Επιλογή Σελίδας

Του Βασίλη Σαμπράκου

Αυτό που είδαμε στο πρώτο ημίχρονο και ειδικά στα πρώτα 30’ λεπτά της Εθνικής απέναντι στην Φινλανδία προφανώς δεν ήταν ικανοποιητικό – άρα δεν θα μπορούσε να το αντιληφθεί κανείς και ως “αισιόδοξο” δείγμα. Η Εθνική “έχασε” τη μπάλα στην έδρα της από την Φινλανδία (41%-59%), είδε τους φιλοξενούμενους να κάνουν παραπάνω από τριπλάσιο αριθμό οργανωμένων επιθέσεων (5-18) και ένιωσε ότι αν οι αντίπαλοι είχαν μεγαλύτερη ατομική ποιότητα θα της είχαν “χαλάσει” την πρώτη βραδιά της εποχής του Ιβάν Γιοβάνοβιτς.

Πολλές φορές όμως ήταν έτσι, και μάλιστα ακόμη και όταν ένας προπονητής έκανε μια πιο προνομιακή αρχή – δηλαδή είχε και φιλικά παιχνίδια για να δει και να προετοιμάσει την ομάδα του για την πρώτη φορά. Θυμάμαι καλά το ντεμπούτο του Φερνάντο Σάντος τέτοιες μέρες πριν από 14 χρόνια – τον Σεπτέμβριο του 2010 στο ίδιο γήπεδο, το Καραϊσκάκη. Δεν ήταν μόνο η “γκέλα” (1-1) στο πρώτο παιχνίδι της προκριματικής φάσης του Euro 2012 απέναντι στην Γεωργία. Ήταν κυρίως η προβληματική εικόνα της ομάδας στο πρώτο ημίχρονο. Η Εθνική αιφνιδιάστηκε με ένα γκολ που δέχθηκε νωρίς, κι ύστερα προσπαθούσε αλλά δεν μπορούσε να ολοκληρώσει μια επίθεση και να φτιάξει ευκαιρίες.

Ο Σάντος τότε είχε αλλάξει τις αρχές της ομάδας κατά την επιθετική ανάπτυξη. Και τις είχε προετοιμάσει αυτές τις αλλαγές μέσα από προπονήσεις και φιλικό. Παρόλα αυτά κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου είδε και ένιωσε την ανασφάλεια των ποδοσφαιριστών του. Είχαν βγει από την πεπατημένη που ακολουθούσαν τα προηγούμενα χρόνια και αυτό, σε συνδυασμό του εκνευρισμού που προκαλεί η πρεμιέρα σε μια προκριματική φάση, ήταν αρκετό για να θολώσει το μυαλό τους. Τι έκανε τότε ο Σάντος; Έβαλε τους παίκτες να παίξουν όπως “πριν”, προκειμένου να ξεμπλοκάρουν. Η Ελλάδα βελτίωσε την εικόνα της στο β’ ημίχρονο και άρχισε να βρίσκει τα βήματα της. Η ιστορία είναι γνωστή.

Τι έκανε τώρα ο Γιοβάνοβιτς; Με όσα είπε στην ανάπαυλα του ημιχρόνου και με τις αλλαγές βοήθησε την ομάδα του αφενός να κυκλοφορήσει καλύτερα και να κρατήσει περισσότερο την μπάλα (50%-50%) και αφετέρου να γίνει πιο ουσιαστική στην επιθετική ανάπτυξη και να καταφέρει να φτιάξει όσες οργανωμένες επιθέσεις έκανε και ο αντίπαλος (14-15) και τελικά να έχει περισσότερες και πιο ποιοτικές τελικές προσπάθειες από τον αντίπαλο. Με άλλα λόγια τη βοήθησε να βγει από την δύσκολη θέση του πρώτου ημιχρόνου, επενδύοντας και στην ψυχολογία του 2-0 στο ημίχρονο.

Είναι αρκετά τα σημάδια που σε κάνουν αισιόδοξο. Η ψυχολογία στο εσωτερικό της αποστολής, η θετική νοοτροπία των ποδοσφαιριστών για τη συνεργασία τους με τον νέο προπονητή, η επιλογή του Γιοβάνοβιτς να βάλει στο γήπεδο, είτε από την αρχή είτε κατά την εξέλιξη του ματς, αρκετά μέλη της νέας γενιάς των ποδοσφαιριστών, οι δικοί του χαμηλοί τόνοι και η ευθυκρισία που περιέχει ο λόγος του όταν μιλά για την απόδοση της ομάδας του. Όλα αυτά, μαζί με τη σκέψη ότι επιτέλους ο σέντερ φορ σκοράρει στην Εθνική, είναι λόγοι για να αισιοδοξεί κάποιος.

Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς πότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε μια ομάδα που θα παίζει το ποδόσφαιρο με τις αρχές του Γιοβάνοβιτς. Το κρίσιμο είναι το τι θα κάνει, σε εικόνα και αποτελέσματα, μέχρι τότε η Εθνική. Διότι τα αποτελέσματα είναι που τρέφουν ένα σύνολο προκειμένου αυτό να δυναμώσει, να δέσει, να πιστέψει και να γίνει ομάδα. Γι’ αυτό και το δεύτερο βήμα, στο Δουβλίνο, είναι το ίδιο σημαντικό με το πρώτο. Μετά από την αποτυχία στο Euro, η Εθνική έχει ανάγκη να πειστεί πρώτα η ίδια και μετά να πείσει και τους Έλληνες ότι θα δημιουργήσει νέα δυναμική – τέτοια που να πείθει ότι έχει πιθανότητες να ξαναπάει σε ένα μεγάλο τουρνουά. Χωρίς αποτελέσματα, αυτό δεν γίνεται. Και κάνει πολύ καλά ο Γιοβάνοβιτς που στην παρούσα φάση καίγεται για νίκες και δεν εστιάζει καθόλου στο δικό του μοντέλο παιχνιδιού.

Τι έχει ανάγκη η Εθνική στη δεδομένη στιγμή; Εκτός από τον σέντερ φορ της, που μετά από καιρό είναι κάποιος που σκοράρει, χρειάζεται το μέγιστο της συνεισφοράς από τους πιο έμπειρους ποδοσφαιριστές. Το έλλειμα στην ομαδική απόδοση καλύπτεται μόνο μέσα από την ατομική ποιότητα. Αυτήν έχει τώρα ανάγκη η ομάδα, για να αγοράσει χρόνο προκειμένου να ρολάρει και να παίξει αποτελεσματικά με τον τρόπο του Γιοβάνοβιτς.

Πηγή: Gazzetta