Ως κάποιος που έχει συμπληρώσει 26 χρόνια στην επαγγελματική παρατήρηση της ζωής της Εθνικής Ομάδας και των όσων πράττει ή δεν πράττει η διοίκηση της Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας για να την υποστηρίξει, έχω πολλές φορές αναλύσει μια επιτυχημένη και μια αποτυχημένη πορεία. Κοινός τόπος στις ιστορίες της επιτυχίας και της αποτυχίας ήταν διαχρονικά η ποιότητα της υποστήριξης που είχε η Εθνική από την Ομοσπονδία.
Με άλλα λόγια, τον καιρό που λειτουργούσε ως “καφενείο”, με την κακή έννοια, η Ομοσπονδία, ήταν “καφενείο” και η Εθνική. Αντίθετα, όποτε υπήρχε έστω και υποτυπώδης οργάνωση και υποστήριξη με συνέπεια από την Ομοσπονδία προς την Εθνική, η Ομάδα ζούσε καλά και επιτύγχανε στόχους.
Στην πρώτη μου ανάλυση για μια αποτυχημένη πορεία, πίσω στο 1999, για την εφημερίδα “Το Βήμα”, αποτυπωνόταν η ανοργανωσιά της ΕΠΟ, του τότε προέδρου Σωτήρη Αλημίση η έλλειψη στρατηγικής και η επίδραση που είχαν στην Εθνική οι αποφάσεις “του ποδαριού” που λάμβανε τότε η διοίκηση της ΕΠΟ κατά την πορεία της Ομάδας στην προκριματική φάση του Euro 2000. Εκείνα τα χρόνια η ΕΠΟ είχε φέρει έναν προπονητή από το “επάνω ράφι”, τον Ανχελ Ιορντανέσκου, τον οποίο φιλοξενούσε σε ένα σπίτι αδειανό από έπιπλα, και τον έβαζε να προπονεί όπου τύχει την Ομάδα διότι δεν υπήρχε προπονητικό κέντρο.
Η Εθνική συγκέντρωνε ποδοσφαιριστές από οπουδήποτε αγωνίζονταν στην Ευρώπη, τους οποίους ταλαιπωρούσε στις πτήσεις, και τους έβαζε να μένουν σε ξενοδοχεία τα οποία, το λιγότερο, δεν πληρούσαν τα κριτήρια για να αποτελούν την προσωρινή βάση της Ομάδας. Σε εκείνα τα χρόνια στο μυαλό του μέσου Έλληνα ποδοσφαιριστή η Εθνική Ομάδα ήταν μια κακοφτιαγμένη πενταήμερη εκδρομή – μια ευκαιρία να “ξεσκάσει”.
Μετά από 26 χρόνια, ένα τρόπαιο Πρωταθλήτριας Ευρώπης, και συνολικά 5 παρουσίες σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης (3 σε Euro και 2 σε Μουντιάλ) η Εθνική Ομάδα εξακολουθεί να μην έχει προπονητικό κέντρο. Για πρώτη φορά στη ζωή της όμως ετοιμάζεται να αποκτήσει. Και μαζί με αυτό έχει αρχίσει για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία να λειτουργεί, από το περασμένο καλοκαίρι, με οργάνωση στην διεύθυνση της Εθνικής Ομάδας.
Ο Μάκης Γκαγκάτσης έγινε πρόεδρος της ΕΠΟ τον περασμένο Ιούλιο. Και σήμερα, περίπου 8 μήνες μετά έχει φέρει την Ομοσπονδία να βρίσκεται μια ανάσα από την αγορά του προπονητικού κέντρου της Παιανίας. Στην διάρκεια αυτού του οκταμήνου ο Γκαγκάτσης προσέλαβε τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς και τοποθέτησε τον Βασίλη Τοροσίδη στην θέση του επικεφαλής της Εθνικής Ανδρών, τον Δημήτρη Σαλπιγγίδη στη θέση του γενικού αρχηγού της Εθνικής Ανδρών και τον Δημήτρη Παπαδόπουλο στη θέση του τεχνικού διευθυντή των Εθνικών Ομάδων όλων των ηλικιών.
Όλο αυτό προφανώς δεν συνιστά θεαματική αναβάθμιση και απέχει πολύ από την πρακτική της πλειονότητας των προηγμένων ευρωπαϊκών ομοσπονδιών στο ζήτημα της Εθνικής Ομάδας. Οι “σοβαρές” ομοσπονδίες έχουν φτάσει να δημιουργούν θέση προέδρου ή γενικού συντονιστή των εθνικών ομάδων με εξουσία προέδρου – δηλαδή αναγνωρίζουν ότι οι ερασιτέχνες παράγοντες δεν έχουν ισχυρή κατανόηση των ζητημάτων της αγωνιστικής στρατηγικής και έχουν παραχωρήσει τις εξουσίες σε στελέχη με γνώση, εμπειρία και σχετικές σπουδές.
Η Επιτροπή Εθνικών Ομάδων
Στην ΕΠΟ υπάρχει ακόμη το φαινόμενο ύπαρξης μιας επιτροπής που έχει βαφτιστεί “επιτροπή εθνικών ομάδων” και απαρτίζεται από ανθρώπους που δεν έχουν ποτέ διοικήσει μια ποδοσφαιρική εταιρεία και δεν είχαν ποτέ την ευθύνη διεύθυνσης ενός ποδοσφαιρικού οργανισμού. Δεχόμαστε όμως ότι δεν αλλάζουν όλα σε μια μέρα, δηλαδή σε οκτώ μήνες.
Ο Τοροσίδης, ο Σαλπιγγίδης και ο Παπαδόπουλος, δουλεύοντας σε συνεννόηση με τον Γιοβάνοβιτς έφεραν στην Εθνική τον Χρήστο Ζαφείρη και τον Κωνσταντίνο Καρέτσα, τους οποίους διεκδικούσαν η Νορβηγία και το Βέλγιο. Το ίδιο έκαναν και με τον Τζέιμς Νόα Άλεν, τον 21χρονο αριστερό μπακ της Ίντερ Μαϊάμι, που έπαιζε στις μικρές εθνικές των ΗΠΑ. Διαβάζεις τα λόγια αυτών των τριών παιδιών και καταλαβαίνεις ότι αυτό που τους έκανε να επιλέξουν την Ελλάδα ήταν ο τρόπος της προσέγγισης από τον Γιοβάνοβιτς και τους συνεργάτες του. Και το σχέδιο που τους παρουσίασαν για την ανάπτυξη του εθνικού ποδοσφαίρου και ειδικά της ομάδας των Ανδρών.
Τεχνικούς διευθυντές για όλες τις ηλικίες η ΕΠΟ είχε και στο παρελθόν. Τούτη τη φορά όμως αυτοί που σήμερα βρίσκονται εκεί δημιουργούν μια εντύπωση ότι έχουν όραμα. Αυτή την εντύπωση δημιουργούν με την επιλογή της σύμβασης με τον Γιάννη Σαμαρά που παίρνει τη θέση του υπευθύνου του προγράμματος “Αναγέννηση” που αγορά την οργάνωση των εθνικών ομάδων Κ14, Κ15, Κ16 και την μεθοδολογία προπόνησης. Οι λέξεις “όραμα”, “πρόγραμμα” και “οργάνωση” είχαν γίνει άγνωστες για τις εθνικές ομάδες από το 2014, όταν αποχώρησε από την Εθνική ο Φερνάντο Σάντος, ο τελευταίος που προσπάθησε να οργανώσει το εθνικό ποδόσφαιρο από τη βάση του.
Το hype που δημιουργεί η Εθνική από τον περασμένο Σεπτέμβριο με τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, η αγορά της Παιανίας, και το όραμα του Δημήτρη Παπαδόπουλου για την οργάνωση του εθνικού ποδοσφαίρου σε μια περίοδο που πάει να γίνει επικρατούσα στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο η τάση για την προώθηση των νεαρών ποδοσφαιριστών φτιάχνουν την “στιγμή” του ελληνικού ποδοσφαίρου. Την στιγμή που θα αρχίσει να δίνει καλύτερα εφόδια και περισσότερο χώρο στον Έλληνα ποδοσφαιριστή για να ανθίσει. Στην θέση του προέδρου της ΕΠΟ δεν θα μπορούσα να βρω μεγαλύτερο νόημα από αυτό για να υπάρχω στην διοίκηση του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Όπως είπα στην αρχή, έχω συμπληρώσει δυόμιση δεκαετίες στην μεθοδική παρατήρηση της ζωής της Εθνικής Ομάδας. Η εμπειρία μου λέει ότι μια διοίκηση πάντοτε αντλούσε δύναμη από την πορεία της Εθνικής, αλλά και ότι μια διοίκηση που έδινε σημασία στην Εθνική έφτιαχνε και η ίδια την τύχη της. Προφανώς όχι τυχαία η Εθνική έζησε τα καλύτερά της χρόνια τον καιρό που είχε “επαγγελματική” υποστήριξη από την ΕΠΟ – με τις διοικήσεις του Βασίλη Γκαγκάτση και του Σοφοκλή Πιλάβιου, δηλαδή με διοικήσεις που ένιωθαν δυνατές αλλά και αντλούσαν δύναμη από τις επιτυχίες της Εθνικής. Όχι τυχαία, η Εθνική δεν έφτασε σε τελική φάση διοργάνωσης στην διάρκεια της τελευταίας 10ετίας.
Με άλλα λόγια η ιστορία διδάσκει ότι ο Μάκης Γκαγκάτσης έχει σήμερα στα χέρια του μια χρυσή ευκαιρία να αλλάξει την δυναμική του εθνικού ποδοσφαίρου – ευκαιρία που δεν είχε ποτέ κανείς δεδομένου ότι ποτέ δεν υπήρξε προπονητικό κέντρο. Έχει μια χρυσή ευκαιρία να γίνει ο πρόεδρος που θα επαναφέρει την Εθνική στην τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης. Και συγχρόνως έχει την ευκαιρία να αποκτήσει ως πρόεδρος δύναμη που δεν είχε ποτέ κανένας προκάτοχός του με εξαίρεση τον πατέρα του.
Το προπονητικό κέντρο είναι ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός. Η πρόσληψη του Γιοβάνοβιτς έδειχνε εξ ορισμού επιτυχημένη. Τα πρώτα βήματα της τριανδρίας των υποστηρικτών της δουλειάς του προπονητή δημιουργούν θετικές εντυπώσεις. Αυτά όμως δεν αρκούν για να αλλάξουν την μοίρα του εθνικού ποδοσφαίρου. Για να μπουν οι βάσεις χρειάζεται επιτέλους η διεύθυνση των εθνικών ομάδων να λειτουργήσει σε επαγγελματικά πρότυπα. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο στοίχημα του Γκαγκάτση: να ξεχωρίσει τις εθνικές από τους ερασιτέχνες παράγοντες.
Πηγή: Sport24