Του Βασίλη Σαμπράκου
Για τα αθλητικά media μιας άλλης χώρας, με μεγαλύτερη παράδοση στο τένις της κορυφαίας ποιότητας, αυτή θα ήταν μια – σχετικά – συνηθισμένη συνθήκη. Θα βρίσκονταν μπροστά στη διαχείριση μιας νίκης ενός δικού τους αθλητή επί ενός εκ των κορυφαίων, αν όχι του κορυφαίου στην ιστορία του αθλήματος. Θα βρίσκονταν, δηλαδή, μπροστά σε μια μεγάλη επιτυχία, ιστορική, αλλά μέχρι εκεί. Σε εμάς εδώ συμβαίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο. Γινόμαστε μάρτυρες των επιτευγμάτων ενός αθλητή, ο οποίος προτού κλείσει τα 21 του χρόνια έχει γίνει ήδη ο πρωτοπόρος στην ιστορία του αθλήματος στην πατρίδα του. Τον παρακολουθούμε, τον Στέφανο Τσιτσιπά να φτάνει εκεί που δεν είχε φτάσει ποτέ κανείς στην ιστορία του ελληνικού τένις. Να επιτυγχάνει δηλαδή πράγματα που μόνο να φανταστεί μπορούσε, όχι να τα δει. Αυτό το παιδί δεν είχε παραστάσεις ανατροφής, δηλαδή δεν εμπνεύστηκε από έναν Ελληνα που είχε δει να φτάνει μέχρι την προημιτελική φάση του Australian Open, αφού δεν είχε φτάσει ποτέ κανείς εκεί. Τούτες τις μέρες δεν ξεπερνά μόνο τα παιδικά όνειρά του, ή τις προσδοκίες της οικογένειάς του· ξεπερνά την ελληνική φαντασία σχετικά με τα όρια των δυνατοτήτων ενός Ελληνα στο τένις.
Ναι, ο Τσιτσιπάς είχε μάθει από τον καιρό του ως junior να φτάνει μέχρι το νούμερο 1 στον πλανήτη, αλλά ως “άντρας” της Ελλάδας δεν έβρισκε καν τον πήχη μπροστά του για να επιχειρήσει να τον περάσει. Εφτανε μέχρι το νούμερο 15 του παγκοσμίου ranking με τη συνείδηση ότι δεν υπήρχε προηγούμενος Ελληνας που να έχει κατορθώσει να μπει στο top 100. Στα μάτια του ξένου παρατηρητή της πορείας του, όλο αυτό που κάνει μέχρι σήμερα ο Τσιτσιπάς μοιάζει φυσιολογικό. Δεν είναι “ουρανοκατέβατος”, ούτε “μετεωρίτης”. Είναι ένα μεγάλο ταλέντο που μέχρι ώρας σημειώνει την φυσιολογική εξέλιξή του. “Έχασα από έναν καλύτερο παίκτη που έπαιξε καλύτερα σήμερα. Ήταν εκεί, έδωσε στον εαυτό του τις σωστές ευκαιρίες, έμεινε ήρεμος. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο, ειδικά για τους μικρότερους σε ηλικία τενίστες. Μπράβο του που το κατάφερε. Σίγουρα τον βλέπω να είναι ψηλά για πολύ καιρό ”, είπε μετά το παιχνίδι τους στους 16 του Australian Open o Ρότζερ Φέντερερ. Διότι ναι, αυτό συνέβη. Κι αυτό είναι που κατάλαβε όλος ο πλανήτης του τένις. Ο δικός μας νους, των Ελλήνων, όμως δυσκολεύεται πολύ να την επεξεργαστεί αυτή την πραγματικότητα. Διότι δεν το είχαμε ποτέ φανταστεί ότι θα συμβεί.
Κατά την εξέλιξη του αγώνα του με τον Φέντερερ έπιασα τον εαυτό μου πάρα πολλές φορές να μένει άφωνος. Οχι από τις τεχνικές δεξιότητες ή από την τενιστική εξέλιξη/βελτίωση του Τσιτσιπά, αλλά με την ψυχική και πνευματική κατάσταση ενός παιδιού που δεν έχει ακόμη κλείσει τα 21. Ο Τσιτσιπάς έμπαινε να παίξει σε ένα κορτ – όνειρο, σε ένα Grand Slam – όνειρο, για να παίξει απέναντι στο πρότυπό του. Και ναι, τον είχε ξανά αντιμετωπίσει, αλλά όχι στο Australian Open. Τον είχε ξανά αντιμετωπίσει αλλά όχι στους 16 ενός Grand Slam. Και μπήκε τόσο συγκεντρωμένος, τόσο έτοιμος, με τέτοια πίστη ότι μπορεί να πετύχει κάτι που δεν ήταν πουθενά γραμμένο παρά μόνο μέσα στο μυαλό του και στις παροτρύνσεις των προπονητών και των οικείων του.
Προτού κλείσει τα 21 του ο Τσιτσιπάς σημάδεψε όσο πιο ψηλά θα μπορούσε να βάλει ο νους του. Πίστεψε ότι μπορεί να νικήσει τον κορυφαίο στην ιστορία και να το κάνει στο Australian Open, δηλαδή μπροστά στα μάτια όλου του πλανήτη. Η δύναμη του πνεύματός του, η ψυχική ηρεμία του, η ωριμότητα που επέδειξε σε ένα τόσο μα τόσο απαιτητικό παιχνίδι, η ικανότητά του να αποβάλει τον νεανικό εκνευρισμό, της απειρίας και να διαχειριστεί τα συναισθήματα της νεανικότητάς του σε αφήνουν άφωνο.
Δεν ζω με ψευδαισθήσεις, ξέρω καλά ότι ο Στέφανος Τσιτσιπάς δεν είναι ο μέσος Ελληνας 20αρης. Ξέρω όμως ότι οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι προπονητές, οι μέντορες, δηλαδή όσοι διαμορφώνουν σήμερα την προσωπικότητα των παιδιών και των εφήβων έχουν μόλις αποκτήσει ένα πολύ καλό παράδειγμα για να χρησιμοποιούν. Δεν λέω μ’ αυτό ότι ξαφνικά θα γίνουν όλοι παγκόσμιοι πρωταθλητές, ούτε φυσικά ότι μπορούν να γίνουν όλοι παγκόσμιοι πρωταθλητές. Αυτή η ιστορία όμως ενθαρρύνει πολύ τις γενιές των συνομήλικων και των μικρότερων παιδιών από τον Τσιτσιπά για να κάνουν μεγάλες σκέψεις, για να σημαδέψουν ψηλότερα από εκεί που έφτασαν οι προηγούμενες γενιές, για να σκεφτούν “έξω από το κουτί”, για να σπάσουν στερεότυπα. Και τους αφαιρεί κάθε δικαιολογία που τους κρατά σε ραθυμία, στον καναπέ και την καρέκλα της καφετέριας, στην ανεργία, στην αχρησία.
Οπως στην αθλητική, στην πραγματική ζωή προσπαθείς να κάνεις πρωταθλητισμό. Για να έχεις κάποια τύχη, χρειάζεται να την προκαλέσεις. Μπορεί να μην γεννήθηκες σε μια οικογένεια ή ένα περιβάλλον με δυνατές επιρροές, μπορεί να μην σου δόθηκαν οι συνθήκες για να πετύχεις μεγάλα πράγματα, μπορεί να μην έχεις “ίσες ευκαιρίες”, μπορεί, μπορεί, μπορεί. Ομως μπορείς. Κι εύχομαι πραγματικά αυτή η ιστορία, μια από τις καλύτερες ελληνικές αθλητικές ιστορίες όλων των εποχών, να μας ταράξει όλους τόσο που οι μεγαλύτεροι να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία και περισσότερο κουράγιο στους μικρότερους και οι μικρότεροι να αφήσουν σπίτι τις δικαιολογίες και να βγουν στο κορτ με την πίστη και την ψυχή που είχε ο Τσιτσιπάς στη Μελβούρνη. Κοιτάζοντας γύρω μου, παρατηρώ ότι οι συνομήλικοι του Τσιτσιπά που γνωρίζω έχουν μόνο ένα κοινό γνώρισμα με αυτόν: το θράσος. Τους εύχομαι σύντομα να αποκτήσουν περισσότερα κοινά με εκείνον.
Ρωτούσα εδώ και χρόνια, αυτούς που ξέρουν, για να μαθαίνω για τον Στέφανο Τσιτσιπά. Είχα έτσι την ευκαιρία να “ανακαλύψω” νωρίς τον Απόστολο Τσιτσιπά και την Τζούλια Αποστόλη, Δύο γονείς, έναν Ελληνα και μια Ρωσίδα, που είναι η κύρια εξήγηση για τα πνευματικά και τα ψυχικά εφόδια του γιου. Γι’ αυτό εδώ επαναδιατυπώνω τον τίτλο: Μακάρι αυτοί οι γονείς να αποδειχθούν εκφραστές μιας άλλης, διαφορετικής γενιάς γονέων των παιδιών που μεγαλώνουν στην Ελλάδα. Αυτό και αν θα ήταν εγγύηση της προοπτικής να ζήσουμε σε μια καλύτερη Ελλάδα κατά τη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών.
Πηγή: Gazzetta