Επιλογή Σελίδας

Του Αλέξανδρου Σόμογλου

Ήταν Ιούνιος του 2014. Θυμάμαι σαν τώρα τα πρόσωπα όλων μας στα γραφεία του Goal, όταν έκανε την εμφάνισή του μπροστά μας, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση που του είχαμε απευθύνει για να υποδεχτούμε με ένα διαφορετικό πρωτοσέλιδο το Μουντιάλ της Βραζιλίας.

«Ο κύριος Γιάννης και τα παιδιά του»… Μην φανταστείτε ότι ήμασταν πιτσιρικάδες. 40 ετών και βάλε ήμασταν οι περισσότεροι. Δίπλα του, όμως, νιώθαμε όλοι παιδιά. Καθένας μας είχε φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του εθνικής ομάδας. Ο Δημάτος της Γαλλίας, ο Μπραουδάκης της Ελλάδας, ο Λοθάνο της Ισπανίας, ο Τριανταφύλλου της Βραζιλίας, εγώ φυσικά τα αγγλικά λιοντάρια μου, περιμένοντας τσάμπα για άλλη μια φορά να… έρθει σπίτι!

Ο Γιάννης Διακογιάννης στα γραφεία της εφημερίδας “Goalnews” παραμονές της έναρξης του Μουντιάλ του 2014.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή! Δεν ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα. Ήταν όμως η μόνη που βίωσα με την αγνή χαρά ενός μικρού παιδιού.

Για τους νεότερους το όνομα Γιάννης Διακογιάννης, είναι δεδομένο ότι δεν λέει πολλά πράγματα. Για μας τους μεσήλικες που γεννηθήκαμε τη δεκαετία του ’70 ή του ’80 σημαίνει τα… καλύτερα μας χρόνια (που θα τραγούδαγε σήμερα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο άνθρωπος που έμελλε με ένα δικό του τραγούδι να συμβάλλει στην «αθανασία» του κύριου Γιάννη).

Με θυμάμαι πιτσιρικά να τρέχω πάνω κάτω στον κήπο ή την βεράντα του σπιτιού με μία μπάλα, να στήνω τέσσερα κουκουνάρια για μικρές εστίες, να «εξομοιώνω» μόνος μου τα «ντέρμπι των ονείρων μου» και να προσπαθώ να τα περιγράφω με τη φωνή του Διακογιάννη. Δεν πρέπει να πέτυχα ούτε μία φορά το σφύριγμά του στο «σίγμα». 

Όχι, ο Διακογιάννης δεν με έκανε να αγαπήσω τη δημοσιογραφία. Ποδοσφαιριστής ήθελα να γίνω, τερματοφύλακας που μια μέρα θα φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού, της εθνικής Ελλάδος και της Λίβερπουλ. Το είχα πλάσει το… μονοπάτι της διαδρομής στα γκολπόστ των ομάδων που ονειρευόμουν μια μέρα να υπερασπιστώ. Η δημοσιογραφία προέκυψε στο δρόμο μου χρόνια αργότερα ως… υποκατάστατο του μεγάλου μου ονείρου.

Ο κύριος Γιάννης, λοιπόν, δεν με έκανε να αγαπήσω τη δημοσιογραφία, αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο. Η δική του φωνή είναι που συνόδευε πάντα τις παιδικές μου αναμνήσεις. Το φοβερό με τη δική του περίπτωση είναι πως όταν τον γνώρισα από κοντά μετά από χρόνια (ως επαγγελματίας δημοσιογράφος πλέον) όχι μόνο δεν απομυθοποιήθηκε στα μάτια μου, αλλά ανέβηκε ακόμη περισσότερο στη στρατόσφαιρα του προσωπικού μου μικρόκοσμου. 

Η φωνή του πάντα με μάγευε, ακόμη κι όταν με έπαιρνε τηλέφωνο να μου κάνει παρατηρήσεις για καμιά… πατάτα που είχα κάνει! Την περιμέναμε τη σημερινή μέρα εδώ και καιρό. Όλοι βαθιά μέσα μας ξέραμε ότι ένα πρωί θα ακούσουμε την είδηση «έφυγε ο κύριος Γιάννης». Ο χρόνος είναι ανίκητος ακόμη και για τους θρύλους!

Αν ο Γιάννης Διακογιάννης ξεκινούσε την καριέρα του στην εποχή των social media και της έλλειψης σεβασμού στην αντίθετη άποψη…

Δεν είναι εύκολο να περιγράψει κανείς το… κοκτέιλ συναισθημάτων που με έχει καταβάλλει από το πρωί. Από τη μια αισθάνομαι ευλογημένος που μπόρεσα να μοιραστώ έστω κάποιες ώρες της ζωής μου, ακούγοντας τον Γιάννη Διακογιάννη να μου αφηγείται ιστορίες, να μου μιλάει για το χθες και το σήμερα της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας.

Αχ, αυτές οι συζητήσεις. Ξέρετε τι του έλεγα πάντα; «Κύριε Γιάννη πρέπει να αισθάνεστε τυχερός που γεννηθήκατε την εποχή που έπρεπε. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν οι σημερινές συνθήκες θα σας επέτρεπαν να έχετε φτάσει εκεί που φτάσατε»… 

Όποτε του το έλεγα με κοιτούσε με το γνωστό επικριτικό του βλέμμα και απλά… αλλάζαμε κουβέντα. Είναι αλήθεια, όμως. Βαθιά μέσα του το γνώριζε και ο ίδιος. Για σκεφτείτε το…

Αν ο Γιάννης Διακογιάννης (ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος) γεννιόταν τον Ιανουάριο του 1991 ή του 2001, αντί για τον Γενάρη του 1931, θα μπορούσε να γίνει ποτέ η θρυλική φωνή που μας ενώνει και μας δονεί; Φοβάμαι πως όχι!

Θα ξεκίναγε να πιάσει δουλειά σε ένα τηλεοπτικό κανάλι και την πρώτη φορά που θα έπρεπε να περιγράψει αγώνα ελληνικής διοργάνωσης, θα άκουγε από τον προϊστάμενό του την ακόλουθη οδηγία: «Γιάννη, είσαι πολύ ταλαντούχος, αλλά θέλουμε να προσέξεις πολύ όταν υπάρχουν αμφισβητούμενες φάσεις. Δεν θα παίρνεις θέση»…

Φαντάζεστε τον Γιάννη Διακογιάννη να πηγαίνει να περιγράψει αγώνα εγχώριας διοργάνωσης και να ακούει από τον προϊστάμενό του να του λέει… «Γιάννη, πρόσεξε απλά, δεν παίρνουμε θέση στις αμφισβητούμενες φάσεις»…

Φαντάζεστε τον Διακογιάννη να μην παίρνει θέση, σε φάσεις που ζεματάνε; Να του στερούν τη δυνατότητα να περιγράψει αυτό που βλέπει; Μα… δεν θα ήταν Διακογιάννης τότε! Εδώ το 1981 καυτηρίαζε δημόσια τον φανατισμό των Ελλήνων παραγόντων! 

Και αφήστε στην άκρη τους παράγοντες, τις ΠΑΕ, τις ίδιες τις ομάδες, τα κανάλια. Όλοι εμείς, όλοι εσείς ως τηλεθεατές θα δεχόσασταν από οποιονδήποτε σπορτκάστερ να περιγράφει παιχνίδι της αγαπημένης σας ομάδας και να παίρνει μια θέση που δεν θα συμφωνούσε με τη δική σας; 

Το πιθανότερο ήταν να πιάνατε στο δευτερόλεπτο το κινητό και να κάνατε μια ανάρτηση στο facebook περνώντας τον… γενεές δεκατέσσερις. Μακάρι να έχω εγώ λάθος, αλλά στη σημερινή δηλητηριασμένη από το μίσος ελληνική αθλητική κοινωνία μας, δεν θα μπορούσε να υπάρξει Διακογιάννης. Ακόμη κι αν βρίσκαμε κάποιο μαγικό τρόπο να γεννηθεί ξανά ο «πατέρας όλων των Ελλήνων αθλητικών συντακτών», η διαδρομή του δεν θα ήταν η ίδια…

Άλλος θα του είχε φορέσει οπαδική ταμπέλα στο ξεκίνημα της καριέρας του, άλλος θα τον λοιδορούσε στα social media, άλλος θα του έγραφε «ρε κάνε μας τη χάρη που θα μας πεις αν είναι πέναλτι ή όχι».

Και να μπορούσε λοιπόν, ένα 20χρονο παιδί ή ένας 30χρονος αθλητικός συντάκτης να εξελιχθεί σε ένα νέο Διακογιάννη, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να το πράξει σε ένα τόσο δηλητηριασμένο (σε όλα τα επίπεδα) περιβάλλον. 

Οπότε ας αισθανόμαστε όλοι μας ευλογημένοι που ο θρύλος της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας γεννήθηκε τη χρονιά που έπρεπε, και μεγαλούργησε την εποχή που έπρεπε! Γιατί κάπως έτσι θα μπορούμε όλοι εμείς οι μικρότεροι να αφηγούμαστε μια φορά κι έναν καιρό στα εγγόνια μας ιστορίες από τα χρόνια που… όταν άρχιζε το ματς, μία φωνή συνόδευε τα όνειρά μας!

Καλό ταξίδι κύριε Γιάννη! Αν και θα λείψεις σε όλους μας, η φωνή σου δεν θα φύγει ποτέ από κοντά μας! 

Πηγή: Sportday