Του Αντώνη Οικονομίδη
Και φορούσε και το «5».
Όταν οι αριθμοί στις φανέλες είχαν νόημα, αυτό, το «5», δεν μπορούσε να συγκινήσει. Δεκαπέντε χρόνια περίμεναν οι Ιταλοί να δουν ξένο ποδοσφαιριστή στις ομάδες τους. Το σκάνδαλο με τους στημένους αγώνες, το πρώτο «Totonero», όπως αποκλήθηκε, που συντάραξε το κάλτσιο το καλοκαίρι του 1980, άνοιξε τότε την πόρτα για την επιστροφή των λεγεωναρίων στους συλλόγους του Campionato.
Επικοινωνιακό αλλά και ουσιαστικό αγωνιστικό αντίβαρο. Ένας μόνο επιτρεπόταν. Ένας. Αμφίβολο, στην καλύτερη, αν ο όποιος ένας θα μπορούσε να βγάλει τη Ρόμα από την ανυποληψία. Από το τελευταίο της Πρωτάθλημα, εκείνο το πολεμικό του 1942, οι «Giallorossi» όλες κι όλες δύο φορές είχαν καταφέρει έκτοτε να τερματίσουν στην πρώτη τετράδα.
Το αμέσως προηγούμενο καλοκαίρι τα διοικητικά ηνία είχε αναλάβει ο Ντίνο Βιόλα. Ήθελε και αυτός να αξιοποιήσει τη συγκυρία, να ενισχύσει το προεδρικό του στάτους, να δείξει στην οπαδική βάση φιλοδοξία και όραμα. Ήθελε να φέρει κάποιον αναγνωρίσιμο. Μεγάλη κουβέντα για την εποχή, μιας και τέτοιοι γίνονταν μόνο μέσα από τις μεγάλες διοργανώσεις, Παγκόσμια Κύπελλα και Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα.
Αλλού εικόνα και πρόσβαση για τη μάζα δεν υπήρχε, δεν προσφερόταν.
Και αυτή δηλαδή, η εικόνα, για τους τιφόζι της Ρόμα, όταν πληροφορήθηκαν πως η προεδρική επιδίωξη ήταν η απόκτηση ενός Βραζιλιάνου, περιλάμβανε τον Ζίκο, τον Ριβελίνο και άλλους ομοίους, ανάλογης εμβέλειας, όντως παγκόσμιας, έστω και με τους περιορισμούς της εποχής.
Ακόμα και αν δεν τον ήξεραν, ακόμα και αν δεν τον είχαν δει ποτέ, το πρώτο δείγμα, αυτό που θα ερέθιζε τη φαντασία, ήταν -τότε- το νούμερο της φανέλας.
Το «9», το «10», μυθικά. Δεν γίνεται Βραζιλιάνος με δαύτα στην πλάτη και να μην είναι καλός. Δεκτά, όχι με ανάλογη θέρμη αλλά σίγουρα με ζέση, το «7» ή το «11».
Το «5» όμως; Πώς;
Πώς να συγκινήσει, πώς να εξάψει, πώς ακόμα-ακόμα να πουλήσει εισιτήρια κάποιος που έπαιζε -βάσει του ρόλου που αυτός ακριβώς ο αριθμός της φανέλας “φωτογράφιζε”- μπροστά από τους κεντρικούς αμυντικούς; Και ο οποίος, στα 27 του, δεν είχε φύγει καν από την πατρίδα του;
Ο Βιόλα τότε πίεσε αρκετά τον εμβληματικό Σουηδό προπονητή των Ρωμαίων, τον Νιλς Λίντχολμ, να αναθεωρήσει την επιλογή του. Αυτός ήταν που ζητούσε αυτό το «5». Εμφατικά, αρνούμενος να δεχτεί και να συζητήσει οτιδήποτε άλλο, αρνούμενος να καταλάβει οποιαδήποτε, έστω και υποτυπώδη, λογική μάρκετινγκ.
Στο βρόντο πήγε η προεδρική πειθώ. Προς τιμήν του όμως, ο Βιόλα σεβάστηκε την προπονητική επιθυμία και την αγόρασε. Στο άκουσμα του ονόματος του νιόφερτου, η αντίδραση του κόσμου περισσότερο τις αμφιβολίες του Προέδρου δικαίωσε παρά τη σιγουριά του προπονητή. Και αυτό, παρότι 5.000 τον περίμεναν να προσγειωθεί στο Φιουμιτσίνο.
Μάταια και ο ίδιος ο Σκανδιναβός, μετά τις πρώτες προπονήσεις του «5», τον εκθείαζε μπροστά σε ορθωμένα μικρόφωνα και κάμερες. «Τα πόδια του στην μπάλα είναι σαν να την κρατάει με τα χέρια». Φωνή βοώντος.
Αυτό που είχε μείνει σε όλους, κοινό και media, ήταν ένα βιντεάκι, σκάρτο μισού λεπτού, με θολά και σπαστά στιγμιότυπα. Ήταν το μόνο που η ιταλική τηλεόραση μπόρεσε να βρει με κατορθώματα του λεγάμενου, το οποίο και έπαιζε σε οποιαδήποτε σχετική αναφορά.
Και έπαιζε σε λούπα. Το ίδιο. Και ξανά το ίδιο. Χωρίς σε αυτά τα 30 δευτερόλεπτα να υπάρχει τίποτα το πορωτικό (γκολ, ασίστ), χωρίς ούτε ψήγμα από κάτι, οτιδήποτε… βραζιλιανικό.
Μόνο αυτό το αναθεματισμένο το «5» να ξεχωρίζει. Και να μην πείθει.
Ούτε καν φυσιογνωμικά πως είναι Βραζιλιάνος. Περισσότερο έμοιαζε με Γερμανό.
Ψηλός, λεπτοκαμωμένος, με μακριά αδύνατα πόδια που έδειχναν μεγαλύτερα από το κανονικό, με γεροδεμένο και ευθυτενή κορμό, καθαρό πρόσωπο παρά τις μερικές φακίδες που διακρίνονταν, μεγάλο κούτελο, καστανόξανθα και κατσαρά μαλλιά.
Όλοι εύλογα περίμεναν κάτι περισσότερο από αυτή τη λούπα. Και εύχονταν κάτι διαφορετικό, κάτι που θα ικανοποιούσε τα μάτια και τη φαντασία τους. Αποκαλυπτήρια έγιναν σ’ ένα φιλικό με την πρώην ομάδα του.
Συμφωνημένο κομμάτι της συμφωνίας τα έσοδα από το συγκεκριμένο φιλικό, ως έξτρα του 1.5 εκατ. δολαρίων που είχε πληρώσει η Ρόμα για την αγορά (και για την οποία μάλιστα ο Βιόλα αναγκάστηκε να δανειστεί από τον Βάσκο Φαρόλφι, για χρόνια ιδιοκτήτη της Μοντεβάρτσι, ομάδας της Γ’ κατηγορίας στην Ιταλία, και δηλωμένο υποστηρικτή της Ρόμα, ο οποίος εγγυήθηκε και την αμεσότητα της πληρωμής του απαιτούμενο ποσού).
Πριν τη σέντρα ο Πρόεδρος έπιασε τον νιόφερτο και ούτε λίγο ούτε πολύ του ζήτησε κάτι σύμφυτο με την καταγωγή του, τα ποδοσφαιρικά του γονίδια. Κάτι που θα ξεσήκωνε το κοινό, κάτι που θα έκανε αυτή τη λούπα να ξεχαστεί, κάτι που θα έπαιρνε τα μάτια από το πίσω μέρος της φανέλας.
Στο μεγαλύτερο διάστημα του παιχνιδιού, δεν φαινόταν καμία τέτοια πρόθεση. Ίσα-ίσα, αυτό που προσφερόταν ήταν τελείως αντίθετο με τα όσα μυθικά ήταν συνυφασμένη η βραζιλιανική σχολή. μέσος διορατικός, όχι ταχύς αλλά πάντα πρώτος στην μπάλα, πάντα εκεί όπου είναι η μπάλα, άνετος στο ξεμαρκάρισμα, όχι όμως με ντρίμπλες αλλά με αδιάκοπο τρέξιμο, αποζήτηση της ευθύνης, της πρώτης πάσας, χωρίς ποτέ να κάνει το οτιδήποτε περιττό, με το σόου να του είναι -και να το δείχνει- τελείως ξένο.
Όχι πως δεν το είχε. Απλώς, το πρακτικό -πάντα- υπερίσχυε της επίδειξης. Ακόμα και σε φιλικό. Θυμήθηκε όμως την προεδρική παρόλα κάπου στο τέλος του παιχνιδιού και, μιας και το επέτρεψε η περίσταση, παρουσίασε στο κοινό του Olimpico ένα sombrero. Δεν συνοδεύτηκε με γκολ, αλλά έφτανε και περίσσευε για να εκστασιάσει το κοινό.
Και μονοκοντυλιά σβήστηκαν όλες οι σκέψεις, όλες οι αμφιβολίες.
Στ’ αποδυτήρια, μετά το τέλος του παιχνιδιού, ήταν η σειρά του Βραζιλιάνου ν’ αναζητήσει και ν’ απευθυνθεί στον Πρόεδρο. «Έκανα ό,τι μου ζήτησες. Μην το ξαναζητήσεις. Αυτά είναι πράγματα που κάνει μια εκπαιδευμένη φώκια. Εγώ είμαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής».
Σε κανέναν δεν έλειψαν τα όσα έκτοτε… δεν έκανε ο Πάουλο Φαλκάο. Και ας φορούσε το «5».
Ακριβώς, επειδή φορούσε το «5».
O «Alemão»
Γιος ενός οδηγού και μιας μοδίστρας, με την σκούφια της να πιάνει από την Καλάμπρια της Ιταλίας. Φτώχια και ποδόσφαιρο. Μαζί πήγαν και στη δική του ανατροφή. Ο θρύλος θέλει να ξεκίνησε να κλωτσάει το τόπι με το που περπάτησε. Και παράλληλα θαρρείς από τότε κιόλας πως ξεκίνησε να συνεισφέρει και στο οικογενειακό εισόδημα, βγάζοντας μεροκάματο πουλώντας μπουκάλια.
Στα έκτα του γενέθλια, ο πατέρας του, Μπέντο, του χάρισε τα πρώτα του ποδοσφαιρικά παπούτσια. Όταν τα Χριστούγεννα θεώρησε πως ένα φορτηγάκι θα ήταν η κατάλληλη συνέχεια για έναν πιτσιρικά, ο κανακάρης του τον αποστόμωσε, μα ευτυχώς για τον ίδιο χρέωσε τον Άγιο Βασίλη, ο οποίος, σύμφωνα με όσα του καταλόγισε, είχε κάνει λάθος, μιας και συγκεκριμένα του είχε ζητήσει μια μπάλα ποδοσφαίρου και όχι το φορτηγάκι που του έφερε.
Έντεκα χρόνων τον πήγε ο μεγαλύτερος αδερφός του σε δοκιμαστικό στα τσικό της Ιντερνασιονάλ του Πόρτο Αλέγκρε. Άλλα 300 παιδιά ήταν μαζί του εκείνη τη μέρα. Ο Ζόφρε Φουντσάλ, τεχνικός των ακαδημιών της ομάδας, τον ξεχώρισε. Και όχι μόνο λόγω του παρουσιαστικού του, το οποίο από τότε, από εκείνο το «μας κάνεις, μπορείς να μείνεις», ήταν αυτό που του χάρισε το παρατσούκλι με το οποίο τον αποκαλούσαν οι πατριώτες του.
O «Alemão». Ο «Γερμανός».
Ένας από τους τελευταίους ξένους που έπαιξαν στη Μίλαν, πριν την απαγόρευση για τη χρήση τέτοιων στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Ντίνο Σάνι, τεχνικός της Ιντερνασιονάλ στις αρχές των 70s, ήταν αυτός που τον ανέβασε, με την ενηλικίωση του, στην πρώτη ομάδα, αμέσως μετά το διεθνές βάπτισμα του πυρός, καθόλα αποτυχημένο, με την Ολυμπιακή ομάδα της «Seleção» στο Μόναχο για τους Αγώνες του 1972.
Στα επτά χρόνια που ακολούθησαν, προσωποποίησε την ενδοξότερη περίοδο της «Colorado». Πέντε τοπικά Πρωταθλήματα, τρία εθνικά, με το τελευταίο του 1979 να θέτει ένα ανεπανάληπτο ρεκόρ, μιας και κατακτήθηκε χωρίς ήττα και τον ίδιο, παρότι εκεί, μπροστά από την άμυνα να διαφεντεύει σε κάθε στιγμή το παιχνίδι, να σημειώνει 78 γκολ.
Και όμως. Τ’ όνομά του δεν συγκίνησε την κοινωνία των Ρωμαίων. Εν πολλοίς, γιατί δεν είχε συμπεριληφθεί στη μουντιαλική αποστολή της Βραζιλίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978. Είπαμε, εκείνη την εποχή άλλος τρόπος να συστηθεί κανείς στο ευρωπαϊκό κοινό, να γίνει γνωστός, δεν υπήρχε.
Και ο Φαλκάο δεν είχε καν βρεθεί στην αποστολή. Ακατανόητο, αλλά συνέβη. Ο καλύτερος Βραζιλιάνος μέσος της εποχής δεν αποτέλεσε μέρος των επιλογών του -ονομαστού, αν μη τι άλλο, γι’ αυτήν του την απόφαση- εκλέκτορα Κλαούντιο Κοουτίνιο.
Και φάνηκε πως δεν ήταν μόνο ο καλύτερος Βραζιλιάνος στα χρόνια του στο κάλτσιο, αλλάζοντας τελείως τη φυσιογνωμία και τη δυναμική της Ρόμα, η οποία από την ανυποληψία αμέσως έφτασε να διεκδικεί το Scudetto, να μπαίνει για τα καλά στη μύτη της παντοκράτειρας Γιουβέντους και να διεκδικεί πρωτοκαθεδρία ακόμα και σε διεθνές επίπεδο.
Με τον «Γερμανό» εκεί, μετρονόμο, μαέστρο, ελεγκτή των πάντων.
Πρώτη σεζόν, τρεις αγωνιστικές πριν το τέλος, η δεύτερη Ρόμα (του) αντιμετώπιζε στο Τορίνο την πρωτοπόρο Γιουβέντους. Οι «Bianconeri» είχαν προβάδισμα μόλις ενός βαθμού. Ντέρμπι κλασικό ιταλικό. Σύννεφο η κλωτσιά, πόλεμος για κάθε εκατοστό του γηπέδου.
Δέκα λεπτά πριν το τέλος του παιχνιδιού, με τη Ρόμα να παίζει με αριθμητικό πλεονέκτημα εξαιτίας της αποβολής του Τζιουζέπε Φιουρίνιο για φάουλ στον Φαλκάο, ο κεντρικός αμυντικός των πρωτευουσιάνων, Μαουρίτσιο Τουρόνε, σκόραρε. Πανηγύρια, χαμός για το προβάδισμα, το προσπέρασμα που σηματοδοτούσε στη βαθμολογία και τον τίτλο που ερχόταν.
Ο επόπτης Πάολο Μπέργκαμο όμως, με σηκωμένη τη σημαία του, ακύρωσε το γκολ, υποδεικνύοντας τον σκόρερ οφσάιντ. Άλλος χαμός. Δεν περιορίστηκε εκεί. Το παιχνίδι έληξε ισόπαλο. Η Γιουβέντους παρέμεινε πρώτη και με δύο δύσκολες νίκες στις εναπομείνασες αγωνιστικές κατέκτησε το Πρωτάθλημα.
Το «Gol di Turone», όπως έμεινε στην ιστορία, είναι για τους Ιταλούς κάτι ανάλογο με το τρίτο γκολ της Αγγλίας στον Τελικό του Παγκόσμιου Κυπέλλου του 1966 κόντρα στη Γερμανία. Κανείς, ακόμα και με τη σύγχρονη τεχνολογία, δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν η μπάλα πέρασε ή όχι την γραμμή από το σουτ του Τζοφ Χαρστ. Κανείς, ως και σήμερα, δεν έχει αδιαμφισβήτητα αποδείξει πως ο Τουρόνε ήταν όντως εκτός θέσης και συνεπώς το γκολ ορθώς ακυρώθηκε (παρότι η πιο σύγχρονη εκδοχή δίνει δίκιο στον επόπτη).
Όπως και να ‘χει, οι Ρωμαίοι ένιωσαν κατάφωρα αδικημένοι. Η μεγαλύτερη ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε για να πανηγυρίσουν το δεύτερο μόλις Πρωτάθλημα της ιστορίας τους είχε χαθεί, νοτισμένη στην πίκρα και την αμφισβήτηση. Και στο πικάρισμα της «Κυρίας», με τον padre padrone, Τζιάνι Ανιέλι, να ρίχνει αλάτι στις πληγές.
«Έχετε τον Πάπα. Έχετε τον Τζιούλιο Αντρεότι (ο πιο σημαίνων Ιταλός πολιτικός της εποχής). Έχετε τον ήλιο. Αφήστε τότε σε εμάς το Scudetto», η περίφημη δήλωση του ιδιοκτήτη των Τορινέζων, οι οποίοι τότε πανηγύρισαν το 19o της ιστορίας τους.
Η αντιμετώπιση του αφεντικού της Γιουβέντους ενδεικτική της πολεμικής που τότε προκλήθηκε. Συνυπολογίζοντας τη διαφορά της τροπαιοθήκης, προφανώς και τότε ήταν μια αντιμετώπιση που “φώναζε” πως η Ρόμα ήταν η ομάδα που ερχόταν, που απειλούσε. Η κατάκτηση του Κυπέλλου κόντρα στην Τορίνο στα πέναλτι, με τον Φαλκάο να ευστοχεί στο καθοριστικό τελευταίο, μια ακόμα επιβεβαίωση.
«Il Divino»
Υπογράμμιση ο τρόπος που έγινε δεκτή η αμέσως επόμενη σεζόν. Βρήκε τη Ρόμα στην τρίτη θέση, κατάληξη που σε τέσσερεις δεκαετίες θα ήταν ονειρώδης, τότε όμως εκλήφθηκε ως αποτυχία, ως πισωγύρισμα. Για το «5» όμως ήταν ακόμα μια χρονιά εξέλιξης. Ανταπόδοσης.
Αυτήν τη φορά δεν γινόταν να αγνοηθεί από τον Τέλε Σαντάνα και συμπεριλήφθηκε στην αποστολή της «Seleção» για το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ισπανίας. Στην κατά πολλούς θεαματικότερη όλων των εποχών, στην πλέον χορταστική στο μάτι, στη μόνη στην ιστορία του ποδοσφαίρου που μια ομάδα με… εννιά παίκτες (μιας και η αναντιστοιχία επιπέδου στην εστία και τον φουνταριστό ήταν πασιφανής) θα μπορούσε να κερδίσει όχι απλώς ένα παιχνίδι μα σειρά παιχνιδιών, έναν παγκόσμιο τίτλο, αυτός ήταν που ξεχώριζε, διαφεντεύοντας και εκεί τα πάντα.
Σε προφανώς ταιριαστό, αρμονικό της δικής του ποιότητας, περιβάλλον, ξεχώρισε. Έκανε πιθανώς τις καλύτερες εμφανίσεις της καριέρας του, μα να καλύψει μόνος του τους δύο που… έλειπαν από την 11άδα της Βραζιλίας δεν γινόταν. Ή μάλλον, ίσως να γινόταν, αν δεν χρειαζόταν να καλύψει και τον Πάολο Ρόσι, ο οποίος προσωποποίησε την επικράτηση της «Squadra Azzurra» στον ημιτελικό (και την ακόλουθη κατάκτηση του τίτλου).
Μόνο αυτός, ο Ιταλός εστεμμένος αρχισκόρερ, τον ξεπέρασε στην ψηφοφορία για τους κορυφαίους της διοργάνωσης. Στην πιο γοητευτική Βραζιλία της ιστορίας, την Βραζιλία του Ζίκο, του Ζούνιορ, του Λουιζίνιο, του Σερέζο, του Έντερ και του Σόκρατες, αυτός ήταν που αναγορεύτηκε, έστω και ως χαμένος, καλύτερος παίκτης.
Ένα «5», παρότι (τότε) με το «15» στην πλάτη του.
Το ίδιο καλοκαίρι ο ανταγωνισμός με τη Γιουβέντους προσωποποιήθηκε, με τους «Bianconeri» να αγοράζουν τον Μισέλ Πλατίνι. Το ποτάμι όμως δεν γύριζε πίσω. Η Γιουβέντους, ναι, κέρδισε και τις δύο φορές τους Ρωμαίους εκείνην τη σεζόν, ο Γάλλος αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ του Campionato, μα η Ρόμα ήταν αυτή που έδωσε τέλος σε αναμονή 41 χρόνων, κατακτώντας το δεύτερο Πρωτάθλημα της ιστορίας της και πρώτο μεταπολεμικό.
Αρκούσε για να του δώσει πλέον άλλη διάσταση, εκτός του κόσμου τούτου. Έγινε o «Il Divino», ο «Θείος». Τοπογραφικά και ιστορικά αρμονικά αποκλήθηκε ο «8ος Βασιλιάς της Ρώμης».
Όλα τούτα τα εξαργύρωσε και υλικά, σε όρους μετρήσιμους και συγκρίσιμους. υπογράφοντας νέο συμβόλαιο, έγινε ο πλέον ακριβοπληρωμένος ποδοσφαιριστής του πλανήτη και ο πρώτος στην Ιταλία που ξεπέρασε ετήσιες απολαβές 1 δισεκατ. λιρετών.
Το πέναλτι
Ο τροχός είχε γυρίσει. Έχοντάς τον, η Ρόμα μπορούσε να πικάρει τη Γιουβέντους. Και πλέον εκεί όπου η «Vecchia Signora» πονούσε περισσότερο, στην αδυναμία της να μετουσιώσει την εντός συνόρων κυριαρχία της με έναν ευρωπαϊκό τίτλο. «Θα πάρουμε το Κύπελλο Πρωταθλητριών πριν τη Γιουβέντους», η διακήρυξη του Προέδρου Βιόλα στο ξεκίνημα της τέταρτης σεζόν του Φαλκάο στη Ρώμη (1983-1984).
Και όντως, ήταν… σχεδιασμένο να γίνει έτσι, με τον Τελικό να διεξάγεται στην «Αιώνια Πόλη». Οι «Giallorossi» αποδείχτηκαν συνεπείς στο ραντεβού τους, ξεπερνώντας δύσκολα στους ημιτελικούς το εμπόδιο της Ντανί Γιουνάιτεντ. Χρειάστηκε στη ρεβάνς να ανατρέψουν ήττα 2-0 στην Σκωτία, όπου ο Βραζιλιάνος δεν είχε αγωνιστεί λόγω τραυματισμού στο γόνατο.
Πιέστηκε να το κάνει στον επαναληπτικό. Το έκανε, όπως και τη διαφορά (3-0 η νίκη της Ρόμα). Αυτό όμως επιδείνωσε τον τραυματισμό του. Έπαιξε, έστω και με ένα πόδι, στον Τελικό κόντρα στη Λίβερπουλ, έβγαλε μέχρι και την παράταση, αλλά ήταν μακριά από τα δικά του στάνταρντς.
Κόστισε αρχικά στη Ρόμα ότι ο Τελικός (στο “σπίτι της”) έφτασε να κριθεί στα πέναλτι. Εκεί κόστισε και το τρόπαιο, με τους «Κόκκινους» να επικρατούν με 4-2.
Ο Φαλκάο δεν ήταν δηλωμένος στην πεντάδα των εκτελεστών. Πιθανώς, για τη ρωμανική κοινωνία (και όχι μόνο), αυτό να ήταν ακόμα μεγαλύτερο σοκ από την απώλεια της κούπας. Και πόσο μάλλον όταν έγινε ύστερα από δική του άρνηση, μιας και, μην αντέχοντας τους πόνους, ζήτησε από τον Λίντχολμ να μην στηθεί στη βούλα. Ακόμα πιο σοκαριστικό. Θεωρήθηκε εφάμιλλο προδοσίας, με αποτέλεσμα το θείο προσωπείο να φθαρεί και ν’ αρχίσει, εκείνη την στιγμή κιόλας, ο εξανθρωπισμός του.
Αδιάφορη λεπτομέρεια πως, ακόμα και αν είχε δηλωθεί, δεν θα εκτελούσε, μιας και τα πάντα είχαν κριθεί πριν το πέμπτο πέναλτι της Ρόμα.
«Δεν μπορούσα ούτε καν να περπατήσω. Είχα κάνει ένεση για να παίξω, αλλά στην παράταση η επίδραση του παυσίπονου εξαντλήθηκε. Μίλησα με τον Λίντχολμ και του είπα ότι δεν μπορούσα να εκτελέσω πέναλτι. Ακόμα κι αν ήμουν καλά όμως, ο Λίντχολμ θα μου έδινε το πέμπτο πέναλτι. Ήταν προληπτικός και, εφόσον έτσι είχε γίνει στον Τελικό του Κυπέλλου με την Τορίνο (1981), δεν θα το άλλαζε. Εκεί όμως, στο πέμπτο πέναλτι, εμείς δεν φτάσαμε, δυστυχώς. Όλα είχαν κριθεί νωρίτερα», η μετά από χρόνια εξήγησή του.
Η αποκαθήλωση, ο Παναθηναϊκός και ο Πάπας
Πειστική ή όχι, δεν είχε σημασία. Το γεγονός και τα συναισθήματα που δημιούργησε έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν την απαρχή του τέλους εποχής. Το τέλος της δικής του εποχής. Το γόνατο, άκρως επιβαρυμένο, αποτέλεσε απλώς την αφορμή, η αποχώρηση του Λίντχολμ (ποτέ ο διάδοχός του, ο συμπατριώτης του Σβεν Γκόραν Έρικσον, δεν κόλλησε με τον «Γερμανό») για την Ίντερ προσέθεσε ακόμα ένα κομμάτι στο παζλ.
Δεν ήταν το μόνο. Όταν έφτασε στη Ρώμη, ήρθαν μαζί η μητέρα και η αδερφή του, ώστε να τον βοηθήσουν να εγκλιματιστεί, ν’ αποφύγει αυτό που οι Βραζιλιάνοι αποκαλούν «saudade», την θλίψη που προκαλεί νοσταλγία της πατρίδας. Στην πορεία, βοήθησε και ο Πάτο Μούρε, ένας δημοσιογράφος που κάλυπτε τα παιχνίδια της Ρόμα και ο οποίος, ακριβώς εξαιτίας αυτής της σχέσης που ανέπτυξε με τον «Divino», ουσιαστικά… προσλήφθηκε από το club για να τον συνοδεύει παντού και έγινε χαρακτηριστικά γνωστός με το παρατσούκλι «fratello di latte», ο «αδερφός του γάλακτος».
Η περίοδος όμως της αγνότητας είχε επίσης περάσει ανεπιστρεπτί. Αναρίθμητα, τον καιρό του τραυματισμού και της αποχής, τα παραστρατήματά του, τα νυχτοπερπατήματα και οι λογιών-λογιών σχέσεις του, είτε της μιας βραδιάς είτε οι φημισμένες, όπως για παράδειγμα με την Ούρσουλα Άντρες και την πορνοστάρ Μοάνα Πότσι, κατά καιρούς να τον συνοδεύουν στα κοσμικά πρωτοσέλιδα (και όχι μόνο εκεί).
Όλο λοιπόν και περισσότερο το γυαλί, εκατέρωθεν, ράγιζε. Και μια επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε στα μέσα της τελευταία του σεζόν (1984-1985) στις ΗΠΑ, χωρίς την έγκριση και γνώση του συλλόγου, έδωσε το πάτημα στον Βιόλα, με τον οποίον οι σχέσεις του ήταν κάκιστες, να καταγγείλει το συμβόλαιό του στη λίγκα, ζητώντας την αποδέσμευσή του χωρίς αποζημίωση.
Δικαιώθηκε, με τον Φαλκάο, στα 32 του πλέον, με σακατεμένο γόνατο και κάκιστη ιατρική φήμη, ν’ αναζητά τον επόμενο σταθμό της καριέρας το καλοκαίρι του ’85. Από την προηγμένη ποδοσφαιρικά Ευρώπη δεν βρέθηκε κανείς να τον διεκδικήσει. Έτσι όπως είχε έρθει, με αμφισβήτηση και ερωτηματικά, έτσι οδηγούνταν και στον επαναπατρισμό.
Ενδεικτικό πως η σοβαρότερη πρόταση που είχε τότε, η μόνη προσφορά που του διασφάλιζε τον χρόνο συμμετοχής που ήθελε, ώστε να βρίσκεται στην αποστολή της «Seleção» στο Παγκόσμιο Κύπελλο που ακολουθούσε έναν χρόνο αργότερα, είχε κατατεθεί από τον Παναθηναϊκό, με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη να επιδιώκει να εμπλουτίσει τη μεσαία γραμμή των «Πράσινων» μετά τον Βέλιμιρ Ζάετς, ο οποίος είχε αποκτηθεί το προηγούμενο καλοκαίρι.
Δεν την προτίμησε. Η προοπτική της επιστροφής στην Βραζιλία έμοιαζε πιο σίγουρη. Πήγε στη Σάο Πάουλο, κουτσοέπαιξε μια σεζόν, ίσα για να πάει όντως στα γήπεδα του Μεξικό, αλλά εκεί φάνηκε πως πλέον ήταν άλλος, καμία σχέση με τον (παρά μια τρίχα μόνο) καλύτερο ποδοσφαιριστή του πλανήτη μια τετραετία νωρίτερα. Δεν το τράβηξε περισσότερο. Δεν θα μπορούσε κιόλας. Και έτσι, αμέσως μετά το τέλος του τουρνουά, κρέμασε τα εξάταπα.
Δεν “κρέμασε” όμως και το ποδόσφαιρο. Για χρόνια δήλωνε τηλεσχολιαστής, όντας μάλιστα και από τους καλύτερους, τους πλέον εμβληματικούς στην Βραζιλία. Το πάλεψε προπονητικά. Όχι με συνέπεια, όχι με αποτελεσματικότητα, όχι με επιτυχίες. Καμία για την ακρίβεια.
Προπόνησε ως το ’94, αναλαμβάνοντας πρώτη-πρώτη για ένα φεγγάρι μόνο τη «Seleção», αμέσως μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο της Ιταλίας (1990) και έκτοτε, ύστερα από την επιτυχημένη θητεία του ως σχολιαστής, επέστρεψε στους πάγκους ύστερα από 17 χρόνια. Ίσα-ίσα για τέσσερα σύντομα, διαφορετικά περάσματα, προτού μάλλον το πάρει απόφαση και τους εγκαταλείψει.
Ανάγκη, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει. Την υστεροφημία του, με λογιών-λογιών βραβεύσεις και διακρίσεις, την έχει εξασφαλίσει. Με παπική μάλιστα βούλα. Το καλοκαίρι του ’83 στα πανηγύρια του Scudetto, όταν και εξασφάλισε το συμβόλαιο του 1 δισεκατ. λιρετών, η Ίντερ νωρίτερα του προσέφερε το… μισό Μιλάνο για ν’ ανηφορίσει στον ιταλικό Βορρά.
Ο θρύλος θέλει τον ίδιο τον Ποντίφικα, Ιωάννη Παύλο Β’, δηλωμένο φίλαθλο των «Giallorossi», να μεσολαβεί ώστε ο… συνονόματός του, Φαλκάο, να παραμείνει στην πρωτεύουσα. Ποτέ φυσικά δεν επιβεβαιώθηκε, συντηρείται όμως, φτάνοντας πλέον στα όρια του θρύλου.
Ταιριαστός θρύλος, ταιριαστά όρια, σε κάθε περίπτωση.
Ο θρησκευτικός παραστάτης του θείου να αναγνωρίζει στα γήπεδα έναν άλλον σπόρο θέωσης. Και τελικά να γίνεται αυτός ο μεσίτης για να κρατήσει στην πόλη του τον επί γης βασιλιά της.
Τι άλλο;
Πηγή: Athletes’ Stories