Του Θάνου Σαρρή
– «Μαζευτήκαμε σήμερα όλοι εδώ, στον ναό του Μαραντόνα, για να επιβεβαιώσουμε την υποχρέωση και την αγάπη, μέσω της εκκλησίας του Μαραντόνα, για τον αδελφό και την αδελφή μας, Gabriel Diego Chepenecas και Alejandra Diego Troilo. Ορκιστείτε και οι δυο σας, μπροστά σ’ αυτό το λίκνο και τον βωμό του Ντιέγκο, ότι θα είστε πιστοί για πάντα στον Μαραντόνα, και δηλώστε ότι ο Ντιέγκο ήταν και θα είναι ο Θεός του ποδοσφαίρου. Alejandra, ορκίζεσαι την αιώνια αγάπη στον σύντροφο σου Gabriel, πίστη στην εκκλησία του Μαραντόνα, δηλώνοντας ότι Ντιέγκο, ήταν ο Θεός του ποδοσφαίρου, και θα είναι ο καλύτερος παίχτης όλων των εποχών;»
– «Ναι, ορκίζομαι.»
– «Gabriel Diego, ορκίζεσαι την αιώνια αγάπη στην σύντροφο σου, Alejandra, και πίστη στις αρχές της εκκλησίας μας;»
– «Ναι, ορκίζομαι.»
– «Η εκκλησία Μαραντόνα σας ονομάζει αντρόγυνο. Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη. Θυμήσου, όχι ζαβολιές με την μπάλα».
Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί ένα τελετουργικό γάμου στην εκκλησία Μαραντόνα (Iglesia Maradoniana), όπως μεταφέρεται στο βιβλίο «Σπαράγματα των γηπέδων» του Μιχάλη Παπαδάκη. Η εκκλησία Μαραντόνα δεν είναι κάποια λογοτεχνική έμπνευση ή ένα ευφυολόγημα. Υπάρχει κανονικά. Είναι ένα δείγμα του τι σημαίνει ο Ντιέγκο Μαραντόνα για το ποδόσφαιρο της Αργεντινής. Για τη χώρα. Για τον κόσμο ολάκερο.
Δεν ξέρω αν σου έχει συμβεί, να αισθανθείς την απέραντη θλίψη στο άκουσμα της απώλειας ενός αγνώστου. Ενός ανθρώπου που ίσως δεν συνάντησες ποτέ, αλλά αισθάνθηκες ότι μεγάλωσες μαζί του, ότι ξεροστάλιαζες για ένα βίντεο με τα μαγικά του, για ένα ντοκιμαντέρ της ζωής του, για να συναντήσεις κάποια στιγμή κάποιον που τον γνώρισε και να ρουφήξεις κάθε του λέξη. Βρέθηκα κάποτε, σε μια μεγάλη διοργάνωση, στην ίδια πόλη με τον Ντιέγκο και σε κάθε στενό που έστριβα έκρυβα την κρυφή ελπίδα ότι θα τον δω από κοντά.
Αυτός ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Ένας θεός του ποδοσφαίρου, που είχε τη δύναμη να μαγέψει από έναν πιτσιρικά σε κάποιο νησί της Ελλάδας, μέχρι έναν μεσήλικα στο Μπαγκλαντές κι έναν υπερήλικα στην Αυστραλία. Να συνδέσει με έναν ακατανόητο τρόπο ανθρώπους που δεν θα συναντηθούν ποτέ και να γεννήσει συναισθήματα χωρίς λογική, με μια του κίνηση. Ένας θεός που από τις 25/11 2020 δεν κατοικεί πια σε τούτο τον κόσμο. Έφυγε την ίδια μέρα με έναν ακόμα καταραμένο ποιητή του ποδοσφαίρου. Τον Τζορτζ Μπεστ.
Η περιγραφή που ακολουθεί, ανήκει στον Ουρουγουανό συγγραφέα και εραστή του όμορφου ποδοσφαίρου, Εδουάρδο Γκαλεάνο: «Ήταν το 1973, στο Μπουένος Άιρες, σε μια αναμέτρηση ανάμεσα στις παιδικές ομάδες της Αρχεντίνος Τζούνιορς και της Ρίβερ Πλέιτ. Το νούμερο 10 των Αρχεντίνος Τζούνιορς δέχθηκε την μπάλα από τον τερματοφύλακα, απέφυγε έναν μεσοεπιθετικό της Ρίβερ Πλέιτ και ξεχύθηκε μπροστά. Πολλοί παίκτες προσπάθησαν να τον ανακόψουν: Του ενός τού πέρασε την μπάλα πάνω από το κεφάλι του, του δεύτερου ανάμεσα από τα πόδια του και τον τρίτο τον ξεγέλασε με τακουνάκι. Στη συνέχεια, δίχως να σταματήσει, άφησε κεραυνοβολημένους τους αμυντικούς και τον τερματοφύλακα πεσμένο στο έδαφος και μπήκε περπατώντας στο αντίπαλο τέρμα με την μπάλα. Στο γήπεδο είχαν απομείνει επτά εξουθενωμένα αγόρια και τέσσερα με το στόμα ανοιχτό».
Το αγόρι που είχε τη συνήθεια να βγάζει τη γλώσσα έξω όταν σκόραρε και ονειρευόταν ότι κλοτσούσε την μπάλα στ’ αστέρια, μεγάλωσε με ένα όνειρο: Να πάρει πρωτάθλημα και Μουντιάλ. Τα ταλέντα δεν βγαίνουν από τις ακαδημίες, αλλά από τον δρόμο, έλεγε και η δική του φτωχογειτονιά έζησε το όνειρο της. Ο Μαραντόνα έκανε τον ιταλικό Νότο να φουσκώσει από αυτοπεποίθηση και να σηκώσει μειδιώντας το μεσαίο του δάχτυλο στον πλούσιο βορρά.
Έκανε έναν λαό βασανισμένο από τη χούντα και πληγωμένο από τους 649 νεκρούς στον πόλεμο των Μαλβίνας να θυμηθεί το πιο αγνό του χαμόγελο. Έφτυσε στα μούτρα το κράτος που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το φωτοστέφανό του, αποκάλεσε δολοφόνο τον Τζορτζ Μπους, τα έβαλε με τον Πάπα. Χτύπησε τατουάζ τον Γκεβάρα και τον Κάστρο, με τον οποίο έγινε φίλος, βγήκε σε ένα λασπωμένο γήπεδο να παίξει για καλό σκοπό, παρά τις απαγορεύσεις των αφεντικών του ποδοσφαίρου.
Ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν είχε περιγράψει την επιρροή του ακόμα και σε κουλτούρες ξένες με το ποδόσφαιρο, όπως εκείνη των ΗΠΑ όταν ετοιμάζονταν να φιλοξενήσουν το Μουντιάλ του 1994: Τα είδωλα του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική είναι παντελώς άγνωστα στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο ένα από αυτά έχει την ικανότητα να είναι σημείο αναφοράς για ένα τόσο εξωτικό άθλημα: Ο Μαραντόνα. Από αυτό απορρέει τόσο το ενδιαφέρον της ΦΙΦΑ, όσο και των πολυεθνικών να παίξει ή απλώς να περιφερθεί στο Μουντιάλ, ακόμα και με τον κίνδυνο να σημειώσει κανένα γκολ και μετά να το αφιερώσει στον Φιντέλ Κάστρο.
Η καριέρα του Ντιέγκο τελείωσε πρόωρα σε εκείνο το Μουντιάλ. Στον οργανισμό του εντοπίστηκε εφεδρίνη, η οποία στον επαγγελματικό αθλητισμό των ΗΠΑ και αρκετών ακόμα χωρών δεν θεωρούταν απαγορευμένη ουσία. Στο Μπαγκλαντές διοργάνωσαν πορεία διαμαρτυρίας, επαληθεύοντας τον Μονταλμπάν. Ο Γκαλεάνο έγραψε πως «εύκολα τον δικάζουν και τον καταδικάζουν, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να ξεχαστεί η αμαρτία του, που ήταν το ότι επί χρόνια ο Μαραντόνα υπήρξε ο καλύτερος κι εκείνος που ύψωνε τη φωνή καταγγέλλοντας όσα η εξουσία απαιτεί να αποσιωπούνται, και πως η άλλη αμαρτία του ήταν ότι έπαιζε με το αριστερό, που σύμφωνα με το Μικρό Εικονογραφημένο Λαρούς σημαίνει επίσης “το αντίθετο από αυτό που πρέπει”. Ποτέ του δεν ενδιαφέρθηκε για τα «πρέπει».
Θύμιζε σε όλους, πως ο Ντιέγκο έπαιζε καλύτερα παρά τη χρήση κοκαΐνης, με την οποία είχε μπλέξει και όχι χάρη σε αυτήν. Ο ίδιος αναρωτιόταν, μπροστά στην κάμερα του Κουστουρίτσα: «Ξέρεις τι ποδοσφαιριστής θα ήμουν αν δεν έπαιρνα κοκαΐνη; Τι παίκτη χάσαμε. Θα μπορούσα να είμαι πολλά περισσότερα από ό,τι είμαι τώρα!». Ο Μαραντόνα ήταν ένας θεός με ανθρώπινες αδυναμίες, κυνηγημένος από το μίσος και την αγάπη, ο οποίος είδε την ίδια του τη λάμψη να τον καίει. Έγινε σκιά του εαυτού του, χλευάστηκε. Όμως ποτέ, κανείς, δεν θα καταφέρει να κλέψει την αγάπη του κόσμου, να διαγράψει την κληρονομιά του στο ποδόσφαιρο.
Ο Ντιέγκο θα ζει για πάντα. Στα βραδινά όνειρα των φτωχοδιάβολων. Στις προσευχές των Ναπολιτάνων. Στην αντανάκλαση των ματιών κάθε παιδιού που σπάει τα κοινωνικά σύνορα που του επιβάλουν. Στα γηπεδάκια των παραγκουπόλεων και στα σκισμένα, από τα τσιμέντα, γόνατα. Στις διηγήσεις όσων των είδαν, στις ιστορίες εκείνων που τυφλώθηκαν από τη λάμψη του. Στους πιο τρελούς πανηγυρισμούς, στους ζωντανούς εφιάλτες, στις αυγές μετά τις πιο σκοτεινές νύχτες. Θα θυμίζει για πάντα πού ανήκει το ποδόσφαιρο, όπως κι αν εξελιχθεί.
«Ευχαριστούμε Θεέ για το ποδόσφαιρο, για τον Μαραντόνα», κραύγαζε ο Αργεντινός σπίκερ του τελικού το 1986. Ευχαριστούμε.
Πηγή: Το Κουτί της Πανδώρας