Στην διάρκεια της ημέρας έζησα ακόμη ένα από τα ανέκδοτα που ζει κάποιος που παρακολουθεί επαγγελματικά το ελληνικό ποδόσφαιρο. Βρέθηκα να πρέπει να εξηγήσω σε έναν ξένο συνάδελφό μου πώς γίνεται το ελληνικό ποδόσφαιρο να ετοιμάζεται να κάνει τελικό του Conference League και να αδυνατεί να κάνει τελικό ελληνικού κυπέλλου με την παρουσία θεατών.
Μου έχει συμβεί τόσες πολλές φορές στην διάρκεια των τελευταίων ετών να πρέπει να εξηγώ παρόμοια ανεξήγητα του ελληνικού ποδοσφαίρου, που πλέον έχει πάψει να έχει πλάκα – είναι μόνο στενάχωρο.
Δεν θα αναρωτηθώ πώς γίνεται η ίδια η Superleague να δέχεται ότι υπάρχει γήπεδο του συνεταιρισμού της που δεν πληροί τις προδιαγραφές ασφαλείας για την διεξαγωγή αγώνων με την παρουσία θεατών. Προφανώς όμως θα αναρωτηθώ πώς γίνεται η ποδοσφαιρική ομοσπονδία, η οποία γνωρίζει εδώ και μήνες ότι η υποψήφια έδρα διεξαγωγής του τελικού δεν πληροί τα κριτήρια ασφαλείας να μην έχει ενεργήσει προνοητικά. Όλοι όσοι διοικούν το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα συμπεριφέρονται σαν να έχουν αποδειχθεί την μοίρα του τελικού να διεξάγεται με κλειστές τις πόρτες. Και όχι μόνο, αλλά μοιάζουν να λειτουργούν σαν να τους ανακουφίζει η ιδέα. Εγώ αυτό εισπράττω.
Τι μας λέει η ΕΠΟ με την συμπεριφορά της στην διάρκεια του τελευταίου έτους, δηλαδή από τον προηγούμενο “κλειστό” τελικό στον Βόλο μέχρι τον φετινό; Ότι στο εξής κάθε φορά που στον τελικό θα φτάνουν μια ομάδα από την Θεσσαλονίκη και μια ομάδα από την Αθήνα αυτός θα διεξάγεται με κλειστές πόρτες. Διότι η ομοσπονδία του ποδοσφαίρου δεν αντιλαμβάνεται ως δικό της πρόβλημα το να αλλάξει τις προδιαγραφές ασφαλείας στο μόνο γήπεδο που βρίσκεται χιλομετρικά “στη μέση” και άρα λογίζεται ως “ουδέτερο”.
Συζητάμε για ένα γήπεδο που ανήκει στο Δημόσιο, με διαχειριστή τον δήμο Βόλου. Η ΕΠΟ, η οποία εισπράττει ετησίως ένα σημαντικό αντίτιμο για την παραχώρηση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μετάδοσης του Κυπέλλου, τον οποίο εκμεταλλεύεται και εμπορικά, δεν βρίσκει νόημα να προσφέρει στον τηλεοπτικό πάροχο και στους χορηγούς του θεσμού την αξία ενός τελικού που θα μοιάζει με γιορτή και όχι με αυτό τον βουβό κινηματογράφο. Ή, πιο σωστά, δεν αντιλαμβάνεται αυτή την αξία ως αρκετή για να τη βάλει στη διαδικασία να καλύψει το κόστος – αυτά τα 260.000 €, που είχε αναφέρει ο Αχιλλέας Μπέος.
Επιμένω να προσπαθώ να προσεγγίζω όλο αυτό το θέμα με τη λογική, σε μια παράλογη χώρα. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, σκέφτομαι ότι θα έπρεπε όλοι να ντρεπόμαστε για αυτό που συμβαίνει στην ιστορία του τελικού του κυπέλλου. Πρώτα αυτοί που τα κάνουν, επειδή θέλουν ή βολεύονται, και ύστερα όλοι εμείς που το ανεχόμαστε αυτό που συμβαίνει κάθε χρόνο.
Πηγή: Gazzetta