Επιλογή Σελίδας

Του Αντώνη Οικονομίδη

Ο πλέον πολυμήχανος, ευρηματικός, πολυεπίπεδος καλλιτέχνης που πάτησε ποτέ το πόδι του στον πλανήτη, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, είχε χαρακτηρίσει την απλότητα ως τη μεγαλύτερη σοφιστεία.

Η δικαιολογία του, επικρατούσα ως και τις μέρες μας: το απλό είναι το δύσκολο.

Το απλό στην περίπτωση του Κέβιν ντε Μπρόινε δεν προέκυψε ως αθλητικό ζητούμενο. Είναι γονίδιο, είναι χαρακτήρας, είναι στάση ζωής που περισσότερο μοιάζει ως καταφύγιο. Όχι γιατί, αγωνιστικά, δεν μπορεί το εξεζητημένο και το σύνθετο, κάθε άλλο. Αλλά γιατί η έμφυτη συστολή του αντανακλαστικά τον οδηγεί στην απλότητα.

Κάτι που δικαιολογεί και αντανακλάται από τη συμπεριφορά του στο γήπεδο. Και όχι μόνο εκεί, αλλά εν προκειμένω εκεί αποκωδικοποιείται ο δικός του τρόπος επικοινωνίας, εκεί έμαθε να εκφράζεται και να εξωτερικεύει τον κόσμο του. Δεν είναι δουλειά. Δεν είναι τάλαντο. Στην περίπτωση του είναι κάτι πολύ περισσότερο. Κάτι πολύ πιο βαθύ. Κάτι απλό…

Ο τοίχος

Ήταν-δεν ήταν 16 χρονών. Δύο νωρίτερα, είχε πάρει την απόφαση ν’ αφήσει τη γενέτειρά του και να πάει στην άλλη άκρη του Βελγίου, προκειμένου να ενταχθεί στις ακαδημίες, τις κατά πολλούς καλύτερες της χώρας, της Γκενκ.

Σύμφωνοι, δεν είναι δα και διηπειρωτικό ταξίδι, μόλις δύο ώρες, άλλωστε, μακριά από το σπίτι του ήταν, αλλά, για τον -κάθε άλλο παρά συμβατό με τα χαρακτηριστικά της ηλικίας- έφηβο Ντε Μπρόινε, ήταν απόφαση ζωής.

Έστω και αν την είχε προαναγγείλει. Ήταν δεν ήταν 11 χρονών, όταν είπε, χωρίς καμία πρότερη ένδειξη, στη μητέρα του πως θα διάβαζε Λατινικά για δύο χρόνια και μετά θα πήγαινε σε αθλητικό σχολείο, εστιάζοντας αποκλειστικά στο ποδόσφαιρο. Το είπε και το έκανε. Λατινικά διάβασε (εξ ου και οι βάσεις για την γλωσσομάθειά του, μιας και συνεννοείται άνετα σε τέσσερεις γλώσσες), αντικαθιστώντας απλώς το αθλητικό σχολείο με τις ακαδημίες της Γκενκ.

Την πρώτη χρονιά την πέρασε εσώκλειστος στις ακαδημίες, τη δεύτερη, μαζί με άλλους τρεις συνομηλίκους του, έμεινε, βάσει του σχετικού προγράμματος των «βούβαλων», σε μια ανάδοχη οικογένεια. Τελειώνει η σεζόν, μαζεύει τα πράγματα του, για να επιστρέψει στο πατρικό του για τις καλοκαιρινές διακοπές, αποχαιρετάει τους ανάδοχους, ανανεώνοντας το ραντεβού για την επιστροφή, και γυρίζει στο Ντρόνγκεν.

Με το που μπαίνει σπίτι, αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πάει καλά. Η μητέρα του κλαμένη. Ρωτώντας τον λόγο, μαθαίνει πως η ανάδοχη οικογένεια έχει ενημερώσει πως δεν θέλει να τον φιλοξενήσει και την επόμενη χρονιά. Σοκ. Ακόμα μεγαλύτερη η αιτιολογία. «Εξαιτίας του τι είσαι. Του πώς είσαι. Είσαι πολύ ήσυχος. Δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί σου. Λένε πως είσαι πολύ δύσκολος».

Η ζωή του, ενόσω φιλοξενούταν στην ανάδοχη οικογένεια, ήταν σπίτι-προπόνηση-σχολείο. Και τίποτα άλλο. Το «σπίτι», βέβαια, περιορίζονταν σε παραμονή στο δωμάτιο του. Ούτε καν playstation δεν είχε ή απέκτησε ποτέ. Η άρνηση των αναδόχων προκάλεσε την αντίδραση της Γκενκ, η οποία, θεωρώντας πως κάτι προβληματικό υπήρχε, ενημέρωσε πως ο έφηβος Κέβιν θα επέστρεφε, ξανά, αλλά εσώκλειστος σε οικοτροφείο. Ακόμα και “γι’ αυτό που ήταν”, αυτό παρά ήταν.

Πήρε την μπάλα και βγήκε στον κήπο. Εκεί, όπου οι γονείς του, όταν ξεκίνησε παιδί να την κλωτσάει, για να μην καταστρέφει τα λουλούδια και τα φυτευτά της μαμάς, του είχαν πάρει μια πλαστική. Όταν, όμως, σταμάτησε να τον καλύπτει, έκανε μια συμφωνία. Θα του έδιναν μια κανονική, δερμάτινη, με την προϋπόθεση πως θα την κλωτσούσε μόνο με το “κακό” του πόδι, το αριστερό.

Κακό, τότε. Από τότε και μετά, όταν οκτώ χρονών τσογλανάκι πήγε στον πρώτο του προπονητή στην τοπική ομάδα και του είπε πως θα έφευγε για να πάει στις ακαδημίες της “μεγάλης” περιοχής, της Γάνδης, επειδή «οι προπονήσεις που κάνουν εκεί, είναι καλύτερες», δύσκολα ξεχώριζες ποιο το κακό και ποιο το καλό. Τόση ήταν η εξάσκησή του με τον ζερβό.

Εκείνη τη μέρα, όμως, τη μέρα της απόρριψης από τους ανάδοχους, δεν είχε σημασία με ποιο κλώτσαγε την μπάλα στον τοίχο του κήπου. Το έκανε για ώρες. Και όσο κρατούσε αυτό το ψυχοβγαλτικό, ψυχοθεραπευτικό, εμμονικό, ασταμάτητο ένα-δύο στο μυαλό του, γύριζε το «εξαιτίας του τι είσαι. Του πώς είσαι».

Επέστρεψε, έχοντας άλλη εμμονή στο μυαλό του, άλλον στόχο. Σε δύο μήνες να είναι στην πρώτη ομάδα. Είπαμε, άλλη διέξοδο, άλλο καταφύγιο, στα καλά και στα κακά, σε όλα, δεν ήξερε, δεν είχε, δεν ήθελε να έχει. Έφηβος, στα ντουζένια του, συνεσταλμένος σε επίπεδο παρεξήγησης, έχοντας βιώσει την απόρριψη, κάπου έπρεπε, έψαχνε να ξεσπάσει, να βγάλει όλη αυτή τη φωτιά που έβραζε μέσα του.

Όχι πολύ αργότερα, λοιπόν, σε ένα παιχνίδι της δεύτερης ομάδας της Γκενκ, στο ξεκίνημα της σεζόν, μπαίνει στο ημίχρονο.

Σκοράρει.

«Δεν σε θέλουν πια».

Δεύτερο γκολ.

«Είσαι πολύ ήσυχος».

Τρίτο γκολ.

«Πολύ δύσκολος».

Τέταρτο γκολ.

«Δεν σε θέλουν ξανά».

Πέμπτο γκολ

«Εξαιτίας του πώς είσαι».

Το ένα-δύο με τον τοίχο είχε γίνει ένα-δύο με τις σκέψεις του. Στροβιλίζονταν μέσα του, τον ζεμάτιζαν. Μα και τον καθοδηγούσαν σε μια τελείως άλλη διάσταση. Πέντε γκολ πέτυχε σε εκείνο το δεύτερο ημίχρονο. Και τότε, από τότε, τα πάντα άλλαξαν. Προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα, νωρίτερα, μάλιστα, του στόχου που είχε θέσει, και πλέον, εκ των πραγμάτων, η σύσταση που τον συνόδευε, δεν ήταν ψιθυριστή, συνωμοτική.

Δεν ήταν πλέον το περίεργο, ντροπαλό παιδί, το παιδί το προβληματικά ήσυχο και συνεσταλμένο. Ήταν αναγνωρίσιμος και αποδεκτός. Από όλους. Ακόμα και από την ανάδοχη οικογένεια που τον είχε απορρίψει, η οποία, μόλις πληροφορήθηκε πως η Γκενκ τον έβγαζε -και πάλι- από το οικοτροφείο, αναζητώντας του νέο σπίτι να μείνει, προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει. «Δεν θέλαμε ποτέ να φύγεις. Αυτό που ζητήσαμε, ήταν να μένεις το πενθήμερο στο οικοτροφείο και τα Σαββατοκύριακα μαζί μας. Σε θέλουμε πίσω».

Φυσικά, αρνήθηκε.

Και κάπου εκεί, το ένα-δύο με τον τοίχο, νοητό ή όχι, σταμάτησε. Και ξεκίνησε αυτό που τροφοδότησε την πορεία του σε ολάκερη την επαγγελματική του καριέρα, αφού η απόρριψη αντικαταστάθηκε από την πλήρη αποδοχή και εναγκαλισμό της ιδιοσυγκρασίας του από τον ίδιο και μόνο, αποτελώντας το καύσιμο που συνεχίζει, μέχρι και σήμερα, να τον πυροδοτεί, να τον “καίει”.

Ο Ζοσέ

Την Αγγλία, το Λονδίνο, τα ήξερε από πιτσιρίκι. Η μητέρα του, Βελγίδα, γεννημένη στο Μπουρουντί, είχε μεγαλώσει στην αγγλική πρωτεύουσα, όπου έμεναν οι γονείς της, σε μια γειτονιά που κυριολεκτικά “έβλεπε” το Stamford Bridge. Και παρότι ο παππούς τού μετέδωσε τη λατρεία για τη Λίβερπουλ (κοιμόταν με σεντόνια της Λίβερπουλ, φορούσε φόρμες της Λίβερπουλ, έχοντας “λιώσει” μια φανέλα του Μάικλ Όουεν, η οποία και αποτελούσε το κόσμημα της συλλογής του με παράφερνα των «Κοκκίνων») στα «μπλε» ντύθηκε, χωρίς καν να έχει κλείσει τα 21 του, όταν η Τσέλσι τον αγόρασε (Ιανουάριος 2012), έναντι μόλις 8.5 εκατ. ευρώ.

Προβλεπόμενος και απαραίτητος ο άμεσος ουσιαστικά (το καλοκαίρι του 2012) δανεισμός του στην Βέρντερ. Κάνει εξαιρετική χρονιά τόσο, ώστε βομβαρδίζεται από μηνύματα. Τα περισσότερα από τον Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος μανιωδώς τον ζητάει στην Ντόρτμουντ. Ένα απαντητικό του Ζοσέ Μουρίνιο αρκετό να ξεκαθαρίσει το τοπίο: «Δεν πας πουθενά. Σε υπολογίζω».

Ένα (μήνυμα) είχε στείλει και ο ίδιος. Για την ακρίβεια, εμφανίστηκε πως το έστειλε. Ποστάρει, μετά από ένα παιχνίδι της Βέρντερ, κάτι στον λογαριασμό του στο twitter. Μια ανάλυση, ένα σχόλιο, ούτε και ο ίδιος θυμάται. Μερικές χιλιάδες μόνο οι ακόλουθοί του, τότε, εύκολα μπορούσε να τσεκάρει το ποιος επιδρούσε στα ποσταρίσματά του.

Ένα, λοιπόν, προκαλεί το ενδιαφέρον του κολλητού του. Γράφει ένα προσωπικό μήνυμα και κυριολεκτικά ικετεύει τον Ντε Μπρόινε να του επιτρέψει να το στείλει. Παραδόξως, τα παρακάλια πιάνουν. Εντυπωσιακό για τη μενταλιτέ του. Πάλι καλά που τουλάχιστον το μήνυμα δεν το συνέταξε ο ίδιος. Το παρατσούκλι που του έχουν δώσει οι ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα (και πολλά είναι) φίλοι του, είναι «στεγνωτήριο», και αυτό γιατί τα μηνύματα του στο what’s app είναι τελείως… στεγνά, ξερά.

Πάλι καλά, λοιπόν, που αυτό που πήγε στην Μισέλ, δεν το έγραψε αυτός. Γιατί, διαφορετικά, μάλλον δύσκολα θα γινόταν σύντροφός του, αργότερα γυναίκα του και πλέον μητέρα των τριών παιδιών του, του Μέισον, του Ρόμε και της Σούρι.

Η πρώτη τους, λοιπόν, συνύπαρξη ως ζευγάρι ήταν στο ξεκίνημα της σεζόν 2013-14, μετά την Βρέμη, στην επιστροφή στο «Stamford Bridge».

Το «σε υπολογίζω», όμως, του Μουρίνιο γρήγορα μετατρέπεται σε αδιαφορία, πρακτικά εξοστρακισμό. Μέσα Δεκεμβρίου, ο «Εκλεκτός» τον φωνάζει στο γραφείο του. Δεν χρονοτριβεί, δεν εξηγεί.

«Ένα γκολ. Μηδέν ασίστ. Δέκα ανακτήσεις μπάλας».

Και συνεχίζει, αραδιάζοντας ονόματα. Και άλλους αριθμούς. Απλούς.

Γουίλαν: Τόσα γκολ, τόσες ασίστ. Οσκάρ: Τόσα γκολ, τόσες ασίστ. Μάτα: Τόσα γκολ, τόσες ασίστ. Σίρλε: Τόσα γκολ, τόσες ασίστ.

Αφού αντιλαμβάνεται τι ακριβώς θέλει να πει και πού το πάει ο Πορτογάλος, ο Βέλγος αντιτείνει, ξεχωρίζοντας τον μόνο αριθμό που απουσίαζε, από όσους παρέθετε ο προπονητής του.

«Κόουτς, κάποιοι απ’ αυτούς έχουν παίξει 15 και 20 παιχνίδια. Εγώ μόνο τρία. Λογικό δεν είναι να μην έχουμε τα ίδια νούμερα»;

Η κατάληξη δεν μπορούσε να είναι διαφορετική. Και αφού αρνήθηκε την προοπτική ενός νέου δανεισμού, πωλήθηκε τελικά (Ιανουάριος ’14) στην Βόλφσμπουργκ, με την Τσέλσι, παρότι ουσιαστικά δεν τον αξιοποίησε καθόλου, να τριπλασιάζει μέσα σε δύο χρόνια την επένδυση της, εισπράττοντας 22 εκατ. ευρώ από τους «Λύκους».

Καμία κακία στον Μουρίνιο. Καμία επιπρόσθετη εξήγηση. Καμία παρεξήγηση, όπως έχει, άλλωστε, παραδεχτεί και ο ίδιος ο Ντε Μπρόινε, ίσως πλέον και φορτικά, επιδιώκοντας να σβήσει αυτή τη ρετσινιά από την καμπούρα του Ίβηρα. Δεν είναι και λίγο, άλλωστε, να απορρίπτεις έναν από τους κορυφαίους της εποχής μας. Πόσω μάλλον, όταν η αιτιολόγηση δεν αφορούσε -τότε τουλάχιστον- στις αγωνιστικές του δυνατότητες και προοπτική, αλλά την πνευματική του ετοιμότητα και το κατά πόσον μπορούσε να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του κορυφαίου επιπέδου.

Κάτι περισσότερο, ευνόητο πια, δεν χρειάζονταν. Τι 16 χρονών παιδί, κλωτσώντας για ώρες μια μπάλα σ’ έναν τοίχο, τι 23χρονος επαγγελματίας, βιώνοντας και πάλι απόρριψη, αυτή τη φορά από έναν προπονητή. Είπαμε, όμως. Η απόρριψη ήταν και είναι το καύσιμο του. Και, εν προκειμένω, δεν τον έφερε απλώς στο κορυφαίο επίπεδο, αλλά τον βοήθησε να δημιουργήσει ένα παραπάνω, τελείως δικό του, στο οποίο χώρος γι’ άλλον δεν περισσεύει.

Ο Πεπ

Δεν το ζήτησε, αλλά συμπαντικά και δεν χρειαζόταν να το κάνει και του οφειλόταν ως αντιστάθμισμα των επώδυνων απορρίψεων που βίωσε. Η ώθηση που, τελικά, τον έφερε ακριβώς σε αυτό το καταδικό του αγωνιστικό επίπεδο, είχε ονοματεπώνυμο: Πεπ Γκουαρντιόλα. Ο Καταλανός τον βρίσκει στο Μάντσεστερ, το καλοκαίρι του ’16. Έναν χρόνο νωρίτερα, η Σίτι έχει πληρώσει 65 εκατ. ευρώ (πόσο λίγα φαντάζουν πλέον…) και τον φέρνει ξανά στην Premiership.

Στην πρώτη τους συνάντηση, το σκηνικό γνώριμο. Μα διαφορετικού περιεχόμενου. «Μπορείς να φτάσεις στην κορυφαία πεντάδα ποδοσφαιριστών του κόσμου. Εύκολα», η ατάκα που άλλαξε το στροφόμετρο του Ντε Μπρόινε. Σοκαριστικό. Γιατί ήταν παράταιρο. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, δεν έπρεπε να διαψεύσει κάποιον, αλλά να τον δικαιώσει.

Τον παίδεψε, η αλήθεια είναι. Τον γύρισε παντού στο γήπεδο. Εξτρέμ, μέσα αριστερά, μέσα δεξιά, ψευτοεννιάρι, ακόμα-ακόμα και ακραίο μπακ τον χρησιμοποίησε. Αφενός, μπορούσε. Αφετέρου, διαφορά δεν (του) έκανε. Όπου και αν συμβατικά τοποθετούταν, ξεχώριζε, διαφεντεύοντας το παιχνίδι των «Πολιτών», αρχικά, και, εν συνεχεία, και αυτό της Εθνικής Βελγίου, η “Χρυσή” γενιά της οποίας βρήκε στο πρόσωπό του τον μόνο και απόλυτο μαέστρο της.

Και έτσι, μοιραία, κατέληξε στο αυτονόητο. Να παίζει, όπως θέλει. Να ξεκινάει, απ’ όπου θέλει. Να καταλήγει, όπου θέλει. Έχοντας απόλυτη ελευθερία κινήσεων και επιλογών. Αρκεί να έχει την μπάλα στα πόδια. Οι τίτλοι με τους «Πολίτες», οι επιτυχίες -παρότι, ακόμη, χωρίς τίποτα το επάργυρο- με τους «Κόκκινους Διαβόλους» (3η θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 2018), αποδείξεις της καταλυτικής επιρροής του.

Με τρόπο εντυπωσιακό. Ρεκόρ σε ασίστ (πάνω από 20 σε κάθε σεζόν), αδιανόητα ποσοστά εύστοχων μεταβιβάσεων (προσεγγίζουν το 95%), απόλυτα και αδιαμφισβήτητη ηγετική παρουσία και ρόλος, τόσο σε σύλλογο, όσο και σε αντιπροσωπευτικό συγκρότημα. Χωρίς να αλλάζει.

Πέραν του Ραχίμ Στέρλινγκ, με άλλον από τα αποδυτήρια δεν συναναστρέφεται. Την κοσμικότητα την αποστρέφεται, όπως ο διάολος το λιβάνι, ξεπερνώντας γρήγορα-γρήγορα τις όποιες αναφορές για την ομοιότητά του με τον Πρίγκιπα Χάρι.

Η φωνή του, επίσης, δεν ακούγεται ποτέ. Γι’ αυτό και, όποτε ξεσπάει, σπανιότατα είναι η αλήθεια, προκαλεί πανικό. Viral το στιγμιότυπο, στο ημίχρονο της φιλοξενίας της Νάπολι, στους ομίλους του Champions League, τον Οκτώβριο του 2017, όταν, αντί να πάει στα αποδυτήρια, προσπαθεί να προσεγγίσει τον διαιτητή, για να διαμαρτυρηθεί για μια κίτρινη που δέχτηκε, λίγο πριν το τέλος του σαρανταπενταλέπτου.

Ο δύσμοιρος ο Δαβίδ Σίλβα και ο Φερναντίνιο διαισθάνονται την έκρηξη να έρχεται και τον τραβολογάνε για τ’ αποδυτήρια, μόνο και μόνο για να την νιώσουν οι ίδιοι, ακούγοντας επαναλαμβανόμενα και σε ολοένα αυξανόμενη ένταση, φορές, το «Let me talk»«Αφήστε με να μιλήσω», δηλαδή. Δεν τον άφησαν, τα είδαν -σίγουρα- όλα κωλυόμενα, αλλά, μετά από ένα λεπτό και αυτό το ξέσπασμα, η κανονικότητα (του) είχε επιστρέψει.

Η ανάλυση

Μιλάμε για τύπο, ο οποίος στις αρχές του περασμένου φθινοπώρου, όταν δεν άκουσε ό,τι περίμενε από τη διοίκηση της Σίτι, στις πρώτες συζητήσεις για την επέκταση του συμβολαίου του, γνωρίζοντας, μάλιστα, και την πρότερη πρόθεση των «Πολιτών» να… χρυσώσουν τον Λιονέλ Μέσι, δεν αντέδρασε. Προσέλαβε απλώς μια εταιρεία ανάλυσης.

Σκοπός του να δείξει εμπράκτως την αξία του, χωρίς να έχει καμία διάθεση να φύγει ή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ενός διαζυγίου. Σκοπός της εταιρείας να ποσοτικοποιήσει αυτή την αξία, αναλύοντας κάθε παράμετρο του παιχνιδιού του και, εν συνεχεία, να την παραμετροποίησει, τόσο σε συνδυασμό με το πόσο συμβάλλει στην επιτυχία της ομάδας, όσο και με το πόσο αντίκτυπο θα είχε ενδεχόμενη απουσία του, αλλά και, επιπρόσθετα, πώς αυτό το (ποσοτικοποιημένο πια) παιχνίδι του θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα άλλων ανταγωνιστικών των Πρωταθλητών Αγγλίας ομάδων.

Τέλη Απριλίου του 2021, λοιπόν, στον νέο κύκλο επαφών που είχε με το club, παρουσίασε όλα τα δεδομένα. Προφανώς, δεν ήταν άγνωστα στους ιθύνοντες ή, έστω, δεν τους ήταν απαραίτητα, για να αντιληφθούν την σπουδαιότητά του. Δεν χρειάστηκε καν να τα κοιτάξουν. Μόνο και μόνο αυτή του η κίνηση, να μπει, δηλαδή, στη διαδικασία της απόδειξης, ώστε να πείσει για το δίκαιο των αξιώσεων του, ήταν αρκετή, για να ικανοποιηθεί με νέο συμβόλαιο, αναπροσαρμοσμένο ανάλογα του ηγετικού του στάτους.

Και όχι, δεν το έκανε για τα χρήματα, παρότι, αναμενόμενα βάσει ιδιοσυγκρασίας, η αντιμετώπισή τους είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Έχει σηκωθεί και έχει φύγει από εστιατόριο, όταν είδε στο μενού πως ένα μπουκάλι Coca-Cola χρεωνόταν 30 ευρώ. Οποιαδήποτε δαπανηρή αγορά κοσκινίζεται σε βαθμό εξάντλησης. Το έκανε, γιατί έτσι είναι. Το έκανε, γιατί αυτός είναι. Απλά. Χωρίς εντάσεις. Χωρίς προστριβές.

Στα ψυχολογικά τεστ που κάνουν οι ποδοσφαιριστές της Σίτι πριν τα παιχνίδια, πριν οποιοδήποτε παιχνίδι, όσο καθοριστικό και αν είναι, τα επίπεδα άγχους του είναι τόσο χαμηλά, ώστε συχνά προσεγγίζουν και αρνητικά σκορ. Λογικό. Γι’ αυτόν το ποδόσφαιρο δεν είναι άγχος. Είναι η διέξοδός του, η έκφρασή του, ο τρόπος, με τον οποίον εξωτερικεύει το «είναι» του.

Και το κάνει με σχήματα, φόρμες, επινοήσεις που ακόμα και ο Ευκλείδης θα δελεάζονταν να ερμηνεύσει γεωμετρικά. Το κάνει, ακριβώς όπως μεγάλωσε, όπως γαλουχήθηκε και όπως τιτλοφόρησε την βιογραφία του. Το κάνει απλά. Γιατί, για δαύτον, η απλότητα δεν είναι σοφιστεία. Είναι τρόπος ζωής.

Γιατί, γι’ αυτόν, το απλό ποδόσφαιρο, το σοφιστικά αλλά και ρεαλιστικά πιο δύσκολο ποδόσφαιρο, δεν είναι δύσκολο. Είναι ο μόνος χώρος και τρόπος που αισθάνεται άνετα, είναι το πεδίο της έμπνευσής του, είναι ο καμβάς της δημιουργίας του, είναι το αριστούργημα της απλότητάς του και, κυρίως, η νιρβάνα του…

Πηγή: Athletes’ Stories

Pin It on Pinterest

Shares
Share This