Του Αλέξη Σπυρόπουλου
Να συγχαρούμε για αρχή, γονείς εκατοντάδων παιδιών. Αντιπαιδ(αγωγ)ική ημέρα/ώρα, όχι ένα Σάββατο απόγευμα στις επτά για παράδειγμα, αλλά Τρίτη βράδι στις δέκα παρά τέταρτο, με σχολείο (άρα και άγουρο ξύπνημα) σήμερα το πρωί, κι όμως βρήκαν τρόπο να πάρουν τα μικρά από το χέρι και να τα πάνε στο γήπεδο. Αξιζε, δεν χρειάζονται δική μου διαβεβαίωση γι’ αυτό.
Είναι δέκα ετών, θα το θυμούνται και όταν θα είναι εξήντα. Οσο αδρά θυμόμαστε ακόμη, οι σημερινοί εξηντάρηδες, ότι δεκάχρονοι είδαμε Ελλάδα-Δυτική Γερμανία 2-2 στο Καραϊσκάκη. Μιλώντας για καταγραφή κερδών, για μένα αυτό είναι νούμερο-ένα. Η ανεξίτηλη εγγραφή στη μνήμη. Εχει, κεφαλαιώδη σημασία. Δεν έχει κεφαλαιώδη σημασία, το γύρω-γύρω. Οπως εμείς θυμόμαστε τον Δεληκάρη και τον Ελευθεράκη, αυτοί θα θυμούνται τον Μπακασέτα και τον Ιωαννίδη.
Δεν τους νοιάζει, το ίδιο όσο και εμείς δεν δίναμε τσακιστή δεκάρα, ποιος είναι…ο πρόεδρος της ομοσπονδίας. Αν είχαμε τότε, ή αν έχουμε τώρα, μία καλή ή μία κακή διοίκηση στο ποδόσφαιρο. Ολοι μαζί, μικροί και μεγάλοι, κοινωνήσαμε τη χαρά του ποδοσφαίρου “όπως θα έπρεπε να είναι”. Και αυτό, στο τέλος της ημέρας είναι που μένει. Ενας ωραίος αγώνας, διακυμάνσεις, ανατροπές, αγωνία ως το φινάλε, τέσσερα γκολ εκπάγλου καλλονής. Απίθανης, στ’ αλήθεια, τεχνικής περιωπής. Γκολ που “δεν μπαίνουν ποτέ” και…μπήκαν.
Μπήκε κι ένα πέμπτο, εδώ που τα λέμε. Τζούφιο, τελείως. Η σπόντα στον Ζέκα. Ανάξιο, μετά από τέσσερα έργα τέχνης, να είναι αυτό το καθοριστικό στο αποτέλεσμα. Το ‘φαγε η μαρμάγκα. Συνήθως για να βγει ένα τέτοιο αποτέλεσμα, κάπου χρειάζεται κι ένας υπνάκος του θεούλη. Οι “θεοί” του ποδοσφαίρου, δηλαδή η ομάδα διαιτησίας, εκείνη τη στιγμή συνελήφθησαν κοιμώμενοι. Δεν είχαν καν, την ανάγκη της Τεχνολογίας Γραμμής Τέρματος. ‘Η, εκείνης της μπάλας με τους χάι-τεκ αισθητήρες.
Πρώτο ημίχρονο, ήταν για να απολαμβάνει κανείς τον ανεξάντλητο πλούτο της ποδοσφαιρικής σοφίας του Γκριεζμάν. Εδώ και χρόνια, από την εποχή του Μουντιάλ 2018, ένα οκτάρι στους Μπλε. Ο Μ’Μπαπέ είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον σύγχρονο κόσμο. Ο Γκριεζμάν είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής για το παιγνίδι της Γαλλίας στον σύγχρονο κόσμο.
Πρώτο ημίχρονο επίσης, ο θεατής συναισθανόταν πως η ελληνική ομάδα είχε μέσα της…κάμποση τρέλα να πουλήσει. Ωστόσο το πλάνο που με πραγματική παρρησία οι διεθνείς υποστήριζαν, δεν διοχέτευε αυτή την ωραία τρέλα πουθενά. Ηταν καλοί με τη μπάλα, χάρη στον ψυχρό εγκέφαλο του Μπουχαλάκη που (καθ)οδηγούσε σε ένα καθαρό passing νοητικής διαύγειας και, συνεπώς, υψηλής αυτοπεποίθησης.
Είχαν, την ένταση που άρμοζε. Δεν είχαν φόβο, ίσα-ίσα ανέβηκαν στη σκηνή με τον αέρα να κάνουν έως και “ποδιές”. Είχαν συγκέντρωση, όση για να είναι σωστές οι αποστάσεις των πέντε της πρώτης γραμμής από τους τέσσερις της δεύτερης γραμμής (οπότε, κατέληξαν να βγάλουν ένα υπεραπαιτητικό ματς δίνοντας μόλις πέντε φάουλ στα 90 λεπτά). Και είχαν την τρίτη γραμμή του 5-4-1, λέγε με Ιωαννίδη καλύτερα, σε σκληρή απομόνωση. Το πλάνο δεν περιλάμβανε, (συμ)παίκτη στήριξης κοντά.
Εμοιαζε, ένα πλάνο…να χάσουμε λίγο και να μη μας σπάσουν, μετά, τα αυτοκίνητα. Ακόμη και του Μπακασέτα ή του Μασούρα, το πρωτεύον καθήκον ήταν το αμυντικό. Με ένα παραπανίσιο χαφ και ένα σέντερ-μπακ λιγότερο, πρωτεύον καθήκον του Μπακασέτα και του Μασούρα θα γινόταν το υποστηρικτικό στον Ιωαννίδη. Απολύτως αναμενόμενα, τα expected goals της Εθνικής στο πρώτο μέρος ήταν 0,04. Πήγαινε το έργο, καρφί για ένα σβηστό (εντελώς άδοξο) μηδέν-δύο. ‘Η, κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Με πέντε πίσω από το πρώτο λεπτό, αυτά τα δύο χρόνια στην Ελλάδα ο Πογέτ έπαιξε μονάχα το εντός με την Ολλανδία τον Οκτώβριο. Δεν το έκανε στο Παρίσι καν, τον Ιούνιο. Στο Παρίσι για την ακρίβεια, το έκανε μόνο στο τελευταίο εικοσάλεπτο. Αλλ’ εκεί η ομάδα, και ένα-μηδέν ήδη έχανε και είχαν μείνει δέκα με την αποβολή του Μαυροπάνου. Τι άρεσε τόσο πολύ στον προπονητή μας, και μετά την Ολλανδία το ξανάκανε με τη Γαλλία, αυτό είναι η αναπάντητη ερώτηση της ημέρας.
Φαίνεται πως τελικά όμως, η εικόνα της ολοκληρωτικής ελληνικής ακινδυνότητας πείραξε το γαλλικό υποσυνείδητο. Αψευδής μάρτυς η γλώσσα του σώματός τους, στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου. Πιο σβηστός, πεθαίνεις. Επέτρεψαν απώλειες κατοχής, καθόλου χαρακτηριστικές. Ο μεγάλος Ερναντέζ στο πλάι της άμυνας, υπό την πίεση του Μασούρα. Η απαρχή του ένα-ένα. Ο Κολό που πήγε να βγάλει μετάβαση, και του έκλεψε ξεκούραστα τη μπάλα στο κέντρο ο Ρότα. Η απαρχή του δύο-ένα.
Η συσσωρευμένη ωραία τρέλα των διεθνών, η τρέλα που ως τότε δεν εύρισκε κανάλι και διέξοδο, εξερράγη. Από το 0,04 (και από το μηδέν στο Παρίσι, το μηδέν στο Αϊντχοφεν, το μηδέν εδώ με την Ολλανδία) στα δύο γκολ μέσα σε πέντε λεπτά. Αυτά είναι που ενεγράφησαν, οριστικά, στη μνήμη. Κι απ’ τη μνήμη, στην καρδιά.
Πηγή: Sport DNA