Επιλογή Σελίδας

Του Θάνου Σαρρή

Πέρασαν δύο χρόνια χωρίς τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Κύλησαν 730 μέρες από τη στιγμή που ο άνθρωπος που έκανε τους Αργεντινούς να τον λατρέψουν σαν θεό, τους Ναπολιτάνους να τον ανακηρύξουν σε ήρωα και όλους τους υπόλοιπους να ξεροσταλιάζουν για μια του παράσταση, έφυγε από τούτον τον κόσμο. Λατρεμένος, μα συνάμα καταραμένος, βασανισμένος, προδομένος.

Πάντοτε ο Ντιέγκο ισορροπούσε ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο. Σημειολογικά, η αναμέτρηση που έμελλε να θυμάται περισσότερο ο κόσμος από κείνον, είχε κάτι κι από τα δύο.

Ένα γκολ με το χέρι, που έκανε τους Άγγλους να βγάλουν πικρόχολα σχόλια ακόμα και τη μέρα του θανάτου του. Και το γκολ του αιώνα, μια άρτια εκτελεσμένη ποδοσφαιρική χορογραφία που έμεινε για πάντα να θυμίζει πως ο “Barrilete Cosmico” μπορούσε πάντα να κάνει κάτι παραπάνω από τις προσδοκίες των θνητών.

Πιθανότατα, η ατάκα του που έχει αναπαραχθεί περισσότερο από όλες, ήταν πως το περίφημο γκολ που έκανε τους Αργεντίνους να χορέψουν από έκσταση και τους Άγγλους να τον μισήσουν για πάντα, μπήκε «λίγο με το κεφάλι του Ντιέγκο και λίγο με το χέρι του Θεού». «Τότε, το αποκάλεσαν το χέρι του Θεού. Μαλακίες χέρι του Θεού. Ήταν το χέρι του Ντιέγκο και ήταν σαν να κλέβει τους Άγγλους», έλεγε αργότερα ο ίδιος. Ο Μαραντόνα έχει μιλήσει για τον συμβολισμό του αγώνα, για τη νίκη απέναντι στην Αγγλία, σε μια εποχή που ο πόλεμος των Μαλβίνας έκανε την αναμέτρηση να αποκτά ξεχωριστό συμβολισμό. Η πιο επίσημη, ωστόσο, καταγραφή, είναι αυτή στην αυτοβιογραφία του. Το βιβλίο «Το Χέρι του Θεού» κυκλοφορεί και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη και στις σελίδες του υπάρχει η εξήγηση του Ντιεγκίτο, η οποία είναι βγαλμένη από τα παιδικά χρόνια του, από τις συνθήκες που τον διαμόρφωσαν και τον έπλασαν σαν χαρακτήρα, για να ανταπεξέλθει σε όλα εκείνα που τον συνόδευσαν ως τον καλύτερο παίκτη του κόσμου.

«Δεν μετανιώνω καθόλου που έβαλα γκολ με το χέρι. Δεν μετανιώνω. Με όλον τον σεβασμό στους οπαδούς, τους ποδοσφαιριστές, τους διοικούντες, δεν μετανιώνω ούτε στο ελάχιστο. Γιατί εγώ έτσι μεγάλωσα, γιατί σαν παιδί στο Φιορίτο έβαζα γκολ με το χέρι όλη την ώρα. Και το ίδιο έκανα μπροστά σε περισσότερα από 100.000 άτομα, αλλά δεν το είδε κανείς… γιατί το μόνο που είδαν ήταν οι πανηγυρισμοί που σκόραρα. Κι αν ο κόσμος πανηγύριζε τόσο δυνατά, αυτό σημαίνει ότι δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το ότι είχα σκοράρει. Οπότε, πώς μπορεί κανείς να ρίξει το φταίξιμο στον Τυνήσιο διαιτητή; Κέρδισα μια αγωγή ενάντια σε μια αγγλική εφημερίδα που είχε βγει με τίτλο: “Ο Μαραντόνα λέει ότι το μετάνιωσε”, κάτι που δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό Ούτε τότε, ούτε τριάντα χρόνια αργότερα, ούτε στο νεκροκρέβατό μου. Όπως είπα σε έναν Άγγλο δημοσιογράφο του BBC έπειτα από έναν χρόνο:
“Ήταν ένα γκολ καθ΄όλα νόμιμο, γιατί ο διαιτητής το είπε ότι ήταν. Κι εγώ δεν είμαι αυτός που θα αμφισβητήσει την εντιμότητα του διαιτητή, έτσι δεν είναι;”

»Το ίδιο είπα και στον Λίνεκερ, όταν ήρθε στο σπίτι μου στο Μπουένος Άιρες για να μου πάρει συνέντευξη για ένα άλλο αγγλικό κανάλι». Το πρώτο που με ρώτησε ήταν: Το γκολ το έβαλες με το δικό σου χέρι ή ήταν το χέρι του Θεού; Κι εγώ του απάντησα: Ήταν το χέρι μου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σέβομαι τους Άγγλους οπαδούς. Και του διηγήθηκε ότι είχα βάλει κι άλλα γκολ έτσι κι ότι μετά περίμενα να δω αν ο διαιτητής κι οι βοηθοί του είχαν τσιμπήσει το δόλωμα. Το κατάλαβε, κάθε ποδοσφαιριστής θα το καταλάβαινε… Θυμάμαι ότι μου είπε πως στην Αγγλία αυτό το θεωρούν κλεψιά και όποιον παίζει με αυτόν τον τρόπο απατεώνα. Κι εγώ του είπα πως για μένα είναι πανουργία και ότι όποιος παίζει έτσι είναι έξυπνος». Η κουβέντα κατέληξε με τον Λίνεκερ να του λέει πως την ευθύνη την έχει ο διαιτητής και ο βοηθός του, όχι ο Μαραντόνα και να παραδέχεται πως μετά το δεύτερο γκολ, για πρώτη φορά σε όλη του την καριέρα ήθελε να χειροκροτήσει γκολ αντιπάλου.

O Αργεντινός σπορτκάστερ και «φωνή» των Μουντιάλ, Αντρές Καντόρ, είχε πει μετά τον θάνατο του “Pibe de Oro”: «Ο Ντιέγκο συμβόλιζε το ποδόσφαιρο στην αγνότερη μορφή του. Γι’ αυτό, για μένα, το ποδόσφαιρο πέθανε». Αποκομμένος από τη μυθική του διάσταση, από τους δαίμονές του, από τις δόξες και τις συντριβές, ο Ντιεγκίτο ήταν, ακόμα και τη στιγμή που η μπάλα βρήκε την υψωμένη του γροθιά, αυτό ακριβώς: Το ποδόσφαιρο στην αγνότερη μορφή του. Αφτιασίδωτο, παθιασμένο, οργισμένο. Λατινοαμερικάνικο. Το ποδόσφαιρο του φτωχοδιάβολου που, κλοτσώντας το τόπι στον βούρκο, ονειρεύεται πως κάποτε θα σηκώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο, με κάθε τρόπο. Ο μύθος του Μαραντόνα θα είναι πάντα εκεί για να του θυμίζει πως αξίζει να υπάρχει για το όνειρο…

Πηγή: Το κουτί της Πανδώρας