Επιλογή Σελίδας

Ολο το Σ-Κ ως την ώρα του τελικού, από δουλειά δεν είχα κάτι πιεστικό να κάνω. Ούτε αποσκευές να ετοιμάσω, καν. Δευτέρα, την επαύριο του τελικού, θα έφευγε όλος ο κόσμος…κυριολεκτικά. Από Πορτογαλία, προς πάσα κατεύθυνση. Το νωρίτερο που βρέθηκε αεροπορικό εισιτήριο, ήταν για Τρίτη.

Το μόνο ήταν, να πάω νωρίς στο γήπεδο. Ωρες πριν. Ακριβώς έξω από το Ντα Λουζ, θυμάμαι να με βρήκε το τηλεφώνημα του Πέτρου Κωστόπουλου. Μια παραγγελιά, ένα αφήγημα τριών χιλιάδων λέξεων περί το EURO 2004 για το περιοδικό Esquire, παραδοτέο Δευτέρα το αργότερο. Ο,τι ήξερα κι ό,τι μάθαινα, δεν άφηνα τίποτα να πέσει κάτω, τα έγραφα όλα κάθε μέρα στην Ελευθεροτυπία. Η πρώτη σκέψη ήταν ότι δεν είχα μες στο κεφάλι, αδημοσίευτο υλικό τριών χιλιάδων λέξεων. Κι όμως, λίγο brainwashing ανέσυρε, από το βάθος στην επιφάνεια του εγκεφάλου, πραγματάκια. Με δισταγμό κατέληξα να το υποσχεθώ, άλλωστε δεν μου άφηνε εναλλακτική, στον Πέτρο.

Πήγα στο γήπεδο, 4η Ιουλίου 2004, με ανήκουστη ηρεμία. Απορούσα, με αυτήν. Παίζει η Ελλάδα, τελικό Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Πώς γίνεται, τόση (σχεδόν) απάθεια; Η ομάδα είχε ένα τρόπο, να το μεταδίδει αυτό. Ξεγνοιασιά; Σιγουριά; Αγνοια κινδύνου; Αυτό, τέλος πάντων. Δεν με εντυπωσίασε, ούτε το γαλανόλευκο κομμάτι της κερκίδας. Ο Θόδωρος Θεοδωρίδης με είχε προϊδεάσει με ακρίβεια, πώς θα είναι. Το φαντάστηκα, προτού το δω. Ο,τι φαντάστηκα και ό,τι είδα, ήταν ένα και το αυτό. Ξόδεψα λίγη ώρα στο Κέντρο Τύπου, είδα στις οθόνες τις διαδρομές των δύο πούλμαν από τα ξενοδοχεία στο γήπεδο, σκέφτηκα πως ήταν η στιγμή ν’ ανεβώ στην κερκίδα των δημοσιογράφων.

Βρήκα τη θέση μου. Ηταν κοντά στον ελληνικό πάγκο. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια, ως το επίπεδο του αγωνιστικού χώρου. Οι παίκτες βγήκαν, για την πρώτη βόλτα. Με την άκρη του ματιού, έπιασα τον Τσιάρτα να παρλάρει με τον Φίγκο. Στήθηκα, ώσπου να τελειώσουν. Τα είπαν, αντάλλαξαν αριθμούς τηλεφώνου, κάποτε τελείωσαν.  “Βασίλη” του φώναξα. Πλησίασε. “Τι λέει; Πώς τους βλέπεις;” Γέλασε. “Κολυμπάνε στο άγχος”. Γέλασα εγώ. “Πνιγμένοι είναι” μου λέει. Ανεβαίνω πάλι, στη θέση. Κάποια στιγμή, καταφτάνει το Τρίο της Επιτυχίας. Ο κοψομεσιασμένος Ντέμης, ο τιμωρημένος Κάρα, ο Θόδωρος Θεοδωρίδης. 

Τους βλέπουν, Λιάνης και Φούρας. Τους παρακαλούν, να πάνε να πουν ένα “γεια” στα όρθια στον Γιώργο Παπανδρέου. Αντε, να το κάνουν κι αυτό! Ηταν, μια παγερή χειραψία. Ο κύριος Παπανδρέου, πρέπει να είχε ακραία οριακή σχέση με αυτό που συνέβαινε και τον κουβάλησαν για να παρίσταται. Αμφιβάλλω, αν γνώριζε με ποιους έκανε τη χειραψία. “Πανάθεμά σε” λέει μες απ’ τα δόντια φεύγοντας ο Θόδωρος “σε ψήφισα κιόλας”. Είχα να δω κάτι αντίστοιχο, από τη βραδυά που κουβάλησαν στο Ολυμπιακό Στάδιο τον κύριο Σημίτη σε ημιτελικό Τσάμπιονς Λιγκ, Παναθηναϊκός-Αγιαξ το 1996. Πού βρίσκομαι, γιατί ήρθα εδώ, τι κάνω, ποιος είμαι.

Ενα αγκαθάκι πριν τον τελικό, ήταν η “επικοινωνία” των Πορτογάλων για τον διαιτητή Μερκ και τη σχέση του με τον Οτο. Είναι οδοντίατρος, είναι από το Κάιζερσλαουτερν, ο Οτο ήταν στο Κάιζερσλαουτερν και πήρε πρωτάθλημα με τη (νεοφώτιστη στη Μπούντεσλιγκα) Κάιζερσλαουτερν, όλο και μπορεί να πήγε κάποια φορά εκείνα τα χρόνια για ένα σφραγισματάκι στον Μερκ, άρα; Ταινία! Ρώτησα, για να φύγει το αγκαθάκι από μέσα μου, τον Κύρο Βασάρα αν ο Γερμανός ρεφ ήταν επίφοβος. “Παλάβωσες; Αυστηρό πενήντα-πενήντα, από δω μέχρι το Κάιζερσλαουτερν”. Ενα χούι, μου είπε ο Κύρος, “έχει ο Μάρκους. Να σκίζει Ιταλούς, όπου τους πετυχαίνει”. Οντως, το θυμήθηκα αμέσως γιατί ήμουν εκεί και το είδα με τα μάτια μου, τους πέτυχε σε ημιτελικό EURO 2000 στο Αμστερνταμ, Ιταλία-Ολλανδία. Δεν τους άφησε, σε χλωρό κλαρί. Μία κόκκινη κάρτα, δύο πέναλτι. Αλλ’ οι Ιταλοί, κάπως επιβίωσαν. Και πέρασαν, τελικό. Αλλ’ εμείς, δεν είμασταν Ιταλοί για να μας σκίσει.

Αρχίζει ο αγώνας στο Ντα Λουζ, οι πνιγμένοι στο άγχος από κει, οι ξέγνοιαστοι καβαλάρηδες από δω, βλέπω Βρύζα να κάνει “με πλάτη” υποδοχή μπάλας στον άξονα και να τη σπάει στο πλάι με ραμπόνα, λέω μέσα μου “καλά, μονάχα πείτε μου τι ώρα βάζουμε το γκολ”. Ο μοναδικός Πορτογάλος που πράγματι έβγαζε άνεση και ενέργεια ήταν ο δεξιός μπακ που έπαιζε στη Μπενφίκα, ο Μιγκέλ. Αν θυμάμαι καλά ο Μανόλης Καραμολέγκος δίπλα μου, ο συνάδελφός μου, μουρμούρισε “μη ασχολείσαι, θα φύγει από τη μέση κι αυτός όπως ο Νέντβεντ”. Ο Νέντβεντ είχε αποχωρήσει στον ημιτελικό, Ελλάδα-Τσεχία τρεις μέρες πριν, 1η Ιουλίου, λόγω τραυματισμού πριν το τέλος του ημιχρόνου. Τρεις μέρες μετά, ο δραστήριος Μιγκέλ αποχώρησε λόγω τραυματισμού πριν το τέλος του ημιχρόνου.                           

Το γκολ, ξέρουμε “τι ώρα” μπήκε. Κατά το 80′ πια, πίσω στο Τρίο της Επιτυχίας στην εξέδρα, ο Θόδωρος έχει πάψει να βλέπει ματς. Μονάχα, ακούει. Το μάτι ανεβοκατεβαίνει, από τη γραβάτα στο ρολόι κι από το ρολόι πάλι στη γραβάτα. Με το να μη βλέπει ματς, χάνει και τη μπούκα του Τζίμι Τζαμπ. Το μπρέικ καταστρέφει την τελική αντεπίθεση των Πορτογάλων. “Σήκω, τελείωσε, πάμε κάτω” σπρώχνει ο Ντέμης τον Θόδωρο. Σηκώνεται κι ο Κάρα. Ο Θόδωρος δεν έχει καταλάβει. “Είστε τρελοί; Πού πάτε; Θέλει άλλα δέκα λεπτά, τουλάχιστον”. Ο Κάρα του λέει. “Εχει δίκιο, Θόδωρε, ο Ντέμης. Τελείωσε. Το πήραμε. Πάμε”. Οντως, είχε τελειώσει προτού τελειώσει.

Δεν έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου, πιο ατάραχη ευφορία. Ούτε αλάλαξα, ούτε…αίσχη έκανα, δεν έκλαψα, δεν χοροπήδησα, δεν έχασα τον έλεγχο επ’ ουδενί. Με κυριάρχησε, μια μακάρια αίσθηση συναισθηματικής πληρότητας. Μια απέραντη γλύκα, στην καρδιά. Και βέβαια, ευγνωμοσύνη σε όσους με έκαναν να αισθανθώ έτσι. Ευγνωμοσύνη, εις το διηνεκές. Απόλαυσα την απονομή, με το χαμόγελο του χαζού. Κατέβηκα, business as usual, στη μικτή ζώνη. Επικοινώνησα τηλεφωνικώς με την Ελευθεροτυπία, να τους τροφοδοτήσω με τις πληροφορίες που συνέλεξα. 

Εκείνη την ώρα, αντιλήφθηκα ότι στην εφημερίδα πρέπει να είχαν αναποδογυρίσει γραφεία. Τα αίσχη, συνέβαιναν στον Νέο Κόσμο. Δεν με άκουγε, κανείς. Το κείμενο που οι αναγνώστες διάβασαν τη Δευτέρα “από τον απεσταλμένο μας στη Λισαβόνα Αλέξη Σπυρόπουλο” το έγραψε…στην Αθήνα ο Νίκος Παπαδογιάννης που, επειδή είναι μυδράλιο στο πληκτρολόγιο, ο μακαρίτης Συρίγος τον εμπιστεύτηκε να το έχει τελειώσει, μαξ πέντε λεπτά μετά τη λήξη. Το ρεπορτάζ, και αυτό “από τον απεσταλμένο μας”, το έγραψε στη σειόμενη εφημερίδα (με ό,τι είχε προλάβει να ακούσει στις ραδιοτηλεοράσεις) ο, επίσης μακαρίτης, Γιάννης Ξενάκης.

Εν τέλει, δεν επέστρεψα Τρίτη βράδι στην Ελλάδα. Επέστρεψα, ξημέρωμα Δευτέρας. Με το πρώτο τσάρτερ που προσγειώθηκε, από τη Λισαβόνα, στο Βενιζέλος. Πώς; Βύσμα! Ακουσα τον Παύλο Παπαδημητρίου την Κυριακή το πρωί, τον συνάδελφό μου, να μου λέει “όλη νύχτα θα φεύγουν αεροπλάνα, το ένα μετά το άλλο, απευθείας για Αθήνα”. Και ότι “άμα βρεις τον Γιώργο στο αεροδρόμιο, θα σε χώσει αυτός σε κάποιο”. Ο Γιώργος είναι ο Σκρέκης, παλαίμαχος μπακ του Πανιωνίου, φίλος, ιδιοκτήτης του GS Travel. Από τη λαχτάρα να γυρίσω μια ώρα αρχύτερα, ύστερα από κοντά ένα μήνα στην Πορτογαλία, το ρίσκαρα. 

Αφησα το δωμάτιο στο ξενοδοχείο, πήγα στο Ντα Λουζ με τις αποσκευές μέσα στο αυτοκίνητο, έφυγα σφαίρα μετά τον τελικό απευθείας για αεροδρόμιο, έφτασα, παρέδωσα το αυτοκίνητο, κατευθύνθηκα στο τέρμιναλ “να βρω τον Γιώργο”. Ναι, ανάμεσα…σε έξι-επτά χιλιάδες Ελληνες, ένα γαλάζιο ποτάμι που κυλούσε περίπου ανεξέλεγκτο, απ’ άκρου εις άκρον του αχανούς χώρου. “Εγώ φταίω που κάθομαι κι ακούω τον Που-Ρου-Που-Που” σκέφτηκα την ώρα που, ψύχραιμος πάντως, έκανα εικόνα στο μυαλό το να επιστρέφω με ταξί στο κέντρο της Λισαβόνας και να βάζω τα μπαγκάζια για μαξιλάρι σε κάποιο παγκάκι, τέσσερις με πέντε το πρωί τοπική ώρα.

Ωσπου, με κάποιον τρόπο, όντως “έπεσα επάνω” στον Γιώργο. Το και το. Με κράτησε σφιχτά, από το χέρι. “Μη σε χάσω” μέσα στο πλήθος. Οσο…κρατιόμασταν, ανά πέντε λεπτά η κόρη του Σκρέκη ερχόταν “μπαμπά, τηλεφώνημα από τον βουλευτή Τάδε να τακτοποιήσουμε τον γιο του”, έπειτα “τηλεφώνημα από το γραφείο του υπουργού Δείνα να δώσουμε προτεραιότητα στην κόρη του”, της τρελής, “δεν φεύγουμε ποτέ”. Κάποτε, κι εγώ δεν ξέρω πόσο αργότερα, μισή ώρα, μία ώρα, δύο ώρες, “με τρόπο” ο Γιώργος σπρώχνει συνωμοτικά στην τσέπη μου (σαν να ήταν σακουλάκι με ναρκωτικά) μία κάρτα επιβίβασης. Μου ψιθυρίζει στο αυτί “έφυγες, μη γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις, καλή αντάμωση στη Νέα Σμύρνη”. Η αιώνια ευγνωμοσύνη, είναι και για τον Γιώργο. 

Δευτέρα 5 Ιουλίου, οι δημοσιογράφοι είχαμε απεργία. Ενόσω ο κόσμος υποδεχόταν τους 23 legends στην πατρίδα, ήδη είχα πάρει ένα υπνάκο σπίτι και τότε πήγα στο αδειανό (λόγω της απεργίας) γραφείο μου στην Ελευθεροτυπία, να γράψω τις τρεις χιλιάδες λέξεις για τον Πέτρο. Στο μεταξύ, στις 24 ώρες από τη στιγμή που του τις έταξα, είχα μαζέψει καινούργιο υλικό για έξι χιλιάδες λέξεις… 

Πηγή: Sdna