Μου το είπε “στο αυτί” (την περασμένη) Δευτέρα βράδι στο Πανελλήνιον, στα Εξάρχεια, ο Γεροθόδωρος. “Ο Τσαλακωμένος…” κι έκανε, ο Μιχάλης, κάτι άσχημες γκριμάτσες. Τι, ο Τσαλακωμένος; “Εχει την αρρώστια”. Εννοείς…; “Ναι, άσ’ το, δεν…” Πότε; Πότε ήταν που ειδωθήκαμε στο Μέγαρο Μουσικής, και ήταν μια χαρά, σε εκείνη την εκδήλωση Τέχνη και Ποδόσφαιρο; “Μη το λες πουθενά”. Όχι, ρε Μιχάλη, θα τρέξω να προλάβω τη δημοσιογραφική επιτυχία. Να έχω την είδηση, πρώτος. Ασε μας, καημένε…
Δευτέρα βράδι, έμαθα ότι φεύγει. Κυριακή πρωί-πρωί, μάθαμε ότι έφυγε. Τσαλακωμένο, για τη βαθιά τσαλάκα στο μάγουλο, δεν θυμάμαι ποιος τον έβγαλε. Οπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν κανείς υποθέσει τον Νίκο Βαμβακούλα, έχει 90% πιθανότητα να είναι μέσα. Κυριακή μεσημέρι, σε φιλανθρωπικό τουρνουά στο Σεράφειο, ήταν η πρώτη φορά που ο Βαμβακούλας δεν ήρθε να παίξει. Να διαχύσει χαμόγελο και θετική ενέργεια με τον δικό του, ανεξάντλητο, τρόπο. Μάλλον, ως και ο Βαμβακούλας, εκείνες τις ώρες δεν είχε. Ούτε χαμόγελο ούτε θετική ενέργεια.
Ο Βαμβακούλας σε αυτά που πηγαίνουμε όποτε μας καλούν, συνεχώς με κράζει. “Ο τερματοφύλακας που δεν πιάνει ούτε τον σφυγμό του”. Και συνεχώς του απαντώ, το ίδιο. “Καλά, εσύ γέρασες, κι ακόμη νομίζεις πως παίζεις με τον Σαργκάνη”. Ο Σαργκάνης, αυτή ήταν μία πρώτη εκ των υστέρων σκέψη όταν άκουσα αυτό που άκουσα από τον Γεροθόδωρο, είχε ξεκόψει να έρχεται τον αρκετό τελευταίο καιρό. Να λοιπόν, γιατί. Αλλά κι όταν ερχόταν, του άρεσε να παίζει μέσα, μπροστά, όχι στο τέρμα. Αλλωστε, μέσα είχε ξεκινήσει να παίζει. Κι όταν έγινε τερματοφύλακας, πάλι του άρεσε στα ματς να εκτελεί πέναλτι. Ενα μυστήριο, οι τερματοφύλακες. Κι ο Αντώνης Μανίκας, τα ίδια. Με βλέπει, και…χαίρεται ότι δεν θα τον χώσουν στην εστία. “Ηρθε ο βασικός, θα παίξω μέσα”. Ηρθε ο βασικός! Ανήκουστο.
Πρωτοείδα τον Σαργκάνη, όταν το Ελ Πάσο ήταν ξερό γήπεδο. Δημοτικό, πρέπει να πήγαινα. Α’ Γυμνασίου, το πολύ. Καλλιθέα-Ηλυσιακός 0-0. Δευτέρα πρωί στο Φως, διάβασα ποιο ήταν το όνομα του τερματοφύλακα που κράτησε εκείνο το μηδέν. Τον γνώρισα, 21 ετών νεοσσός. Νεοσσός, εγώ. Εκείνος, ακριβώς δέκα χρόνια μεγαλύτερος, στην ακμή. Του τηλεφώνησα σπίτι, να του ζητήσω συνέντευξη. “Το ξέρεις, μικρέ, ότι ο Λέρμπι παίρνει χρήματα για να δίνει συνεντεύξεις;” Ο Λέρμπι ήταν ένας Δανός χαφ των 80s που μεσουρανούσε τότε στη Μπάγερν. Ζάρωσα, απολογήθηκα για την ενόχληση, έκλεισα το τηλέφωνο, δεν το είπα σε κανένα. Λίγες εβδομάδες μετά, συναντηθήκαμε μετά από παιγνίδι. Φοβόμουν, και να τον κοιτάξω. Εκανα πως δεν τον είδα. Με πλησίασε, αυτός. “Πότε θα κάνουμε τη συνέντευξη;” Την κάναμε. Εννοείται, δωρεάν.
Ο Σαργκάνης ήταν επαγγελματίας συνειδητός, προτού θεσμοθετηθεί ο επαγγελματισμός στο ποδόσφαιρο της χώρας. Ανέλυε, για την ακρίβεια είχε κάνει πενηνταράκια μες στο κεφάλι, τα πάντα. Η θέση-τερματοφύλακας. Το ποδόσφαιρο-άθλημα. Το ποδόσφαιρο-επάγγελμα. Ενας σκληρός επαγγελματίας. Με γωνίες. Κανένα στρογγύλεμα. Στον Αθηναϊκό άφησε σύξυλο τον ιδιοκτήτη Σπύρο Καλογιάννη όταν συζητούσαν για τον “εσωτερικό κανονισμό” τι πρόβλεψη μπόνους να βάλουν σε περίπτωση που η ομάδα σωθεί. “Θα βάλουμε και μπόνους, αν η ομάδα πάρει πρωτάθλημα ή κύπελλο”. Ο Αθηναϊκός! Με αυτή την επαγγελματική νοοτροπία, εάν κανείς απορεί, ο Αθηναϊκός της εποχής βγήκε έκτος στο πρωτάθλημα, έφτασε τελικό κυπέλλου, αγωνίστηκε στην Ευρώπη με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Μάλλον με αυτή τη νοοτροπία, πήρε και η Καστοριά κύπελλο…
Η προσωπικότητά του Σαργκάνη, είχε πολλά κιλά βάρος. Επαθε συντριπτικό κάταγμα, κνήμη-περόνη, σε ένα αθέλητο “να κλείνεις τα μάτια για να μη το δεις” τράκο με τον ελληνικής καταγωγής Αυστραλό Τζίμι Πατίκα της ΑΕΚ. Φυσικά, από τέτοιο τραυματισμό που τις πιο πολλές φορές ισοδυναμούσε με φινάλε καριέρας, αυτός επέστρεψε. Κι όταν επέστρεψε, είπα να του κάνω μια ερώτηση που δεν έμελλε να ολοκληρωθεί ποτέ. “Τόσον καιρό που ήσουν παροπλισμένος…” Διέκοψε, αυστηρά. “Δεν ήμουν παροπλισμένος, τραυματίας ήμουν”. Ακυρη, η ερώτηση. Να μαθαίνεις, μικρέ, ότι πρέπει να προσέχεις τι λες.
Το βάρος της προσωπικότητας, φαινόταν στον σεβασμό. Εδινε σεβασμό, έπαιρνε σεβασμό. Τον Διακογιάννη θυμάμαι, τον προσφωνούσε Πατέρα. Σε μια συνάντηση με τον Θωμά Μαύρο (“Σαργκάνη, Σαργκάνη, ο Μαύρος τι σου κάνει”) στο Μουσείο του ΟΤΕ δεν χρειάστηκε να το πει, στο πηγαδάκι, ο Νίκος. Το είπε, ο Θωμάς. “Το σύνθημα βγήκε, επειδή του έβαλα μερικά γκολ. Αλλά για το πόσα μου έπιασε, που ήταν πολλά περισσότερα, τι σύνθημα έπρεπε να βγει;” Η ιστορία επαναλήφθηκε copy-paste, χρόνια αργότερα, με τον Ντέμη Νικολαίδη και τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο (“σε βλέπει ο Ελευθερόπουλος και τρέμει, γεια σου Ντέμη, γεια σου Ντέμη”). Ο Ντέμης, ενώ του έβαζε και ο κόσμος μιλούσε γι’ αυτά, πάντοτε στεκόταν στο πόσα ο Ελευθερόπουλος του έπιανε. Πολλά.
Με τον Σαργκάνη όταν ακόμη δεν με γνώριζε, συνέδεσα άρρηκτα ότι από εκπαιδευόμενος άμισθος στον Φίλαθλο έγινα μισθωτός. Κόλλησα το πρώτο ένσημο, στη δουλειά. Πλέον, μπορούσα να δηλώνω…κανονικός δημοσιογράφος. Με είχε στείλει ο Νίκος Καραγιαννίδης να γράψω Ολυμπιακός-ΟΦΗ, εκείνο με την impossible απόκρουση του Νίκου στην κεφαλιά του Γιώργου Βλαστού και τη συγχαρητήρια χειρονομία του Θαλή Τσιριμώκου. Τα ματς τότε, δεν τα έδειχνε η tv. Ο,τι άκουγαν οι αρχισυντάκτες μας στο ράδιο, και ό,τι τους λέγαμε εμείς μετά, επιστρέφοντας από το γήπεδο στην εφημερίδα. Εικόνα έβλεπαν κατά τις δέκα το βράδι, δέκα και μισή, στα “τρίλεπτα στιγμιότυπα” της Αθλητικής Κυριακής. Εκείνη την ώρα όμως, τα χειρόγραφά μας είχαν προ πολλού φύγει “στο πιεστήριο”, ειδάλλως η εφημερίδα δεν θα κυκλοφορούσε Δευτέρα, θα κυκλοφορούσε…Τρίτη. Ενας μαθητευόμενος εικοσάχρονος που γύρισε στο γραφείο από Ολυμπιακός-ΟΦΗ δύο-μηδέν και γράφει ένα κατεβατό, όχι για τα γκολ αλλά για μία απόκρουση, έμοιαζε σοβαρός λόγος…να μη τον ξαναστείλουν. Πιστεύω πως αν υπήρχε χρόνος ως το πιεστήριο, θα μου έσκιζαν τα χειρόγραφα και θα με έβαζαν να το ξαναγράψω όλο από την αρχή. Η προβολή της απόκρουσης στην Αθλητική Κυριακή, αν δεν απατώμαι σε περιγραφή Σταύρου Τσώχου, μπορεί και Χρήστου Ράπτη, δεν είμαι σίγουρος, το σίγουρο είναι ότι με έσωσε. Ο Καραγιαννίδης την είδε και κατάλαβε ότι, δημοσιογραφικά, σωστά έβαλα τον Σαργκάνη “μπροστά” από τον Αναστόπουλο, τον Μίχο, τον Λεμονή, τον Μητρόπουλο. Αργά τη νύχτα, μου ανακοίνωσε ότι “πρώτη του μηνός μπαίνεις στο μισθολόγιο”.
Ο Νίκος άφησε αποτύπωμα, πιο αδρό κι από την τσαλάκα στο πρόσωπο. Αποτύπωμα, όχι στη ζωή μου που “στο τέλος της ημέρας” δεν ενδιαφέρει κανένα. Αποτύπωμα, στις ζωές όλων μας. Αποτύπωμα, στη συλλογική συνείδηση. Μολονότι δεν υπάρχουν εκεί έξω οι διεθνείς διακρίσεις για να το υποστηρίξουν πέραν πάσης αμφιβολίας, το EURO 1980 ήρθε νωρίς και το Μουντιάλ 1994 αργά, στο κοιμητήριο θα συνομολογούμε σιωπηρά πως “συνοδεύουμε” τον κορυφαίο Ελληνα τερματοφύλακα όλων των εποχών.
Πηγή: Sdna