιτηρίου.

Ο νέος ποδοσφαιρικός κόσμος της Νιγηρίας λοιπόν αποτελούσε πλέον πραγματικότητα. Κρυμμένη ακόμη, αφού η ταχύτητα και η καθολικότητα της (οποιασδήποτε) πληροφορίας δεν ήταν κτήμα της παγκόσμιας κοινωνίας τότε, είχε όμως μπροστά της ταιριαστό περιβάλλον για την avant-première: τα γήπεδα του Νέου Κόσμου, των ΗΠΑ, όπου και θα διεξαγόταν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994.

Στιγμιότυπο για την αιωνιότητα

21 Ιουνίου 1994. Ντάλας. Με τη συμπλήρωση 20 λεπτών του αγώνα με την Βουλγαρία, τα πάντα αλλάζουν. Πρώτα οι πάσες. Τέσσερεις Νιγηριανοί αλλάζουν πέντε. Μετά ο ρυθμός. Η προτελευταία πάσα, του Αμοκάτσι, “τρύπα” στην πλάτη της άμυνας των Βαλκάνιων, τέλεια στο να βρει στην άπιαστη από αντίπαλο έκρηξη τον Αμουνίκε. Και τέλος η ιστορία. Παράλληλο, συρτό γύρισμα στα όρια της μικρής περιοχής, στην κίνηση του φορ, ο οποίος μπαίνει μαζί με την μπάλα στα δίχτυα του Μπόρις Μιχάιλοβ.

Φάση ξεκάθαρη του ποδοσφαίρου που πλέον παρουσίαζαν οι Νιγηριανοί. Συνδυασμός με χαρακτηριστικά ενδεικτικά του ταλέντου τους, ατομικού και ομαδικού. Επικράτησαν της Βουλγαρίας, της Βουλγαρίας που έφτασε στην τετράδα…, με 3-0. Και όσο και αν φαίνεται περίεργο, το πιο εκφοβιστικό της δυναμικής τους ήταν ότι το έκαναν με μια μείξη των ακατέργαστων σωματικών, αθλητικών προσόντων με έναν τακτικό, ποδοσφαιρικό κυνισμό που για πρώτη φορά στην ιστορία λάνσαρε επιτυχημένα Αφρικανική ομάδα.

Και συνδυάστηκε με ένα στιγμιότυπο ενδεικτικό, απόλυτα αναγνωρίσιμο εφεξής στον αιώνα τον άπαντα. Ο Γιεκινί, σκόρερ εκείνου του πρώτου γκολ της Νιγηρίας σε τελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου, στον παρθενικό της αγώνα στη διοργάνωση, το πανηγυρίζει σαν σε έκσταση, απλώνοντας τα χέρια του μέσα από τα δίχτυα, βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα τους και απευθυνόμενος άγνωστο πού, λέγοντας άγνωστο τι, με αλαλαγμούς.

Δεν αποκάλυψε τι φώναζε. Πιθανώς και να μην το θυμόταν μετά, τόσο βυθισμένος όντας σε μια νιρβάνα ακατάληπτη. Επίσης, δεν ήταν εύκολο και να διαπιστωθεί. Δύσκολα ξεχώριζε το στόμα του, ενώ δεν τον άκουσε και κανείς. Δεν πήγε κανείς δίπλα του να πανηγυρίσει, παρά μόνο όταν είχε τελειώσει το παραμιλητό του.

Ένας από τους λιγότερο προβεβλημένους συμπαίκτες του, με τον οποίο μοιράζονταν το δωμάτιο σε εκείνη την αποστολή, ο Τόμπσον Ολίχα έδωσε την πλέον πιστευτή εξήγηση, λέγοντας πως αυτό που φώναζε ήταν: «Εγώ είμαι, εγώ είμαι, ο Ρασίντι Γιεκινί. Εγώ είμαι».

Αυτή του η οικειοποίηση της στιγμής δεν άρεσε. Τα γεμάτα αναδυόμενα αστέρια αποδυτήρια των «Σούπερ Αετών» δεν το εκτίμησαν. Το ηγεμονικό συμβόλαιο του 1.5 εκατ. ευρώ ετησίως που είχε εξασφαλίσει ο Γιεκινί, παίρνοντας μεταγραφή στον Ολυμπιακό μερικές εβδομάδες πριν το Μουντιάλ, ακόμα ένας λόγος φθόνου.

Άλλο γκολ στη διοργάνωση δεν πέτυχε. Ούτε τότε ούτε και στην επόμενη που πήρε μέρος στη Γαλλία. Αυτό ήταν το μόνο του σε τελικά Παγκόσμιου Κυπέλλου. Αυτός ο πανηγυρισμός του, αν τελικά ήταν πανηγυρισμός, του εξασφάλισε εσαεί μνημόνευση.

Και μάλλον επισκίασε κάθε άλλο επίτευγμα εκείνης της φουρνιάς των Νιγηριανών. Η καπατσοσύνη της Αργεντινής και το σκιάχτρο του Μαραντόνα τούς κόστισε την ήττα στον επόμενο αγώνα, η Εθνική μας όμως στο φινάλε της φάσης των ομίλων αποδείχτηκε εμπόδιο πανεύκολο για να ξεπεράσουν και να φτάσουν στους «16».

Εκεί τους περίμενε η Ιταλία, η οποία είχε περάσει με τα χίλια ζόρια στα νοκ άουτ. Μέχρι και το 87′ προηγούνταν. Τότε όμως ο Ρομπέρτο Μπάτζο ισοφάρισε, στέλνοντας το εισιτήριο της πρόκρισης στα προημιτελικά στην παράταση. Και εκεί, πάλι με δικό του γκολ, ο «Θείος Κοτσιδάκιας» τους απέκλεισε. Σκοράροντας με πέναλτι. Το επόμενο (και μόνο άλλο) που εκτέλεσε σε εκείνη την -ανεπανάληπτη για τον ίδιο- διοργάνωση ήταν στον Τελικό με την Βραζιλία, τελευταίο στην σχετική διαδικασία. Για την κατάληξη δεν χρειάζεται αναφορά…

Παρότι δεδομένα επιτυχημένη η παρουσία της Νιγηρίας, μια ατάκα του Γιεκινί μετά το τέλος του παιχνιδιού κατά της τακτικής και των επιλογών του Ολλανδού εκλέκτορα, Κλέμενς Βέστερχοφ, στάθηκε αυτονόητα ικανή να μην συνεχίσει στον πάγκο των «Σούπερ Αετών».

Τέτοια και τόση δύναμη είχε αποκτήσει. Στιγμιαία όμως. Είχε φτάσει στην κορύφωσή της. Είχε φτάσει στο δικό του, σε κάθε πτυχή και επίπεδο, ζενίθ. Και έκτοτε, αμέσως κιόλας μετά από εκείνο το γκολ κόντρα στην Βουλγαρία, άρχισε να φθίνει. Που να το ‘ξερε…

«Ο βρομερός ο Γιεκινής»

Πριν την έναρξη του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1994, πέραν του εγχώριου πυρετού για την παρθενική συμμετοχή της Εθνική μας σε τελική φάση, η κλασική καλοκαιρινή μεταγραφολογία κυριαρχούσε. Πολύ πιο ρομαντικά τότε, αφού το ίντερνετ και η αποδοχή της οποιασδήποτε πληροφορίας συνόδευε ένα μεταγραφικό σενάριο επαφίονταν, συνήθως, στην υποκειμενικότητα της κρίσης και την… φαντασία.

Τελείως διαφορετικές εποχές, στις οποίες τα μόνα που χαλούσαν τις προσδοκίες των οκτάστηλων καλωσορισμάτων για τους απανταχού βιρτουόζους που κατέφθαναν στα μέρη μας ήταν συνήθως η τηλεοπτική εικόνα (σπάνια όμως και αυτή εκείνη την εποχή) και, εν τέλει, η πραγματικότητα.

Τότε λοιπόν, πριν τη σέντρα, στο επίκεντρο του ρεπορτάζ του Ολυμπιακού ήταν η προσπάθεια των «Ερυθρολεύκων» να αποκτήσουν από τον Ερυθρό Αστέρα έναν άκρως ταλαντούχο επιθετικό της «Ζβέζντα» ονόματι Ίλια Ίβιτς. Πριν τελεσφορήσει αυτή η προσπάθεια, προκύπτει ξαφνικά -και ως τετελεσμένη μάλιστα- η αγορά του Ρασίντι Γιεκινί από τη Σετουμπάλ.

Η υποδοχή της είδησης μάλλον σύμφυτη με τις θρυλικές ατάκες του τότε προπονητή του Ολυμπιακού, Νίκου Αλέφαντου. Στην ερώτηση όμως… «κεσκεσέ Γιεκινί», η οποία μπορεί τότε να μην διατυπώθηκε έτσι, αλλά κυριαρχούσε στο συλλογικό οπαδικό θυμικό, η πρώτη ελπιδοφόρα απάντηση ήρθε από τις επιδόσεις του στην Πορτογαλία. 108 συμμετοχές, 90 γκολ, σε μια τετραετία. Την προηγούμενη σεζόν (1993-1994) είχε “γράψει” 37 φορές σε όλες τις διοργανώσεις.

Το τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της εποχής που δαπανήθηκε για τον 31χρονο τότε Νιγηριανό (περίπου κατ’ αναλογία με σημερινές τιμές ήταν 3 εκατ. ευρώ) δεν φάνηκε να περιορίζει τις αμφιβολίες. Αρκούσε όμως η εικόνα του Γιεκινί, μέσα στα βουλγαρικά δίχτυα, για να τις… εξαϋλώσει οριστικά και μεμιάς.

Και έτσι, πλέον, αποθεωνόταν η ταχύτητα και η οξυδέρκεια των ανθρώπων του Ολυμπιακού να κλείσουν έγκαιρα έναν μουντιαλικό φορ, ο οποίος μετονομάστηκε -πάντα στα πρωτοσέλιδα…- ως «ο Ταύρος της Καντούνα», με τον Αλέφαντο να προαναγγέλλει πως «αυτός και ο Ίβιτς θα ρίξουν τα τσιμέντα».

Και για τον Γιεκινί όμως τα πράγματα ακριβώς εκείνη την εποχή δεν θα μπορούσαν να δείχνουν καλύτερα. Πέραν επαγγελματικών και αθλητικών, και σε προσωπικό επίπεδο, αφού μόλις είχε παντρευτεί. Εξέλιξη για έναν τύπο που ο ίδιος έλεγε σε συνεντεύξεις του ότι οι συμπαίκτες του στην Εθνική του έκαναν μαθήματα στο φλερτ και την προσέγγιση του αντίθετου φύλου, αφού η δική του ανατροφή προέβλεπε την αποφυγή των γυναικών, με την αντίληψη πως οποιαδήποτε επαφή μαζί τους -οποιαδήποτε επικοινωνία απλώς…- αυτομάτως έπρεπε να οδηγήσει σε γάμο.

Αξιοποιεί την άδεια που του χορηγείται λόγω της συμμετοχής του στο Παγκόσμιο Κύπελλο για να πάει με τη σύζυγό του μήνα του μέλιτος. Ακόμα μια πληγή (του) άνοιξε στην αλυσίδα των όσων τον κατακερμάτισαν ψυχολογικά, αφού κατά τη διάρκειά του διαπιστώνει πως η γυναίκα του τον παντρεύτηκε μόνο και μόνο για να επωφεληθεί οικονομικά και πως διατηρούσε ακόμη σχέση με τον -όπως νόμιζε- πρώην σύντροφό της. Χώρισαν, πριν καλά-καλά επιστρέψουν από το γαμήλιο (λέμε τώρα…) ταξίδι τους.

Η εξέλιξη αντιμετωπίζεται με μια έξτρα άδεια από τον Ολυμπιακό. Ακόμα όμως και ένα μόλις 24ωρο μετά την ήδη καθυστερημένη άφιξη του στην Αθήνα, ζητάει αναρρωτική άδεια, επικαλούμενος υψηλό πυρετό και πως αυτός οφείλεται σε ελονοσία. Ίσχυε ή όχι, κανείς δεν ξέρει.

Το δεδομένο είναι πως ουσιαστικά είχε χάσει όλη την προετοιμασία των «Ερυθρολεύκων» και πως η προνομιακή μεταχείριση που απολάμβανε χωρίς καν να έχει φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού ενοχλούσε.

Στ’ αποδυτήρια αρχικά και κυρίως αλλά όχι μόνο. Κάτι που άλλωστε αποτυπώθηκε και σε μια -ακόμα- αδιανόητη ατάκα του Αλέφαντου, ο οποίος, από εκεί που έταζε κατεδαφίσεις, πλέον ξεστόμιζε (έστω και κατόπιν εορτής) δημοσίως: «Ο αλήτης, ο μαύρος, ο Γιεκινής που ήρθε να μας κολλήσει ελονοσία για να πεθάνουμε, ο αρρωστιάρης, ο βρομερός».

Ένας μήνας. Τόσο χρειάστηκε για να γκρεμιστούν τα πάντα. 28 Αυγούστου ντεμπουτάρει στο Πρωτάθλημα ερχόμενος από τον πάγκο, στην Δράμα κόντρα στην Δόξα. 27 Σεπτεμβρίου, στη Μασσαλία κόντρα στη Μαρσέιγ, στη ρεβάνς (0-3) του πρώτου γύρου του Κυπέλλου UEFA, αγωνίζεται για τελευταία φορά με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Έξι παιχνίδια, 424 λεπτά, δύο γκολ, αμφότερα στο Πρωτάθλημα. Το πρώτο στην Έδεσσα κόντρα στον τοπικό Εδεσσαϊκό (1-1), το δεύτερο στο «Καραϊσκάκης» στη συντριβή του Ιωνικού με 6-1.

Δεν το πανηγύρισε καν. Ούτε και κανείς πήγε δίπλα του, έστω για να τον συγχαρεί. Ενδεικτικό της κατάστασης που είχε κλιμακωθεί ραγδαία και είχε φέρει τον Γιεκίνι απέναντι σε όλους. Συμπαίκτες (μόνο με τον Ντάνιελ Μπατίστα άλλαζε δύο κουβέντες στα πορτουγκέζικα), Τύπο και κόσμο, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αγνοήσουν την ραθυμία, την αδιαφορία του, επισημαίνοντας το επί παντός επιστητού στράβωμά του.

Μέχρι και θέμα με την παρουσία του στον καθιερωμένο αγιασμό -εμφανίστηκε πως- προκάλεσε, αφού ο ίδιος ως Μουσουλμάνος (μια περίεργη μείξη τα θρησκευτικά του πιστεύω ανάμεσα στις ιδεοληψίες της φυλής του και τον Μωαμεθανισμό) δεν ήθελε -πάντα όπως μεταφέρθηκε- να παρευρεθεί σε μια τυπική μεν πλην όμως χριστιανική τελετή.

Έτσι, πριν καλά-καλά φτάσουμε στα μέσα Οκτωβρίου, απροειδοποίητα αλλά προφανώς όχι απρόσμενα τα μάζεψε και έφυγε από την Αθήνα, ζητώντας άμεσα μεταγραφή. Αντί αποχαιρετισμού προχώρησε σε μια τουλάχιστον δυσνόητη δήλωση σε ελληνικό μέσο: «All the players of Olympiakos must think twice that… Olympiakos is not a family team… Is a team for everybody» («Οι παίκτες του Ολυμπιακού πρέπει να σκεφτούν δύο φορές… ο Ολυμπιακός δεν είναι μια ομάδα-οικογένεια. Είναι μια ομάδα για τον καθένα»).

Η επεξήγηση ήρθε μέσω πρόσθετων κατοπινών αναφορών του σε μίντια της πατρίδας του, καταγγέλλοντας ούτε λίγο ούτε πολύ καψόνια από τους παλιούς ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού, άλλους που επιβάλλονταν στ’ αποδυτήρια με κυριαρχική συμπεριφορά έναντι των συμπαικτών τους, κακές σχέσεις και φυσικά την προβληματική (τουλάχιστον) αντιμετώπιση που είχε από τον Αλέφαντο (έστω και αν αυτός είχε φύγει από τα μέσα Σεπτεμβρίου, μετά την εντός έδρας ήττα από τη Μαρσέιγ στο πρώτο ραντεβού των δύο ομάδων).

Κάπως έτσι, τόσο σύντομα, «Ο Ταύρος της Καντούνα» μετατράπηκε σε… μονόστηλο (και αν), σε ιστορία, σε κομμάτι, παρότι βραχύβιο, σίγουρα ιδιαίτερο λόγω συνθηκών και τάιμινγκ του φολκλόρ της ιστορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Και κάπως έτσι, τόσο γρήγορα, στην ψυχή του άνοιξαν και άλλες πληγές. Με τα χτυπήματα να είναι συνεχόμενα. Και έρχονταν και άλλα…

The Goalfather

Μεσούσης όλης αυτής της άλυτης ακόμη κατάστασης με τον Ολυμπιακό, στα μέσα Νοεμβρίου ενσωματώνεται στην αποστολή της Εθνικής Νιγηρίας για ένα φιλικό με την Αγγλία στο Wembley. Στην ώρα πάνω χτυπάει σοβαρά, τελειώνοντας πρόωρα την χρονιά του.

Ακόμα και έτσι πάντως, για δεύτερη σερί χρονιά αναδείχτηκε τρίτος κορυφαίος Αφρικανός ποδοσφαιριστής. Την πρώτη (1993) πίσω από τους Γκανέζους Αμπεντί Πελέ και Άντονι Γεμπόα, με μόνο του τότε παράσημο στην σεζόν ότι αναγορεύτηκε σε κορυφαίο σκόρερ της δεύτερης κατηγορίας της Πορτογαλίας. Την επόμενη (1994) έμεινε πίσω από τον συμπατριώτη του Εμάνουελ Αμουνίκε και τον Ζορζ Γουεά, εξαργυρώνοντας πρακτικά τα όσα έκανε μόνο στο πρώτο μισό εκείνης της χρονιάς.

Όπως και να’ χει πάντως, αποδείχτηκε πως επιστροφή δεν υπήρχε. Η νέα σεζόν (1995-1996) τον βρήκε στην Primera και την Χιχόν. Το χαϊλάιτ όμως της θητείας του εκεί το έδωσε στο… τελευταίο του παιχνίδι, έναν χρόνο μετά την μετακόμισή του, σε αυγουστιάτικο φιλικό κόντρα στη Ρεάλ.

Πέτυχε τα δυο γκολ της νίκης επί της «Βασίλισσας» (στο Πρωτάθλημα είχε μόλις σημειώσει τρία σε 10 συμμετοχές), πανηγύρισε το δεύτερο μπαίνοντας -και πάλι- στα δίχτυα αλλά… γονατιστός από τη βούλα της περιοχής, αντικαταστάθηκε πριν τελειώσει το παιχνίδι, αποθεώθηκε και… έφυγε.

Εκεί που ήξερε, εκεί που είχε περάσει τα καλύτερα του, εκεί ήταν που τελικά στράφηκε, ώστε να μπορέσει να στυλωθεί ξανά. Πρώτα στη Σετουμπάλ. Επέστρεψε εκεί όπου ακόμα και σήμερα λατρεύεται, όπου οι οπαδοί της τοπικής Βιτόρια ορκίζονται πως ο… Θεός είναι μαύρος, φόρεσε εξάταπα και για τέσσερα χρόνια έκανε θαύματα στα γήπεδα όπου αγωνιζόταν η ομάδα τους.

Η δευτέρα παρουσία του όμως για ένα φεγγάρι το 1997 απέδειξε περίτρανα πως ο καιρός των θαυμάτων είχε περάσει.

Το δεύτερο απάγκιο του η Εθνική Νιγηρίας. Οι συγκυρίες δεν (τον) βοήθησαν. Το 1996 ο Δικτάτορας της χώρας, Σάνι Αμπάτσα, απαγορεύει τη συμμετοχή των «Αετών» στο Κύπελλο Εθνών Αφρικής, το οποίο θα διεξαγόταν στη Νότια Αφρική, εξαιτίας της κριτικής που δέχτηκε το καθεστώς του από τον Νέλσον Μαντέλα. Δύο χρόνια αργότερα, στο επόμενο τουρνουά, πάλι για τον ίδιο λόγο τής απαγορεύεται η συμμετοχή.

Όντας από τους πρεσβύτερους της “χρυσής” γενιάς, τη θέση του μπορεί να μην την έχανε, αλλά πλέον αυτός πλησίαζε στη συνταξιοδότηση, ενώ οι υπόλοιποι απλώς ωρίμαζαν. Η μετακόμιση στην Ελβετία και τη Ζυρίχη τού εξασφαλίζει μια καλή σεζόν πριν το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο της καριέρας του στη Γαλλία, εκεί όμως ο συμπληρωματικός του ρόλος στο ρόστερ έχει παγιωθεί από τις επιλογές του Σέρβου εκλέκτορα, Μπόρα Μιλουτίνοβιτς.

Η Νιγηρία πάλι πρωτεύει στον όμιλο, αλλά διαλύεται στους «16» από τη Δανία (1-4), με τον ίδιο να έρχεται από τον πάγκο μετά το τρίτο γκολ των Σκανδιναβών και να ανακοινώνει εν τέλει την αποχώρησή του από το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα εν μέσω αποδοκιμασιών μετά το τέλος του παιχνιδιού.

Λογαριασμός; Ανεπανάληπτος. 62 συμμετοχές, 37 γκολ. Για δύο και πλέον δεκαετίες μετά από εκείνη την τελευταία του συμμετοχή, παραμένει ο κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία της Εθνικής Νιγηρίας.

Πιο κατάλληλο, πιο ταιριαστό παρατσούκλι δεν θα μπορούσαν να του δώσουν οι συμπατριώτες του: «The Goalfather».

Το τέλος

Μπάλα δεν σταμάτησε να παίζει. Περιόδευσε σε Τυνησία, Σαουδική Αραβία, επέστρεψε στην Άφρικα Σπορτς, προτού σε ηλικία 39 ετών επαναπατριστεί, αποτελώντας στον χρόνο που πέρασε στην Julius Berger την ατραξιόν του τότε Πρωταθλήματος, γεμίζοντας όποια στάδια και αν εμφανιζόταν.

Με διάφορα… σταμάτα-ξεκίνα συνέχισε ως και τα 42 του. Τότε κρέμασε τα παπούτσια του και αποσύρθηκε. Όχι μόνο από τα γήπεδα αλλά και από την κοινή θέα. Όλοι οι κοντινοί του άνθρωποι, διαχρονικά, επιβεβαιώνουν πως ήταν μοναχικός. Στην πορεία της ζωής του ίσως και να φλέρταρε με τα όρια της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, σίγουρα πάντως δεν διακρίθηκε για την κοινωνικότητά του.

Παντρεύτηκε τρεις φορές, αποκτώντας μια κόρη από κάθε του γάμο. Χαρακτηριστικό του τρόπου ζωής του πως την μεσαία του (ηλικιακά) κόρη την γνώρισε, όταν ήταν 14 χρόνων. Επέλεξε να ζει στο Ιμπαντάν, λίγα χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά του, χωρίς κανέναν από την οικογένειά του δίπλα του.

Εκεί αγόρασε ένα οίκημα. Οι -κατά πως λέχθηκε- παραξενιές του σταδιακά έδιωξαν όλους τους υπόλοιπους ενοίκους. Τελευταίος έφυγε ο διαχειριστής του οικήματος, με τον οποίον έβλεπαν μαζί αγώνες του Champions League (όταν δεν παρακολουθούσε τα αγαπημένα του καρτούν και το CSI…).

Άλλο ποδόσφαιρο δεν έβλεπε. Άλλο ποδόσφαιρο δεν ήθελε. Μια προσπάθεια που έγινε από την Ομοσπονδία της Νιγηρίας για δραστηριοποίησή του με πόστο στην Εθνική απέτυχε παταγωδώς.

Παρέα του κατέληξαν να είναι τα παγώνια που βρίσκονταν στο οίκημα, τα πολλά πολυτελή αλλά άχρηστα από την ακινησία και αχρησία αυτοκίνητά του και τα δέντρα του κήπου του. Η συμπεριφορά του ολοένα και πιο περίεργη, εκφυλιστικά μοναχική και διφορούμενη. Άλλοι ισχυρίζονταν πως τον έβλεπαν στον στίβο του τοπικού σταδίου καθημερινά να προπονείται, να τρέχει. Άλλοι να περιδιαβαίνει, χαμένος, για ώρες στην πόλη, χωρίς σκοπό και ενδιαφέρον και επικοινωνία με κανέναν.

Όπως και να ‘χει, τα προβλήματα δεν κρύβονταν. Διπολική διαταραχή, κατάθλιψη και μια απροσδιόριστη ψυχική πάθηση όσα του αναγνωρίστηκαν. Φίλοι του, λιγοστοί και μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, ισχυρίζονται πως προσπάθησε να τα παλέψει. Με τον τρόπο που γνώριζε. Με μάγια, γιατροσόφια, ό,τι τελοσπάντων η παράδοση της φυλής του και ο τοπικός ιερατικός άρχοντάς της όριζαν.

Εννοείται πως δεν βοηθήθηκε. Κάπως έτσι εικάζεται πως ήρθε και το τέλος του.

Γείτονες κατέθεσαν πως τον είδαν ουσιαστικά να τον απαγάγουν συγγενείς του, στοιβάζοντας τον σ’ ένα βανάκι, φιμωμένο, αλυσοδεμένο, τραυματισμένο, φωνάζοντας και μέσα στα αίματα, ένα πρωινό που έμπαινε στο σπίτι του. Λίγες μέρες μετά, στις 4 Μαΐου του 2012, βρέθηκε πάλι στο σπίτι του, νεκρός. Ειπώθηκε πως είχε επιστραφεί εκεί από τους συγγενείς του με την (παρά)φιλολογία να θέλει πως είχε πεθάνει στο “ιατρείο” ενός παραδοσιακού θεραπευτή, αφού ο οργανισμός του δεν μπόρεσε να αντέξει το σοκ της θεραπείας στην οποία τον υπέβαλε.

Στράφι πήγαν οι αξιώσεις για ιατροδικαστική έρευνα από τη μία του κόρη (η οποία ζει μόνιμα στο Λονδίνο) και τον δικηγόρο του. Τα πειστήρια περί νοσηλείας και θανάτου του σε τοπικό νοσοκομείο από καρδιακό νόσημα, τα οποία υποσχόταν πως θα εμφάνιζε ο αδερφός του, δεν παρουσιάστηκαν ποτέ.

Αδερφός του, ευεργετημένος, πρακτικά μισθοδοτούμενος από τον ίδιο, όπως άλλωστε κάθε μέλος της άμεσης οικογένειάς του, με κάθε λογής δωρεές και βοήθεια. Στη μητέρα του είχε αγοράσει ένα διώροφο σπίτι, στην αδερφή του είχε ανοίξει ένα σούπερ μάρκετ. Έδινε τόσο συχνά και τόσο πολύ, ώστε δεν ήταν κρυφό πως στο τέλος της ζωής του ζούσε, πρακτικά, στην ανέχεια.

Επακριβώς ποτέ δεν διευκρινίστηκε το παραμικρό αναφορικά με τις συνθήκες του θανάτου του. Ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε το ακριβές πλαίσιο των ιατρικών του προβλημάτων. Ποτέ δεν αποσαφηνίστηκε πώς έζησε τα τελευταία του χρόνια, σε ποιες συνθήκες, οικογενειακές, ψυχολογικές, οικονομικές.

Θρύλοι μόνο. Οι οποίοι ήρθαν να προστεθούν σε αυτούς της 49χρονης ζήσης και της καριέρας του, δίνοντας μια μεταφυσική, σχεδόν απόκοσμη διάσταση ακόμα και στην ανάμνηση, την αναπόληση των στιγμών και των επιτευγμάτων που αντίστοιχα τις χαρακτήρισαν.

Ακόμα και τώρα, παρότι πλέον δεν χρειάζεται η παραμικρή σύσταση, βλέποντάς τον να πανηγυρίζει εκείνο το γκολ, αγκαλιασμένος με τα δίχτυα, το περνάει σαν ηλεκτρισμό από τον δεκτή και λες και ακούγεται πεντακάθαρα πλέον, κρυστάλλινα, να το φωνάζει:

«Εγώ είμαι, εγώ είμαι, ο Ρασίντι Γιεκινί. Εγώ είμαι».

Πηγή: Athletes’ Stories