Του Αντώνη Καρπετόπουλου
Θα πω μια μεγάλη αλήθεια: στον κόσμο του ελληνικού ποδοσφαίρου όλα γίνονται πιο ενδιαφέροντα όταν οι μεγάλες ομάδες έχουν αποτυχίες. Ξαφνικά ανάβουν τα αίματα, κυκλοφορούν προβληματισμοί, ο κόσμος νιώθει ότι αυτό που παρακολουθεί είναι ένα είδος κριτικής και θεωρεί ότι η κριτική είναι πάντα γόνιμη. Το πιο ενδιαφέρον είναι οι αλλαγές στις κρίσεις για ομάδες, προπονητές, παράγοντες εξαιτίας ενός και μόνο αποτελέσματος. Ο Ολυμπιακός είναι ένα ωραίο παράδειγμα. Πριν τη ρεβάνς με τη Λουντογκόρετς ήταν μια μηχανή που έχει τον τρόπο να περνά προκριματικούς, είχε ένα προπονητή που ήξερε το πώς να παρουσιάσει την κατάλληλη ομάδα στα κρίσιμα ματς και μια διοίκηση με χρήσιμους ανθρώπους. Μετά από ένα αποκλεισμό (στα πέναλτι μάλιστα) είναι «μια ομάδα που χρειάζεται πέντε – έξι παίκτες», έχει «ένα προπονητή με εμμονές», «δεν παίζει ποδόσφαιρο εδώ και ένα χρόνο», «δημιουργεί προβλήματα στον εαυτό του γιατί συνέχεια πουλάει τους καλύτερους παίκτες του» και μάλλον βαδίζει προς την καταστροφή.
Όλα αυτά δεν τα λένε οι αντίπαλοί του (αυτοί απλά εύχονται να διώξει τον προπονητή του και δυο τρεις παίκτες του από αυτούς που του έδωσαν τα δυο τελευταία πρωταθλήματα), αλλά τα λένε πολλοί οπαδοί του. Από χθες και κάποιοι δημοσιογράφοι – έστω και συγκαλυμμένα. Κανείς ακόμα δεν έχει γράψει «διώξτε τον Μαρτίνς», αλλά κάμποσοι έχουν αραδιάσει τους λόγους που μια αλλαγή προπονητή είναι απαραίτητη μιλώντας για «χαλαρά λουριά» στο Ρέντη, «παίκτες που αποβάλλονται και κάνουν πέναλτι για ψύλλου πήδημα», «κακό ποδόσφαιρο» κτλ κτλ. Θεωρώ όλα αυτά ένα απλό σύμπτωμα της αδυναμίας να γίνει δεκτό ότι στο ποδόσφαιρο υπάρχουν και ήττες και αποτυχίες. Αλλά θα θυμίσω μερικά πράγματα που μάλλον ξεχάστηκαν.
Ξεχάστηκαν τα δεδομένα
Ας ξεκινήσουμε με την ωραιότερη από τις κατηγορίες: την υιοθέτηση του 3-4-3 (που στο δεύτερο ημίχρονο στο Ράντσγκαρντ ήταν 5-3-2, αλλά δεν βαριέσαι). Για να καταλάβουμε πως ο Μαρτίνς έφτασε σε αυτή την επιλογή πρέπει να θυμηθούμε τα δεδομένα. Το καλοκαίρι του 2020, ένα χρόνο πριν δηλαδή, ο Ολυμπιακός πούλησε τον Τσιμίκα κι άφησε τον Ομάρ Ελαμπντελαουί και τον Γκιγιέρμε. Οι τρεις αυτοί παίκτες ήταν σημαντικοί στο μηχανισμό της άμυνας και της επίθεσης. Ο Μαρτίνς έπρεπε, χωρίς να έχει χρόνο προετοιμασίας, να παρουσιάσει μια ομάδα καινούργια και για να περάσει τον προκριματικό του Τσάμπιονς λιγκ (που από συγκυρίες ήταν μόνο ένας) και για να παρουσιάσει μια ομάδα ικανή να υπερασπιστεί την πρωτιά στο πρωτάθλημα. Ηρθαν στις θέσεις όσων έφυγαν τρεις έμπειροι παίκτες (με διαφορετικά χαρακτηριστικά), δηλαδή ο Χολέμπας, ο Ραφίνια και ο Εμβιλά, και τρεις νεότεροι παίκτες που όμως για διαφορετικούς λόγους δεν βοήθησαν: ο Πέπε, ο Βινάγκρε και ο Ντρέγκερ δεν είχαν την καλύτερη δυνατή απόδοση. Η ομάδα δεν έμεινε χωρίς λύσεις (ώστε να κατηγορήσουμε τη διοίκηση), αλλά εκ των πραγμάτων η καινούργια άμυνα ήταν διαφορετική από την προηγούμενη.
Ποιο είναι το καλό με το Μαρτίνς; Ότι σε κάθε περίπτωση αναζητά λύσεις δουλεύοντας και δοκιμάζοντας πράγματα. Πριν φτάσει να παίξει με τρεις στόπερ, ο Μαρτίνς έπαιξε μια πιο σύνθετη ζώνη, όπου πάλι υπήρχαν τρεις που δεν κατέβαιναν παρά σπάνια – απλά ο τρίτος του νέου μηχανισμού ήταν ο δεξιός μπακ Ραφίνια. Η επιλογή αυτή είχε ως αποτέλεσμα μια καλούτσικη άμυνα (με την Ομόνοια και στο πρώτο ματς με τη Μαρσέιγ ο Ολυμπιακός δεν δέχτηκε φάσεις, ενώ και στα ματς του ελληνικού πρωταθλήματος στον πρώτο γύρο ήταν αμυντικά αξιόπιστος), πλην όμως το πράγμα είχε κόστος επιθετικά: ο Ολυμπιακός στον όμιλο του Τσάμπιονς λιγκ πέτυχε δυο γκολ και με την Ομόνοια βρήκε το δεύτερο στο 90΄ χάρη στον Ελ Αραμπί, αλλά ο μεγάλος πονοκέφαλος του προπονητή ήταν τα συνεχόμενα 0-0 στο πρώτο ημίχρονο στο ελληνικό πρωτάθλημα ακόμα και στο Καραϊσκάκη.
Θεωρίες και λύσεις
Για να αλλάξει την εικόνα, πριν φτάσει στην αλλαγή του σχήματος, ο Μαρτίνς πήρε ένα νέο αριστερό μπακ (τον Ρέαπτσουκ), έδωσε ευκαιρίες στον Ανδρούτσο (τον οποίο αυτός μεταμόρφωσε σε ακραίο μπακ) και πήρε και το Λαλά. Αλλά μολονότι επιθετικά κάτι καλύτερο έγινε (χάρη στον μεγάλο πάγκο, τη φοβερή χρονιά του Ελ Αραμπί και την βοήθεια του Εμβιλά στην οργάνωση του παιγνιδιού) η άμυνα συνέχισε να έχει προβλήματα. Πριν δοκιμάσει τους τρεις στόπερ ο Μαρτίνς είδε τον Ολυμπιακό να δέχεται μετά τον Ιανουάριο τέσσερα γκολ σε δυο ματς από την PSV και τρία στο Καραϊσκάκη από την Αρσεναλ. Αν κάτι δεν άλλαζε θα ήταν τρελός.
Η λύση του να βρεθούν δυο καλύτερα ακραία μπακ (ώστε ο Ολυμπιακός να παίξει και καλύτερη άμυνα χωρίς τρια στόπερ) είναι μια ωραία θεωρία. Πέρυσι αποκτήθηκαν έξι κι ο καλύτερος αποδείχτηκε ο Χολέμπας: το να βρεις δυο κι αυτοί να μπουν και να βγάλουν μάτια με την απόδοσή τους αμέσως είναι τρέλα και να το λες, εκτός κι αν διαθέσεις 10 εκατ για τον καθένα. Το ότι ακραία μπακ χρειάζονται είναι κάτι άλλο: φυσικά και χρειάζονται. Αλλά θέλουν χρόνο προσαρμογής, στήριξη και τύχη. Και τα προκριματικά είναι τώρα: όχι σε τρεις μήνες.
Είδαμε και 4-3-3…
Εχει κολλήσει με το 3-4-3 ο Μαρτίνς; Όχι φυσικά. Με την Νέφσκι στο πρώτο ματς και με την Λουντογκόρετς στο δεύτερο ημίχρονο στο Καραϊσκάκη και στο πρώτο στη Βουλγαρία, έπαιξε 4-3-3. Αλλά η απόδοση δεν ήταν η καλύτερη γιατί η προετοιμασία των αγώνων, εξαιτίας των απουσιών και των προβλημάτων, ήταν ελλιπέστατη.
Ο Μαρτίνς πιστεύει πως τους προκριματικούς τους περνάς με καλή άμυνα κι αυτή έψαξε. Αλλά δεν μπορεί ως προπονητής να περιορίσει τα ατομικά λάθη. Για το λάθος στήσιμο του τοίχους από το Τζολάκη στο πρώτο ματς με τη Λουντογκόρετς, για το ανόητο αυτογκόλ του Σεμέδο, για το πέναλτι που παραχωρεί ο Ανδρούτσος και για την αποβολή του Μπα, ο κόουτς έχει όση ευθύνη έχει για το πέναλτι που χτύπησε ο Βαλμπουενά στέλνοντας τη μπάλα εκτός γηπέδου. Από την άλλη, οι πολλές αλλαγές (και παικτών και σχήματος) έχουν πάντα κόστος στην ποιότητα του παιγνιδιού. Σε όλες τις ομάδες.
Λουριά και χαλαρώματα
Πάμε παρακάτω. Είναι τα πολλά πέναλτι που παραχωρεί η άμυνα, τα αυτογκόλ και οι κόκκινες κάρτες αποδείξεις ότι «χαλάρωσαν τα λουριά στο Ρέντη»; Πρόσφατα είδαμε το Euro2020. Σε αυτό είχαμε τα περισσότερα αυτογκόλ της ιστορίας, αλλά και πολλά πέναλτι – κάποια μάλιστα δεν δόθηκαν παρόλο που υπήρχε VAR. Χαλάρωσαν τα λουριά σε όλη την Ευρώπη; Όχι φυσικά. Απλά το ποδόσφαιρο έχει αλλάξει πολύ. Το VAR πχ είναι λόγος που τα πέναλτι και οι κόκκινες αυξήθηκαν παντού. Αλλά εγώ θα αφήσω στην άκρη τη λογική του ποδοσφαίρου (γιατί έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα δεν απασχολεί κανένα) και θα πω ότι «ναι υπάρχει χαλαρότητα» – αυτή φαίνεται και στο γεγονός ότι ο Σεμέδο ανεβάζει φώτο με τον ίδιο να κάνει μπάνια και στο ότι ο Ονιεκούρου παίρνει το αεροπλάνο να πάει να βάψει τα μαλλιά του στην Πόλη και στο ότι ο καλός Καμαρά αποχαιρέτησε πέρυσι τον κόσμο πριν καν πάρει μεταγραφή. Στον Ολυμπιακό όντως υπάρχει περισσότερο καρότο από μαστίγιο.
Αλλά υπάρχουν και δυο άλλα δεδομένα: το πρώτο ότι ο προπονητής είναι στην τέταρτη σεζόν του και είναι λογικό οι σχέσεις του με πολλούς παίκτες να είναι διαφορετικές διότι ο χρόνος χτίζει δεσμούς- χθες νομίζω το εξήγησα. Και το δεύτερο ότι στον Ολυμπιακό δουλεύουν γύρω από την ομάδα άνθρωποι που ακολουθούν τους κανόνες μιας κάποιας ευρωπαϊκής διαχείρισης – στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο ο καιρός του μαστίγιου έχει τελειώσει. Οι παίκτες δεν τρέμουν μπροστά στους γενικούς αρχηγούς, δεν ανέχονται παρατηρήσεις για το που και πως κουρεύονται, δεν δίνουν λογαριασμό για τις αναρτήσεις τους. Οι ομάδες δεν είναι στρατιωτικοί λόχοι με υστερικούς διοικητές, ούτε διοικούνται από καλά παιδιά που αγαπούν τις ομάδες και τα συζητάνε όλα με τον πρόεδρο.
Είμαστε στο 2021, όχι στη δεκαετία του ΄90. Καταλαβαίνω ότι πολλοί νοσταλγούν τα παιδικά τους χρόνια: όμως αυτά δεν θα γυρίσουν αν ο Ολυμπιακός σταματήσει να πουλάει κι αν στον πάγκο του καθίσει ένα παιδί που τα λέει ωραία με τους ρεπόρτερ. Ούτε αν ο πρόεδρος «πάρει σκούπα», «τρίξει δόντια» και βάλει στην ομάδα δυο τρεις Ελληνες παλαίμαχους. Οι συνταγές αυτές εφαρμόζονται στην Ελλάδα σε άλλες ομάδες. Δεν βλέπω να αποτελούν μυστικό επιτυχίας.
Εισαγγελείς και ντελάληδες
Δεν ξέρω αν θα αντέξει και φέτος ο Μαρτίνς στον Ολυμπιακό: το να δουλεύει κανείς για τέταρτο χρόνο σε αυτή την ομάδα είναι ρεκόρ κι αν δεν είχε συμβεί μέχρι τώρα κάποιος λόγος υπήρχε. Οι ήττες θέλουν ενόχους: στην Ελλάδα δεν είναι ποτέ μέρος του παιγνιδιού. Οι οπαδοί παθαίνουν υστερίες εύκολα – ο Ολυμπιακός τους έχει έτσι κι αλλιώς καλομάθει κερδίζοντας πολύ. Οι δε δημοσιογράφοι, που «δεν τα λένε και δεν τα γράφουν», προτιμούν τις εισαγγελικές προτάσεις και τις εύκολες αποθεώσεις από την κριτική των αγώνων, που είναι κάτι άλλο. Για αυτό θα γράψω κάτι αύριο. Ελπίζοντας ότι ο ΠΑΟΚ θα κάνει τη δουλειά του με την Μποέμιανς και θα προκριθεί, οπότε και δεν θα χρειαστεί καμία παρατήρηση για το πώς έμπλεξε με μια ομάδα που οι πιο πολλοί δεν ήξεραν που ακριβώς εδρεύει, όταν άκουσαν το όνομά της…
Πηγή: Karpetshow