Του Zastro
Υπάρχουν οι σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, εκείνοι που μένουν στο θυμικό, που αποτελούν μέτρο σύγκρισης για τους επόμενους.
Υπάρχουν κάποιοι άλλοι που έχουν μεγάλες δυνατότητες, φυσικό ταλέντο, υψηλή τεχνική, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να κάνουν μια ανάλογη καριέρα. Λόγω χαρακτήρα, εμμονών, κακής διαχείρισης των επιλογών και του περιβάλλοντός τους.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, εκείνοι οι ποδοσφαιριστές που χάρη στη νοοτροπία και την προσωπικότητα προσεγγίζουν το αδιανόητο για το ταλέντο και τα φυσικά τους προσόντα. Ήταν τυχεροί, βρέθηκαν στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή, ήταν συνεπείς στη μοίρα τους. Στη διαδρομή τους κερδίζουν τρομερές προσωπικές μάχες, παλεύουν με δαίμονες μεγαλύτερους από τον εαυτό τους και δεν κατακλύζονται απ’ αυτούς. Υψώνουν το ανάστημά τους, προτάσσουν την τιμιότητά τους, δουλεύουν προσηλωμένοι στον στόχο. Κερδίζουν φήμη, αναγνωρισιμότητα, χρήματα, έπαθλα και σεβασμό. Ποτέ όμως τη δικαίωση.
Τους σταματούσε η μοίρα πάντοτε ένα βήμα μακριά, τούς αφαιρούσε το δικαίωμα να διεκδικήσουν έστω τη θέση τους ανάμεσα στους καλύτερους, εκείνους που “γράφουν” στο διηνεκές.
Σαν να τους αποκλείει ένα αόρατο χέρι από την ολική επαγγελματική πραγμάτωση, την αθλητική ικανοποίηση του ανήκειν στο κλειστό club των κορυφαίων, σαν να τους μηνύει ένας αόρατος σκηνοθέτης της καριέρας τους ότι δεν μπορούν, δεν τους επιτρέπεται να μπουν στο πλάνο της δόξας και του κότινου που απευθύνεται στα πολύ μεγάλα.
Είναι άκρως υποκειμενικό το μεγάλο και το σπουδαίο, διαφορετικά το ορίζει ο καθένας μας στο κουκούλι του περιβάλλοντός του. Ορισμένοι λυπούνται για εκείνα που δεν έχουν, άλλοι χαίρονται μ’ αυτά που έχουν. Εκατοντάδες οι συνισταμένες, δεκάδες οι αστάθμητοι παράγοντες που καθορίζουν αυτή την αόρατη γραμμή που συνδέει την επιτυχία με τη δικαίωση, αυτό το βαθύ κι εσωτερικό συναίσθημα ικανοποίησης της ψυχής.
Οι δύσκολες στιγμές είν’ εκείνες που φέρνουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, τόσο δύσκολες ώστε προκαλούν νοσταλγία για τη δεδομένη προβολή ενός εαυτού που δεν είχε εμφανιστεί ποτέ, που δεν γνωρίζαμε καν ότι υπάρχει. Το συναίσθημα της δικαίωσης κερδίζεται, τις περισσότερες φορές είναι παρακολούθημα του μόχθου, ενέχει στοιχεία αυτοθυσίας, ακριβώς επειδή εδράζεται στην αμφιβολία.
Ο Σαντιάγκο Κανιθάρες δεν ήταν ποτέ ο καλύτερος τερματοφύλακας του κόσμου. Δεν ήταν καν ο καλύτερος της εποχής του. Δεν ήταν ψηλός, μετά βίας ξεπερνούσε τα 180 εκατοστά, δεν ήταν εντυπωσιακός, δεν κατέκτησε ποτέ όλα όσα διεκδίκησε.
Ολοκλήρωσε όμως μια προσπάθεια πολύ ανώτερη από τις δυνατότητές του, όταν την ξεκίνησε. Κάλυψε σωματικά και ψυχολογικά μειονεκτήματα με το πείσμα του, την εκρηκτικότητά του, την απίστευτη ικανότητα να βρίσκει τη δύναμη να ξεκινάει συνέχεια από το σημείο που έφυγαν οι άλλοι.
Τον έβλεπες μ’ εκείνο το cyber punk χτένισμα και το οξυζενέ στο μαλλί, παρατηρούσες το ενθεογόνο βλέμμα και εκείνη την αγωνιώδη έκφραση, σαν να περιμένει να επαληθεύσει το κρύο αστείο. Ένα καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων ξεχαρβαλωμένο, ένας τύπος μονίμως σε ένα φαινομενικό σταυροδρόμι συναισθημάτων, στο μεταίχμιο μεταξύ γολιάρδου και απατεώνα. Κι όμως, ήσουν βέβαιος ότι είναι καλό παιδί. Είναι η αύρα ορισμένων ανθρώπων, η αδέξια αλλά αυθόρμητη ανθρωπιά που αναβλύζουν η περιέργεια, η συγκίνηση και η γελοιοποίηση. Μυθική φιγούρα. Αντιπαθής και συμπαθής σε διαδοχικά στάδια, ποτέ αδιάφορη. Είτε υπερασπιζόταν το τέρμα της Εθνικής Ισπανίας, είτε της Πρωταθλήτριας Ευρώπης Ρεάλ Μαδρίτης, είτε “εκείνης” της θαυματουργής Βαλένθια του Κούπερ και του Ράφα.
Ο Κανιθάρες ήταν από τους τερματοφύλακες που λάτρευε να γιουχάρει το πέταλο στο ζέσταμα, ο ποδοσφαιριστής που τραβούσε το βλέμμα του θεατή, ο σαλτιμπάγκος που προκαλούσε την εξέδρα.
Δεν το έκανε επίτηδες, έτσι ήταν η φτιαξιά του, αυτό ήταν 20 χρόνια σε όλες τις ομάδες της Ρεάλ (συμπεριλαμβανομένης της Καστίγια) και δεν το άλλαξε ούτε κατά τους δανεισμούς του στις “ταπεινές” Έλτσε και Μερίδα ούτε και στη Θέλτα.
Είκοσι χρόνια πέρασαν μέχρι να τον καταλάβουν. Συνέβη στις όχθες του Τούρια, στη μοναδική πόλη που κρύβει στα σπλάχνα της μια άλλη πόλη, εκείνη των Τεχνών και των Επιστημών. Στη Βαλένθια έγινε και θεωρείται ιστορικός ηγέτης, με τις «Νυχτερίδες» κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα απείρως σπουδαιότερα από τα “συνήθη και καθιερωμένα” της Ρεάλ.
Άλλωστε δεν τον λόγισαν ποτέ καθαρά βασικό στη Μαδρίτη. Ιστορικά «δεύτερος», υπομονετικός, πρόθυμος, διαθέσιμος. Έβγαζε τη “λάντζα” κι έβλεπε, παραδείγματος χάριν, τον Μπόντο Ίλγκνερ βασικό στον Τελικό του Champions League, επειδή τύγχανε προπονητής των «Merengues» να είναι ο ομοεθνής Χάινκες. Δεν φορούσε εκείνος τα γάντια στο ιστορικό 1-0 της Ρεάλ στο Άμστερνταμ εναντίον της «Γιούβε». Δεν πανηγύρισε ως πρωταγωνιστής, ήταν 28 και εθεωρείτο αυστηρά «δεύτερος».
Αυτό τον παρακίνησε να υπογράψει στη Βαλένθια. Ήθελε να παίξει, να αισθανθεί σημαντικός, να γίνει «πρώτος». Κι ας ήξερε ότι οι πιθανότητες να ξαναζήσει κάτι ανάλογο ήταν μηδαμινές. Το πίστεψε όμως, προσπάθησε, στόχευσε στο αδύνατο προκειμένου να μεγαλώσει το εφικτό.
Πόσο υπέροχη ομάδα εκείνη η Βαλένθια, πόσο όμορφο το παραμύθι της. Κλάουντιο Λόπες, Κίλι Γκονσάλεζ, Γκαΐθκα Μεντιέτα, Χαβιέ Φαρινός, Ρούμπεν Μπαράχα, Ρομπέρτο Αγιάλα. Όλοι τους ένας κι ένας, όλοι τους υπεράνθρωποι μονάχα στο συγκεκριμένο περιβάλλον, όλοι τους μια παρέα που φιλοτέχνησε την ουτοπία του εφικτού.
Γεμάτες οξύμωρα ήταν οι ομάδες και του Κούπερ και του Μπενίτεθ. Με καλλιτέχνες στο χόρτο, ειλικρινή αγάπη από τον κόσμο και παραμυθένια επιτεύγματα. Στις σελίδες εκείνου του παραμυθιού έγινε ένας από τους καλύτερους ο Κανιθάρες, κατέκτησε τίτλους, αναζήτησε και βρήκε την ψυχή του. O hombre vertical, Έκτορ Ραούλ Κούπερ, τον είχε χρίσει ηγέτη εκείνης της ομάδας, ήταν ο πρώτος που μιλούσε στα αποδυτήρια, ο τελευταίος που έφευγε από τις προπονήσεις.
Ο στόχος ήταν το τρελό όνειρο της «μεγάλης κούπας με τ’ αφτιά», το σπάσιμο της καθεστηκυΐας τάξης και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μετά τα ταραγμένα νερά στην Ιβηρική χερσόνησο.
Στο Stade de France του Σεν Ντενί ο Φερνάντο Μοριέντες, ο Στιβ ΜακΜάναμαν και ο Ραούλ δεν άφησαν καν τον αμφορέα με το νέκταρ να ακουμπήσει στο τραπέζι. Βαριά ήττα, ασήκωτη, ένα καθαρό 3-0 σε ευρωπαϊκό Tελικό. «Η “Σταχτοπούτα” λύγισε από το άγχος», είπαν οι ειδικοί.
Είχαν δίκιο, διότι η Βαλένθια το επανέλαβε.
Στο Μιλάνο η Βαλένθια έφτασε πολύ κοντά, άγγιξε τον κύλικα, αλλά το νέκταρ το ήπιαν ο Καν, ο Έφενμπεργκ και το κάρμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ανταποδώσει η μοίρα εκείνο που στέρησε από την Μπάγερν στη Βαρκελώνη. Ο Έφενμπεργκ δεν “μάσησε” στα ψυχολογικά παιχνίδια του Κανιθάρες, ο Καν τρόμαξε τις «Νυχτερίδες», ο Μαουρίσιο Πελεγκρίνο αστόχησε στο καθοριστικό πέναλτι και οι Βαυαροί τακτοποίησαν τη θέση των πλανητών τους.
Στο San Siro ξεσπούν πανηγυρισμοί, ο Κανιθάρες γονατιστός να ξεσπά σε κλάματα. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, ήταν μια συγκλονιστική κόντρα εικόνα: ένας εύθραυστος “ροκ σταρ”, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης γονυπετής κι απροστάτευτος. Πήγε κοντά του ο Όλι Καν, παράτησε τους πανηγυρισμούς για να τον παρηγορήσει. Το μεγαλείο του τερματοφύλακα, η κατανόηση του ανθρώπου που είναι σε θέση να αντιληφθεί το βάρος της στιγμής. Η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου, χάρισε στον Καν το βραβείο του fair play, έκανε πολύ κόσμο να ανασκευάσει την ιδέα που είχε σχηματίσει για τον Γερμανό τερματοφύλακα με το παρουσιαστικό που προξενούσε τρόμο. Στους νόμους της ζούγκλας και οι “γορίλες” έχουν κώδικες.
Οι τερματοφύλακες είναι μια ξεχωριστή κάστα ποδοσφαιριστών, τρέφουν αλληλεγγύη μεταξύ τους, δεν αναμειγνύονται ποτέ με τους “άλλους”, εκείνους που παίζουν μέσα.
Εκείνη η καρτ ποστάλ βοήθησε τον Κανιθάρες να καταλάβει. Για πολλοστή φορά ο Σαντιάγκο έβαλε εαυτόν στη διαδικασία, πραγματοποίησε το ταξίδι και κατέβηκε μια στάση πριν τον τελικό προορισμό. Κι όμως ήταν ένας ευτυχισμένος Σίσυφος, τούτη τη φορά ήταν πρωταγωνιστής, αυτεξούσιος, «πρώτος». Και για πρώτη φορά η προσπάθεια είχε αναγνωριστεί από εχθρούς και φίλους. Ο μεγάλος του καημός αυτός ήταν, να σεβαστούν τον μόχθο του.
Ακόμα και στην Εθνική Ισπανίας, εκεί όπου είχε την ατυχία να βρεθεί στο μεσοβασίλειο μεταξύ του Θουμπιθαρέτα και του Ίκερ, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ηγηθεί και να προσπαθήσει.
Δεν μπόρεσε να εκθρονίσει ούτε καν τον Μολίνα στο Euro του 2000. Ο Καμάτσο τού υποσχέθηκε ότι στο Παγκόσμιο Κύπελλο στην Άπω Ανατολή θα επανορθώσει. Επιτέλους βασικός και σε μια διοργάνωση με το εθνόσημο, μια στιγμή που ονειρευόταν από τα παιδικά του χρόνια στο Πουερτολάνο της Λα Μάντσα. Ο Ρικάρντο και ο άγουρος Ίκερ θα λειτουργούσαν ως βοηθητικοί, είχε έρθει η ώρα του Κανιθάρες. Εν αναμονή εκείνης της πολυαναμενόμενης περιπέτειας, δεν έπαψε να συνεχίζει τη ρουτίνα του.
Ένα πρωινό σηκώθηκε να ξυριστεί. Ολοκλήρωσε μια σχεδόν μηχανική διαδικασία για κάθε άντρα κι άνοιξε το ντουλαπάκι για το aftershave. Του γλίστρησε από τα χέρια, τι ειρωνεία για έναν τερματοφύλακα. Το μπουκάλι έπεσε στο έδαφος, έγινε κομμάτια, κατά διαβολική σύμπτωση κάποια τού έκοψαν τον τένοντα.
Αυτός ο αδιανόητος τραυματισμός τού στέρησε τη συμμετοχή στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Μοιάζει κωμικοτραγικό, δεν θα γινόταν πιστευτό υπό οποιεσδήποτε συνθήκες ακόμα και σε teen movie του Hollywood, αλλά συνέβη. Περίμενε και πάλι τέσσερα χρόνια, έζησε απλώς τη χαρά της συμμετοχής στο τελευταίο, αδιάφορο, παιχνίδι των ομίλων στα τελικά του Μουντιάλ της Γερμανίας.
Ήταν σχεδόν 37 ετών, οποιοσδήποτε άλλος θα είχε βαρεθεί να παριστάνει τον Αχιλλέα στο παράδοξο του Ζήνωνα. Υπέβαλε τον εαυτό του στη δοκιμασία για δυο ακόμα χρόνια. Συμπλήρωσε 500 συμμετοχές και σταμάτησε το 2008, μετά από ακριβώς δύο δεκαετίες στο ποδόσφαιρο.
Λαμπρή καριέρα, ζηλευτή για οποιονδήποτε. Κι όμως, η κουβέντα επιστρέφει πάντοτε σ’ εκείνους που πότε χαίρονται μ’ αυτά που έχουν και πότε λυπούνται για εκείνα που δεν έχουν. Τέσσερεις κατακτήσεις Πρωταθλημάτων, δυο Copa del Rey, δυο Super Cup, ένα Κύπελλο UEFA και το Ευρωπαϊκό Super Cup το 2004 με τη Βαλένθια και ασφαλώς εκείνο το “λειψό” Champions League του ’98 με τη Ρεάλ. Ένα παλμαρέ που θα παρακαλούσαν να έχουν πολύ πιο σπουδαίοι ποδοσφαιριστές από εκείνον.
Η επίγευση όμως παραμένει απροσδιόριστη. Ένας από τους καλύτερους της γενιάς του, αλλά δεν άρπαξε ποτέ πραγματικά την επιτυχία, δεν βίωσε απόλυτα την προσωπική δόξα.
Άνοιξε λογαριασμό στο twitter και τρέλανε όλον τον κόσμο με συμπεριφορές πιο αλλόκοτες κι απ’ την κώμη του.
Έκανε για λίγο τον οδηγό αγώνων, συμμετέχοντας σε διάφορα ράλι στην ευρύτερη περιοχή της Βαλένθια. Το 2016 στο ράλι της Σιέρα Μορένα έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και σώθηκε από θαύμα.
«Ιδιαίτερος», «εκκεντρικός», «κραυγάζει για προσοχή», η ετυμηγορία των ρεπορτάζ και η αίσθηση της πλειοψηφίας του κοινού.
Οι κρίσεις έξω από το κλειστό κουτί του καθενός είναι το ευκολότερο και το πιο ανέξοδο πράγμα.
Το 2017 έγινε γνωστό ότι ο μικρός του γιος, ο Σάντι, έχει όγκο στον εγκέφαλο. Η μάχη αδυσώπητη, τα μηνύματα συμπαράστασης μυριάδες. 23 Μαρτίου του 2018 το πεντάχρονο αγόρι δεν άντεξε άλλο:
«Ο γιος μου, Σάντι, απεβίωσε. Θεώρησα σωστό να είμαι εγώ αυτός που θα το κάνει γνωστό, εκτιμώντας όλη σας τη συμπαράσταση. Έφυγε από κοντά μας ήσυχος και με πολλή αγάπη, έχοντας αντιληφθεί την αποστολή του σε αυτά τα πέντε χρόνια που ήταν κοντά μας».
Όλες οι συμπεριφορές στη ζωή μας έχουν εξήγηση, εδράζονται σε συγκεκριμένα περιστατικά, αφορούν αθέατες πτυχές της καθημερινότητάς μας. Είναι πιο εύκολο για τους ανθρώπους να εξωτερικεύσουν την αλήθεια τους φορώντας μια μάσκα.
Η αλήθεια του Σαντιάγκο Κανιθάρες ήταν πάντοτε γεμάτη παράδοξα, στα συντρίμμια της κρύβονται και τα θεμέλια της προσωπικότητάς του. Είναι παλαίμαχος διεθνής ποδοσφαιριστής, έχει αγωνιστεί στη Ρεάλ, έχει δοξαστεί με τη Βαλένθια, έχει γίνει οδηγός αγώνων, χαμογελαστός επαγγελματίας youtuber. Καμάρωσε τον μεγάλο του γιο, Λούκας, με τη φανέλα της Ρεάλ στο Santiago Bernabéu, παντρεύτηκε, χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε, συνεχίζει να προσπαθεί για να κάνει αυτά που βλέπει στη δική του προβολή.
Όλα ένα αδιάκοπο mix φιλοδοξίας, ματαιοδοξίας, προσωπικής θεώρησης.
Ο Αχιλλέας, για να βοηθήσει τη χελώνα, την άφησε να ξεκινήσει πιο μπροστά από εκείνον.
Το κυνήγι της κοινωνικής αποδοχής φλερτάρει με την αποδοκιμασία.
Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Αυτό που δεν μπορούμε να διακρίνουμε δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει.
Πηγή: Athletes’ Stories