Επιλογή Σελίδας

Η νίκη είναι, στον αθλητισμό, η ωραιότερη αίσθηση. Και η χειρότερη συμβουλή. Ο προπονητής της Σκωτίας “ρώτησε” τη νίκη τους στον Πειραιά. Εκείνη, του απάντησε. Τα κάνατε όλα καλά, ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, και άλλες τέτοιες προϊστορικές δοξασίες. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο ομάδα που κερδίζει, από Πέμπτη σε Κυριακή αλλάζει ώστε να ξανακερδίσει. Την επομένη του μηδέν-ένα, ενόψει της τόσο απαιτητικής ρεβάνς στη Γλασκώβη, εδώ είχαμε κλείσει με την ταπεινή εκτίμηση, μία πρόβλεψη, για “γενναίο φρεσκάρισμα απ’ άκρου εις άκρον της ενδεκάδας” της Ελλάδας. Το φρεσκάρισμα, όντως έγινε. Στα άκρα. Στον άξονα. Πίσω. Στη μέση του γηπέδου. Μπροστά. Παντού. Η Σκωτία δεν άλλαξε τίποτα. Στον επίλογο του μηδέν-τρία, η στερνή γνώση του προπονητή της Σκωτίας είπε όλη την ιστορία. Επρεπε να έχω φρεσκάρει την ομάδα.

Δεν είναι ποτέ απλό, μία νίκη μέσα στο Χάμπντεν. Στην πενταετία 2020-25 έχουν ηττηθεί εκεί πέρα η Κροατία, η Ισπανία, η Δανία, η Τσεχία, η Γεωργία, η Σλοβακία. Φεύγεις με ισοπαλία, συνήθως ευχαριστημένος. Στα τελευταία 22 εντός έδρας ματς διοργανώσεων, η Σκωτία είχε χάσει δύο. Από την Πολωνία, τον περασμένο Σεπτέμβριο. Από την Ουκρανία, πριν σχεδόν τρία χρόνια. Δύο ήττες στο Χάμπντεν, σε τέσσερις σεζόν. Τρεις, πλέον. Διέκρινε κανείς τη μακαριότητα, στην προσέγγισή τους. Η μπάλα στον πληθωρικό ΜακΤόμινεϊ, άλλοι δέκα δορυφόροι που όλοι γύριζαν περί αυτόν, και όλα κάπως θα γίνουν. Η μακαριότητα, τους έκανε soft. Η κεκτημένη ταχύτητα, μία εκρηκτική εκκίνηση, αν δεν φέρει άμεσο γκολ δεν σε πηγαίνει πέρα από τα πρώτα 15-20 λεπτά. Δεν βρήκαν το γκολ στην αρχή, δεν ήξεραν τι να κάνουν και πώς να το κάνουν μετά.

Και ο Αλαν Χάνσεν και ο Αλεξ Φέργκιουσον, το δίδυμο της famous φράσης “δεν πας πουθενά με τα πιτσιρίκια”, είναι Σκωτσέζοι. Ο Κλαρκ, ο προπονητής της Σκωτίας, Σκωτσέζος επίσης, όφειλε να γνωρίζει καλύτερα. Οχι μόνον αυτό που είχε πει ο Χάνσεν, αλλά και την (ομολογουμένως λιγότερο famous) απάντηση του Σερ Αλεξ σε αυτό. “Δεν πας πουθενά δίχως πιτσιρίκια”. Από το 1′ ως το 90′ στο Χάμπντεν την Κυριακή, αθροιστικά οι Ελληνες διεθνείς έτρεξαν στο γρασίδι 113,8 χιλιόμετρα. Οι Σκωτσέζοι, πέντε (και πλέον) χιλιόμετρα λιγότερα. Για την ακρίβεια 108,5. Πράγματι, δεν πας πουθενά δίχως πιτσιρίκια. Ο Ζαφείρης ήταν ένα σκυλί α λα Σιώπης, με καλύτερο passing από τον Σιώπη. Ο Γιοβάνοβιτς ξεκίνησε με μικρούς, και έβαλε μεγαλύτερους έπειτα για να κλειδώσει. Ο Κλαρκ ξεκίνησε με μεγάλους, και στο μηδέν-τρία έβαλε μικρούς…να σώσουν τι;

Το φθινόπωρο στα προκριματικά του Παγκόσμιου Κυπέλλου, όταν Ελλάδα-Σκωτία ξανασυναντηθούν, ένας θα ξέρει ότι “το έχει” και ένας θα πρέπει να αποδείξει, κόντρα στο αποτέλεσμα τον Μάρτιο, ότι το έχει. Είναι βέβαιον πως οι Σκωτσέζοι θα δώσουν πάλι αυξημένη προσοχή, μιας και τον έμαθαν, στον Καρέτσα. Ο Καρέτσας, ναι, είναι ό,τι πιο κοντινό έχουμε στην Ελλάδα σε δείγμα, για να κατανοήσουμε πώς διάολο εκείνη η Γενκ στο Βέλγιο ανάθρεψε, έβγαλε στη βιτρίνα της Ευρώπης, πώλησε τον Ντε Μπράουνε, τον Τροσάρ, τον Γιανίκ Καράσκο, τον Μπέιλι, τον Κουλιμπαλί, τον Μιλίνκοβιτς-Σάβιτς, τον Κουρτουά. Από σήμερα κιόλας, μπορούμε να σκεφτούμε…μακάρι το πρόβλημα της Σκωτίας το φθινόπωρο, όπως θα είναι για μας βασικά ο ΜακΤόμινεϊ, γι’ αυτούς να είναι μονάχα ο Καρέτσας!

Δεν θα είναι. Η ελληνική ομάδα σφύζει από performers με τη star quality να γεμίζουν γήπεδα. Οπου και να παίζουν, με όποιον και να παίζουν, σε όποιο θεσμό και να παίζουν. Το χάρισμα στη μπάλα, είναι οφθαλμοφανές. Εκαναν τρία γκολ, με τρεις καθαρές εκτελέσεις μέσα στην περιοχή, όλες one-touch. One-touch, διότι ήταν τέτοιας ποιότητας οι τρεις ασίστ που, έπειτα, δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο από μία επαφή. Οταν ο γκολκίπερ της Σκωτίας έπαιξε τη μεγάλη μπαλιά και την έκοψε ο Βαγιαννίδης στον αέρα, πώς ύστερα οδήγησαν με πεποίθηση τη μπάλα στο αντίπαλο μισό Ζαφείρης/Καρέτσας/Βαγιαννίδης, ο δεξιόστροφος μοχλός, αυτό δεν επιτυγχάνεται δίχως το χάρισμα. Οταν ο Κωνσταντέλιας έκλεψε μία απρόσεκτη πάσα τους και έφτασε ως την αδιανόητη no-look ασίστ σε κατάσταση 2-v-5, αυτό δεν επιτυγχάνεται δίχως ιδιοφυία.

Το dream goal βέβαια, μία προπονητική ονείρωξη, είναι το δεύτερο. Επί 59 δευτερόλεπτα, από ένα κόψιμο του Βαγιαννίδη έξω από την ελληνική περιοχή ως τη στιγμή που η μπάλα περνά και μπαίνει στα δίχτυα της Σκωτίας, Σκωτσέζος δεν έχει ακουμπήσει τη μπάλα. Δεκαέξι στοχευμένες, άνετες και άκοφτες, πάσες είναι όλο το build-up. Η 17η, στην πλάτη του δεξιού χαφ και του δεξιού μπακ, Μουζακίτης στον Γιαννούλη. Η 18η, Γιαννούλης στον Κωνσταντέλια. Η 19η, Κωνσταντέλιας στον Καρέτσα. Καλύτερο κι από σεξ! Είναι η…κακή χρονιά του Κωνσταντέλια που δεν παίζει, δεν κάνει νούμερα, έπεσε η market value, και λοιπά κολοκύθια με τη ρίγανη. Πάρε ένα γκολ και δύο ασίστ, που κατ’ ουσίαν είναι (οι ασίστ) τρεις, άλλο αν εκεί με τον Παυλίδη στο δεύτερο ημίχρονο πρόλαβαν και το έβγαλαν στη γραμμή.

Φυσικά το killer goal είναι το τρίτο. Ο,τι μπορεί κανείς να φανταστεί πως διαμειβόταν επί 15 λεπτά στα αποδυτήρια της Σκωτίας κατά την ανάπαυλα, το όποιο πλάνο και οι όποιες οδηγίες ή διορθώσεις για την ανασύνταξή τους, πάμε, ήρεμα, έχει χρόνο, ένα γκολ πίσω είμαστε, ξαναρχίζουμε στο δεύτερο ημίχρονο όπως αρχίσαμε στο πρώτο, όλο αυτό ακυρώθηκε σε 12 δευτερόλεπτα. Ενα πλήγμα, ανεπανόρθωτο. Και μετά; Μετά η παρτίδα κινήθηκε σε ένα τόσο ευαίσθητο μεταίχμιο, που δεν γινόταν να πεις με σιγουριά αν η Ελλάδα έπαιζε με τη Σκωτία ή αν η Ελλάδα “έπαιζε” τη Σκωτία. Να σας πω, μου θύμισε Ολλανδία στο Μόναχο, Μουντιάλ 1974, όταν άνοιξαν το σκορ στο πρώτο λεπτό του τελικού. Αντί να συνεχίσουν να παίζουν με τη (Δυτική) Γερμανία, μπήκαν σε mood να περιπαίξουν τη Δυτική Γερμανία. Το πλήρωσαν, πανάκριβα.

Ισως κάτι τέτοιο ήθελε να πει, ο Γιοβάνοβιτς εκείνη τη στιγμή στον Μασούρα. Παίξε, μη περιπαίζεις. Ο, κατά τον αυτοπροσδιορισμό του, ενίοτε υπερβολικός με τους παίκτες Γιοβάνοβιτς. Ας το ολοκληρώσουμε κι εμείς λοιπόν, με μία υπερβολή. Μία σκέψη, έτσι κι αλλιώς, ατυχώς ανέφικτη στην πράξη. Το μοναδικό καλύτερο πράγμα, καλύτερο από το καλό που εξελίσσεται στην Εθνική, θα ήταν να μπορούσε ο Γιοβάνοβιτς να προπονεί αυτό το γκρουπ…κάθε μέρα. Το κάνουμε εικόνα, έτσι για την αξία της απόλαυσης, ποια θα ήταν (σε μία τέτοια συνθήκη) η τελική έκφραση των δυνατοτήτων του γκρουπ;       

Πηγή: Sdna