Ποιος θυμάται τον κακό του μποξ; Στα μάτια του κάθε αγώνας μποξ θύμιζε καουμπόικη ταινία. Μόνο που, αν και είχε τον ρόλο του «κακού», ήταν εκείνος που κέρδιζε πάντοτε. Η φορά όμως όπου έχασε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή από τον Μοχάμεντ Αλι αποδείχθηκε μοιραία. Και χωρίς επιστροφή. Ο «κακός» πέθανε επτά χρόνια αργότερα και ο θάνατός του παραμένει ως σήμερα μυστήριο.
Ο Σόνι Λίστον πέρασε στην αμερικανική ιστορία ως ένας από τους πιο φοβερούς μποξέρ. Υπήρξε ένα από τα 12 ή 13 παιδιά μιας φτωχής οικογένειας στο Αρκανσο. Ο πατέρας του, αγρότης στις βαμβακοφυτείες, ήταν πολύ δεσποτικός και τον χτυπούσε. Ο Λίστον μεγάλωσε χωρίς να μορφωθεί. Στην ηλικία των 18 ετών αν και η πραγματική του ηλικία δεν έγινε ποτέ ακριβώς γνωστή βρέθηκε σε αναμορφωτήριο στον Μισούρι επειδή είχε διαπράξει ένοπλη ληστεία. Εκεί ένας δάσκαλος του μποξ δίδαξε στον Σόνι τα μυστικά της πάλης.
Εγινε παγκόσμιος πρωταθλητής το 1962, αν και το εγκληματικό του παρελθόν και οι φήμες για τις σκοτεινές σχέσεις του με τη Μαφία τού στέρησαν τη δημοτικότητα που θα είχε κάποιος άλλος, «καθαρός» πρωταθλητής στη θέση του. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αμερική πανηγύριζε δύο χρόνια αργότερα όταν ο Κάσιους Κλέι είχε πάρει τον τίτλο του Λίστον. Ούτε όταν επτά χρόνια αργότερα πέθανε μέσα στην απόλυτη μοναξιά του τον θυμήθηκε κανείς.
Η φιγούρα του Σόνι Λίστον ξεπροβάλλει από το παρελθόν: απόμακρη, αινιγματική, δυσοίωνη, γοητευτική. Ηταν ένα πρόσωπο στου οποίου τη θέα τρόμαζαν τόσο οι μαύροι όσο και οι λευκοί. Ο ίδιος ο Λίστον παρομοίαζε το μποξ με μια καουμπόικη ταινία: «Πρέπει να υπάρχουν καλοί τύποι όπως πρέπει να υπάρχουν και κακοί τύποι. Οι κακοί υποτίθεται ότι πρέπει πάντα να χάνουν στο τέλος. Αυτή τη θεωρία εγώ την ανέτρεψα. Κέρδισα» έχει πει. Εμοιαζε αήττητος.
Ηταν Νοέμβριος του 1963 όταν ανακοινώθηκε ότι ο Λίστον θα μονομαχούσε τον Φεβρουάριο με τον νεαρό διεκδικητή του «θρόνου» του, τον Κάσιους Κλέι. Ολοι πίστευαν ότι ο Σόνι θα κέρδιζε. «Με την πρώτη γροθιά που θα του ρίξει ο Λίστον, ο Κλέι θα πέσει κάτω. Ο Κλέι δεν μπορεί να παλέψει τώρα, ούτε θα είναι ποτέ έτοιμος. Η μοναδική εμπειρία που θα έχει με τον Σόνι θα είναι ένας γρήγορος θάνατος» είχε δηλώσει τότε χαρακτηριστικά ένας άλλος πρωταθλητής του μποξ, ο Μπίλι Κον.
Καθώς η ημερομηνία για τον αγώνα πλησίαζε, ο Λίστον εθεωρείτο όλο και πιο πολύ ένας ανεπιθύμητος πρωταθλητής. Η συνάντηση των δύο μποξέρ στο ρινγκ έγινε στις 25 Φεβρουαρίου 1964. Είχαν περάσει σχεδόν τρεις μήνες από τη δολοφονία του Κένεντι και αυτό ήταν το πρώτο… αιμοσταγές ξεφάντωμα που η Αμερική όντας στα πρόθυρα της υστερίας επέτρεπε στον εαυτό της. Οσον αφορά το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στον τόπο της μάχης, δεν αγωνιούσε να δει την πολυσυζητημένη αναμέτρηση. Διότι στην ουσία δεν περίμενε ουσιαστικά να δει κανείς καμιά αναμέτρηση. Εξ ου και μόνο τα μισά εισιτήρια από τα 16.000 που είχαν διατεθεί πωλήθηκαν. Και μάλιστα η τιμή τους, αν και είχε ξεκινήσει από τα 250 δολάρια, έφθασε να πέσει στα 20 δολάρια. Στο τέλος του τέταρτου γύρου ο Κλέι γύρισε στη γωνία του σε απελπιστική κατάσταση. «Δεν βλέπω. Βγάλε μου τα γάντια. Ακύρωσε τον αγώνα» ούρλιαζε στον προπονητή του Αντζελο Ντάντι. Οταν όμως ακούστηκε το κουδούνι ο Ντάντι προέτρεψε τον Κλέι να σταθεί στα πόδια του. Κατά τη διάρκεια του πέμπτου γύρου η όρασή του δεν ήταν καλή, βελτιώθηκε πάντως προς το τέλος. Μετά από έξι ακόμη γύρους ο αγώνας συνεχιζόταν κανονικά. Οταν το κουδούνι χτύπησε για να ξεκινήσει ο έβδομος γύρος, ο Λίστον έμεινε ακίνητος. Αρνήθηκε να σηκωθεί γιατί, όπως είπε, ένιωθε ένα μούδιασμα που ξεκινούσε από τον αριστερό του ώμο και έφθανε ως τον βραχίονα. Αργότερα ο Λίστον δήλωσε ότι ο ώμος του τραυματίστηκε στη διάρκεια του πρώτου γύρου. Ο προπονητής του Τζακ Νίλον ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω τραυματισμός είχε προκληθεί πολύ νωρίτερα, στην προπόνηση. Ωστόσο επειδή οι χώροι όπου οι δύο μποξέρ έκαναν την προπόνησή τους είχαν γίνει το αντικείμενο παρακολούθησης, ουδείς τραυματισμός είχε καταγραφεί από τις κάμερες.
Η δύναμη του Αλλάχ
Με το πέρας του αγώνα ο Λίστον μεταφέρθηκε για εξετάσεις στο νοσοκομείο «St. Joseph». Τρεις ώρες αργότερα ανακοινώθηκε ότι πράγματι είχε τραυματιστεί στον αριστερό του ώμο, γεγονός το οποίο τον εμπόδισε να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Υπήρχαν όμως και αρκετές υποψίες σχετικά με το κατά πόσον η συγκεκριμένη εξέλιξη ήταν… φυσική αλλά και νόμιμη. Πού ήταν οι γιατροί πριν από τον αγώνα; Επίσης, πού ήταν οι γιατροί κατά τη διάρκεια του αγώνα; Και πώς ήταν δυνατόν ένας τόσο σκληροτράχηλος αθλητής ο οποίος στο παρελθόν είχε αντέξει και είχε κερδίσει αγώνες ακόμη και με σπασμένο σαγόνι να χάσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή σε έναν αγώνα που σε όσους γνώριζαν πράγματα δεν γέμιζε κιόλας το μάτι; Και μάλιστα επειδή ένιωθε πόνο ή μούδιασμα στο αριστερό του χέρι. Επιπλέον, για έναν σκληροτράχηλο άνδρα γνωστό για την καταστρεπτική δεξιά γροθιά του φάνταζε απορίας άξιον το ότι επέτρεψε ένα τραυματισμένο αριστερό χέρι να τον οδηγήσει σε τόσο παθητική και υποχωρητική εγκατάλειψη.
Μερικοί πίστεψαν ότι ο Σόνι Λίστον είχε χάσει σκόπιμα τον αγώνα επειδή είχε απειληθεί η ζωή του από ένα θρησκευτικό μουσουλμανικό κίνημα. «Οι λευκοί ήθελαν να νικήσει ο Λίστον, θα ήθελαν ακόμη και να σκοτώσει τον μικρό, καημένο Κλέι. Αλλά ο Αλλάχ και εγώ είπαμε όχι. Αυτό σιγούρεψε τη νίκη του» είχε δηλώσει ο μαύρος μουσουλμάνος ηγέτης Ε. Μουχάμαντ. Αν είχαν όμως έτσι τα πράγματα, τότε ο άγνωστος ακόμη Αλι θα πήγαινε στο ρινγκ με μεγάλη αυτοπεποίθηση και δεν θα έχανε την ευκαιρία να διαφημίσει τη νικηφόρα δύναμη του Αλλάχ. Απεναντίας ο Κάσιους Κλέι δεν ήθελε να διαδώσει καθόλου την πίστη του στο Ισλάμ, τουλάχιστον ώσπου να τελείωνε ο αγώνας.
Στις 23 Μαρτίου ο εισαγγελέας Ρίτσαρντ Γκέρσταϊν απεφάνθη ότι μετά από έναν μήνα έρευνας γύρω από την υπόθεση του αγώνα μεταξύ των Λίστον και Κλέι δεν υπήρχε καμία απόδειξη για στημένο παιχνίδι, αν και είχαν υποπέσει στην αντίληψή του κάποιες συνθήκες σχετικά με τον αγώνα που ήταν αρκετά ύποπτες. Ο εισαγγελέας μίλησε για «έναν γνωστό χαρτοπαίκτη και πράκτορα στοιχημάτων που είχε παρακολουθήσει όλες τις προπονήσεις και ο οποίος εμφανίστηκε στα αποδυτήρια του Λίστον προτού ξεκινήσει η πάλη».
Αμυδρό έστω φως ρίχνει στην υπόθεση ο σωματοφύλακας του Λίστον Λάουελ Πάουελ. Ο τελευταίος βρισκόταν στο πλευρό του μποξέρ πριν και μετά τη μεγάλη ήττα. Συγκεκριμένα, όταν ο Λίστον στον έβδομο γύρο δεν μπορούσε να γυρίσει στο ρινγκ, ο Πάουελ ήξερε αυτό που όλοι οι άλλοι αγνοούσαν. «Είχα στοιχηματίσει πολλά χρήματα στον Σόνι 3.000 ή 4.000 δολάρια. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ο Λίστον έπαιξε τόσους γύρους. Του είχα πει: «Σόνι, σκοπεύω να στοιχηματίσω μερικά χρήματα πάνω σου». Μου απάντησε: «Μη βάλεις άλλα χρήματα. Θα παλέψουν δυο μποξέρ βαρέων βαρών εκεί έξω, δεν μπορείς να ξέρεις ποιος θα κερδίσει»». Και συμπληρώνει: «Αργότερα, αφού όλα ήταν πια μη αναστρέψιμα, του είπα: «Σόνι, γιατί με άφησες να χάσω ό,τι είχα σε έναν αγώνα που ήξερες ότι θα τον χάσεις;». Το μόνο που μου απάντησε ήταν ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο με το μεγάλο στόμα που έχω». Αλλά και στη μητέρα του όπως και στον μεγαλύτερο αδελφό του, όταν του τηλεφώνησαν για να μάθουν τι είχε συμβεί, τους είπε απλώς «έκανα ό,τι μου ζήτησαν να κάνω».
Και βεβαίως υπάρχει η «άλλη» πλευρά. Ο Πάτσι Αντονι Λεπέρα ήταν ένας γκάγκστερ από το Ρίντινγκ της Πενσυλβανίας: «Εκείνα τα χρόνια έβγαζα ακόμη χρήματα από τις διασυνδέσεις μου στο Ρίντινγκ. Μια μέρα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από τον Σάμι να πάω στο κλαμπ του. «Υπάρχει… κάτι» μου είπε. Μπήκα μέσα και βρήκα τον Τζίμι Πίτερς, έναν πράκτορα στοιχημάτων, και τον αδερφό του Λαγκ, ο οποίος τελούσε χρέη προωθητή του αγώνα. Ο Τζόε Παστόρε ήταν εκείνος που διηύθυνε τη συνάντηση. Ο Τζόε και εγώ ήμασταν καλοί φίλοι. Και όταν στηνόταν κάτι, έπαιρνα και εγώ μερίδιο. Τότε λοιπόν μας είπε ο Τζόε ότι έχουν ξεκαθαριστεί όλα σχετικά με τον αγώνα Λίστον – Κλέι. Ο Λίστον έρχεται 7-1 στις προτιμήσεις… Η Φιλαδέλφεια ανεβάζει το στοίχημα στις 100.000 δολάρια και το Ρίντινγκ πρέπει να την ακολουθήσει με το ίδιο ποσό. Σε λίγες ημέρες είχαμε συγκεντρώσει το ποσό, το οποίο είχε αναλάβει να διαχειριστεί ο Τζίμι. Πολλά από τα στοιχήματα είχαν «σταματήσει» έπειτα από ανάμειξη της Μαφίας στο Κλίβελαντ και στο Βέγκας. Στον έβδομο γύρο λοιπόν ο Λίστον παραμένει στη γωνιά του, το χέρι του τον πονάει, δεν νιώθει καλά για να παλέψει άλλο. Πρόκειται για ένα τεχνικό νοκ άουτ. Σκέφθηκα ότι είχαν καταστραφεί όλα. Ανησύχησα, είχα βάλει όλα μου τα χρήματα. Αλλά τελικά όλοι αποζημιώθηκαν. Επρεπε να παραδώσουμε ένα ποσοστό 40% για την πληροφορία που είχαμε. Βγήκα έξω από το στοίχημα με 75.000 δολάρια στην τσέπη» είχε δηλώσει ο γκάγκστερ.
Το «απόλυτο τίποτα»
Εξι μήνες αργότερα ο Λίστον μιλούσε για την επιθυμία του να επιστρέψει δριμύτερος στον αγωνιστικό χώρο και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σκεφτόταν να προσλάβει ως μάνατζερ τον Κας ντ’ Αμάτο. Σύμφωνα δε με τον Αμάτο υπήρχε μια «καθοριστική πιθανότητα να φτιάξει πάλι τον Λίστον παγκόσμιο πρωταθλητή. Μόνο που ήταν αναγκαίο να διαχωρίσει τη θέση του από τον κόσμο γύρω του». Οταν ο Λίστον ενημερώθηκε για τη διατύπωση του Αμάτο είπε: «Είναι ο μοναδικός τρόπος». Και αυτό ήταν το μοναδικό που έγινε.
Τα Χριστούγεννα ετοιμαζόταν να πουλήσει το σπίτι του στο Ντένβερ. Στις 29 Μαρτίου 1966 ο Λίστον αγόρασε ένα σπίτι στο Λας Βέγκας στο οποίο παλαιότερα κατοικούσε ο δισεκατομμυριούχος Κερκ Κερκόριαν. Η τιμή πώλησης ορίστηκε στα 65.000 δολάρια. Η εν λόγω υπερπολυτελέστατη βίλα βρισκόταν μόλις ενάμισι χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι του φίλου του Τζόε Λούις. Ο τελευταίος ήταν και το είδωλο του Λίστον. Οι ημέρες περνούσαν, ώσπου το φθινόπωρο του 1967 ακουγόταν ότι τελικά ο νέος μάνατζερ του Σόνι Λίστον θα ήταν ο Σάμι Ντέιβις Τζούνιορ. «Γιατί να ήθελε ο Σάμι να ανακατευτεί στο μανατζάρισμα ενός τύπου με τον οποίο κανείς δεν ήθελε να έχει σχέση;» αναρωτιόταν η εφημερίδα «New York Daily News» στις 18 Νοεμβρίου. Ενας τύπος λοιπόν με τον οποίο κανείς δεν ήθελε να έχει σχέση. Τέτοιος τύπος είχε απογίνει ο Σόνι Λίστον. «Λίστον, ο πιο τιποτένιος μεταξύ των τιποτένιων» είχε γράψει ένας άλλος συντάκτης, «το απόλυτο τίποτα» είχε πει κάποιος άλλος. Για πρώτη φορά τότε ο Λίστον αναφέρθηκε στον έλεγχο που είχαν ασκήσει πάνω του οι μαφιόζοι Φράνκι Κάρμπο και Μπλίνκι Παλέρμο. Και όταν έκανε αίτηση να του δοθεί άδεια να κατεβεί πάλι στους αγώνες στην Καλιφόρνια, ένα μέλος από την επιτροπή για τους αγώνες μποξ τον ρώτησε σχετικά με την ιστορία των μάνατζερ που τον είχαν αναλάβει. «Ενας κάνει 15 χρόνια φυλακή και ένας άλλος 25» απάντησε ο Λίστον.
Εν έτει 1968 το περιοδικό «Sports Illustrated» δημοσίευσε ένα άρθρο με τον τίτλο «Τι απέγινε ο Μεγάλος Χοντράνθρωπος;». Ο συντάκτης Τζακ Ολσεν αναφερόταν στο γεγονός ότι ένας πολύ διάσημος κάποτε άνθρωπος έφθασε να περάσει στα αζήτητα και μάλιστα σε τραγικό βαθμό. Ο Ολσεν ρώτησε τον Λίστον αν τυχόν έχασε φίλους μετά τον αγώνα με τον Κλέι. «Οχι, είχα τους φίλους μου στην τσέπη μου» ήταν η αποστομωτική του απάντηση.
Εμφανίστηκε σε μια-δυο ταινίες που βγήκαν στις αίθουσες κινηματογράφου τα έτη 1968, 1969 και 1970. Το 1969 μάλιστα έκανε και ένα διαφημιστικό με τον Αντι Γουόρχολ για λογαριασμό της αεροπορικής εταιρείας Baniff Airline. Ο «ρόλος» απαιτούσε από τον Λίστον να κάθεται σιωπηλός και κατηφής σε ένα κάθισμα ενώ υποτίθεται ότι μια πτήση με την προρρηθείσα εταιρεία βρισκόταν σε εξέλιξη. Δίπλα του καθόταν ο Γουόρχολ, ο οποίος του μιλούσε για την «έμφυτη ομορφιά» που έχουν τα κονσερβοκούτια σούπας.
Μία ημέρα μετά τα Χριστούγεννα, εν έτει 1970, η σύζυγος του Λίστον, Ζεραλντίν, έφυγε από την οικογενειακή εστία για να επισκεφθεί τη μητέρα της στο Σεντ Λούις. Ο Λίστον την είχε πάει στο αεροδρόμιο. Οπως δήλωσε η Ζεραλντίν αργότερα, αν και προσπάθησε πολλές φορές να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Λίστον δεν τα κατάφερε. Οταν γύρισε πίσω στο Λας Βέγκας, στις 5 Ιανουαρίου 1971, στις οχτώμισι περίπου το βράδυ, τον βρήκε νεκρό. Οι έρευνες της τοπικής αστυνομίας στο σπίτι και στα προσωπικά αντικείμενα του Σόνι Λίστον κατέληξαν στον εντοπισμό ποσότητας ηρωίνης καθώς και μαριχουάνας. Ο ξεψυχισμένος Λίστον βρέθηκε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του και δίπλα του ένα ποτήρι βότκα. Η τηλεόραση είχε μείνει ανοιχτή.
Τα ίχνη της ηρωίνης
Η αυτοψία που έγινε στις 6 Ιανουαρίου κατέδειξε ως αιτία θανάτου «πνευμονική συμφόρηση και οίδημα». Σύμφωνα δε με τη σχετική αναφορά που έγινε, «αυτή η αυτοψία ελαχιστοποιεί την πιθανότητα για μια αυτοκτονία». Κομμάτια πάντως από το μυαλό, την καρδιά, τους πνεύμονες και το συκώτι του Λίστον στάλθηκαν στο Τοξικολογικό Κέντρο της Καλιφόρνιας για να γίνει μια ανεξάρτητη εξέταση. Η έρευνα γνωστοποίησε τα εξής: «Ιχνη από ηρωίνη βρέθηκαν στους ιστούς του σώματος αλλά όχι σε ποσότητες ικανές να προκαλέσουν θάνατο».
Αν και έγινε ξαφνικά αναφορά στις ναρκωτικές ουσίες, κανείς δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία στο γεγονός ότι όταν περνάνε ημέρες από τον θάνατο δεν είναι εφικτό να γίνει αναγνώριση της πραγματικής ποσότητας, λόγου χάρη, ηρωίνης που θα μπορούσε να υπήρχε στον οργανισμό. Εξ ου και η υπόθεση έκλεισε.
Μερικοί που ήξεραν τον Σόνι Λίστον δέχθηκαν την εκδοχή ότι η ζωή του πρώην παγκόσμιου πρωταθλητή μποξ τερματίστηκε από φυσικά αίτια. Κάποιοι, πάλι, συνέχισαν να πιστεύουν ότι ο Λίστον πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών. «Νομίζω ότι έκανε χρήση και μάλιστα ότι πήρε υπερβολική δόση» είπε ο Τζιν Κιλρόι, ένας φίλος του από το Λας Βέγκας. Υπήρχαν βεβαίως και αρκετοί που μίλησαν για φόνο. «Ενας φίλος μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: «Φίλε, βρήκαν τον Σόνι νεκρό». Και εγώ του απάντησα ότι δεν υπήρχε περίπτωση, σίγουρα του την έφεραν» δήλωσε ο Λάουελ Πάουελ. Σε διαφορετικά σημεία της Αμερικής άκουγες διαφορετικές θεωρίες σχετικά με την υπόθεση του Σόνι Λίστον. Αλλοι πίστευαν ότι ο εκλιπών είχε μπλέξει με μεγάλη σπείρα που διακινούσε ναρκωτικά.
Οπως ήταν φυσικό, με αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων, οι καχύποπτες σκέψεις γύρω από τον αγώνα Λίστον – Κλέι επανήλθαν στο προσκήνιο. Αν είχε κλειστεί κάποια συμφωνία από πλευράς Λίστον ώστε ο τελευταίος να λαμβάνει ποσοστά από τα κέρδη του Κάσιους Κλέι, τότε το σίγουρο είναι ότι την εποχή εκείνη μια τέτοια συμφωνία δεν μπορούσε να είχε μεγάλη αξία. Οταν, πάλι, το 1967 η αμερικανική κυβέρνηση είχε βάλει στο μάτι τον Αλι επειδή δεν ήθελε να πολεμήσει στο Βιετνάμ, ο μποξέρ ήταν ουσιαστικά ανενεργός. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχαν κέρδη. Η μαύρη αλήθεια πάντως είναι πως όταν άρχισε να παλεύει ξανά το 1970 τα χρηματικά έπαθλα δεν ήταν της τάξεως που είχαν γνωρίσει οι μποξέρ σαν τον Λίστον. Τα στοιχήματα και τα κέρδη ήταν πολύ, αφάνταστα πολύ μεγαλύτερα.
«Δεν πιστεύω ότι ο θάνατος του Σόνι Λίστον οφείλεται σε κάποια σκοτεινή συμφωνία. Μια άγραφη συμφωνία είναι πολλές φορές μια συμφωνία που δεν είναι απαραίτητο να τηρηθεί. Κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο ανάμεσα σε έντιμα μέρη. Και μια απειλή να φανερωθεί μια μυστική, άγραφη συμφωνία στην πραγματικότητα μόνο απειλή δεν αποτελεί. Ειδικά όταν προέρχεται από κάποιον που δεν θα μπορούσε να ταράξει τα φαντάσματα του παρελθόντος» διατείνεται ο Νικ Τόσες που έγραψε το «Night train», ένα βιβλίο γύρω από τη ζωή και την ιστορία του Σόνι Λίστον. Η έρευνα και το υλικό που περισυνέλεξε ο Τόσες τον οδήγησαν στο εξής συμπέρασμα: «Πιστεύω ότι ο θάνατος του Λίστον είχε περισσότερη σχέση με την άσχημη θέση των άστρων στη ζωή του. Με την ψυχή ενός άντρα που πέθανε την ίδια ημέρα που γεννήθηκε. Αν κάποιος ήθελε να σκοτώσει τον Λίστον, θα μπορούσε να το κάνει χωρίς ρίσκο. Δεν είχε παρά να τον πυροβολήσει μια νύχτα στον δρόμο».
Ο Τόσες έχει την άποψη ότι ο Σόνι Λίστον πήρε υπερβολική δόση ναρκωτικών αλλά, όπως σημειώνει, «τελικά η αληθινή αιτία όσον αφορά τον θάνατο του Λίστον ήταν το μυστήριο που τον περιέβαλλε. Ανέβηκε σε ένα γρήγορο, σκοτεινό τρένο από το πουθενά, το οποίο τον πέταξε σαν σκουπίδι στο τέλος της γραμμής».
Πηγή: Το Βήμα