Επιλογή Σελίδας


Του Νίκου Παπαδογιάννη

O Συρίγος μου τηλεφώνησε στο ημίχρονο μίας μετάδοσης αγώνα Εuroleague, αν θυμάμαι καλά ΑΕΚ-Μπένετον, στο Γαλάτσι. Νόμιζα ότι σκόπευε να με γαμωσταυρίσει για κάποια χοντράδα που ξεστόμισα, αλλά εκείνος ήθελε να με βάλει στο αεροπλάνο.

«Φεύγεις για τριήμερο στη Μελβούρνη», πρόσταξε. «Θα καλύψεις τον τελικό του Αυστραλιανού Όπεν και θα πάρεις συνέντευξη αυτού του Παγδατή για την Ελευθεροτυπία».

Συνέβη πριν από 15 χρόνια, στις αρχές του 2006. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο Μάρκος Παγδατής είχε σφραγίσει την πρόκριση στον τελικό, με νίκη επί του Ναλμπαντιάν σε πέντε σετ, με ανατροπή από 0-2 σε τετράωρο θρίλερ.

Δεν ξέρω αν σας θυμίζουν κάτι όλα αυτά…

Την ιστορία του συναρπαστικού ταξιδιού την έχω γράψει, όχι μόνο εδώ, αλλά και στο βιβλίο μου, «Ο Νίκος Λείπει», χώρια το πρόσφατο αφιέρωμα της Cosmote TV. Μάλλον δεν χρειάζεται να την επαναλάβω.

To τελευταίο πράγμα που φανταζόμουν, επιστρέφοντας από τη Μελβούρνη, ήταν ότι ένας Έλληνας τενίστας θα έφτανε στα ημιτελικά του Αυστραλιανού Όπεν – και μάλιστα δύο φορές μέσα σε τρία χρόνια.

Το 2019 νίκησε μεταξύ άλλων τον Φέντερερ μπροστά σε εκατοντάδες εκστατικούς Έλληνες της ομογένειας, το 2021 τον Ναδάλ κεκλεισμένων των θυρών. Ο Ισπανός ήταν αυτός που του μπλοκάρισε πρόπερσι τον δρόμο προς τον πρώτο τελικό Grand Slam της καριέρας του.

Στο περυσινό Ρολάν Γκαρός, ο Τσιτσιπάς ηττήθηκε στον ημιτελικό από τον Νόβακ Τζόκοβιτς, στο 5ο σετ. Αυτή τη φορά, έχει να αντιμετωπίσει ένα από τα εκλεκτά παιδιά της νεώτερης γενιάς, τον κατά 2,5 χρόνια μεγαλύτερο Ντανιίλ Μεντβέντεφ.

Για πολλούς, ο 25χρονος Ρώσος είναι σήμερα ο καλύτερος τενίστας του κόσμου. Ωστόσο ο Τσιτσιπάς -για να δανειστώ τα λόγια του Τζιμ Κούριερ- κατόρθωσε το αδύνατο. Νίκησε τον Ναδάλ με ανατροπή από 0-2. Κατόπιν τούτου, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και κανέναν.

«Φεύγεις για Μελβούρνη». Αλλά ο Συρίγος δεν μένει πια εδώ και η Ελευθεροτυπία κλειδώθηκε στο χρονοντούλαπο.

Θα πήγαινα να δω τον Τσιτσιπά στη Μελβούρνη και κολυμπώντας, που λέει ο λόγος, ωστόσο τα ταξίδια είναι πλέον απαγορευμένος καρπός. Ένα Τόκιο ονειρεύομαι και αυτό το πιλατεύω εδώ και ενάμιση χρόνο.

Στον αθλητικό μου παράδεισο, διεκδικούν ταυτόχρονα Ολυμπιακές διακρίσεις ο Τσιτσιπάς, η Κορακάκη, η Στεφανίδη, ο Γκολομέεφ, ο Πετρούνιας, η Χατζηλιάδου, ο Τεντόγλου, η Σάκκαρη, οι Μάντης-Καγιαλής, η Εθνική πόλο (που διεκδικεί αυτές τις μέρες την πρόκριση) και το υπόλοιπο αφάν γκατέ του αθλητισμού μας.

Εάν από κάποιο θαύμα προκριθεί και η Εθνική μπάσκετ, για να ξαναζήσει στη Σαϊτάμα Αρένα τις νοσταλγικές μνήμες του 2006, δεν με κρατάει στην Ελλάδα τον Ιούλιο ούτε ο κορονοτέτοιος.

Απομένει να δούμε, πόσοι ορκισμένοι οπαδοί του αχώνευτου Μεντβέντεφ θα γεννηθούν το επόμενο διήμερο εν Ελλάδι. Πώς λέμε, «βάστα Ναδάλ»; Έτσι και χειρότερα.

Ο Στέφανος Τσιτσιπάς είναι κοσμαγάπητος σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, αλλά όχι στην πατρίδα του. Τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. «Καλώς όρισες στο κλαμπ», θα του πει ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, την επόμενη φορά που θα συναντηθούν στην Αθήνα.

Τους δύο αστέρες ενώνουν πολλά, πέρα από το φωτεινό χαμόγελο που σπέρνει συμπάθειες. Είναι νέοι, είναι ωραίοι, είναι πλούσιοι, είναι επιτυχημένοι, δυστυχώς για τους ίδιους είναι και Έλληνες.

Ωστόσο ζουν σε ξένους τόπους και διαπρέπουν σε ξένα γήπεδα, μακριά από τη εσωστρέφεια, την αμφισβήτηση και την ανθρωποφαγία.

Απορώ, με τι καρδιά έρχονται να παίξουν στην Εθνική ομάδα. Οι περισσότεροι στη θέση τους θα έριχναν μαύρη πέτρα, σημαδεύοντας κατακέφαλα αυτούς που ψάχνουν αφορμή για να τους ροκανίσουν πόδια και χέρια.

Για καλή τύχη του διδύμου, οι ευχές για την κατσίκα του γείτονα δεν πιάνουν έτσι εύκολα όταν o γείτονας ζει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.

Το παράδοξο στην περίπτωση του Τσιτσιπά, είναι ότι οι κατάρες έρχονται από την «ευαίσθητη» πλευρά του κοινωνικού φάσματος και όχι από τους αγράμματους ρατσιστές που συνήθως ξεσπαθώνουν ενάντια στον Γιάννη.

Το στοιχείο που ερέθισε τα αντανακλαστικά του ασυμβίβαστου νεοέλληνα είναι -λένε- η έλλειψη ενσυναίσθησης του Στέφανου, εν μέσω πανδημίας.

Τα social media, που ως γνωστόν δεν χαρίζονται σε κανέναν, ενοχλήθηκαν όταν ο Τσιτσιπάς ζήτησε μέσω Twitter να ανοίξουν στην Ελλάδα Harrods. Εξοργίστηκαν, όταν τον είδαν να διασκεδάζει σε πρωτοχρονιάτικο πάρτι στο Ντουμπάι.

Εκνευρίστηκαν, όταν διάβασαν στις αναρτήσεις του αρχαιοελληνικά ρητά. Εξοργίστηκαν ακόμα και όταν ο Τσιτσιπάς έκανε το αυτονόητο: μας κάλεσε από το γυαλί να Μείνουμε Σπίτι, δίπλα στον πρωθυπουργό.

Αυτές οι ακραιφνώς παραβατικές πράξεις οδήγησαν σε αβίαστο συμπέρασμα για τον χαρακτήρα του Τσιτσιπά. Είναι νάρκισσος, είναι βλάκας, είναι εκτός πραγματικότητας, είναι αναίσθητος, είναι κρετίνος, είναι κακομαθημένος, είναι ένα νεόπλουτο κωλόπαιδο.

Μισό λεπτό, γιατί φοβάμαι ότι έχουμε χάσει εντελώς τη μπάλα. Όχι ότι την είχαμε ποτέ στην κατοχή μας.

Ο Στέφανος Τσιτσιπάς είναι ένα παιδί 22 ετών, που με τον ιδρώτα, τη δουλειά και τις θυσίες του έφτιαξε περιουσία 13 εκατομμυρίων δολαρίων. Μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, ταξίδεψε στις ΗΠΑ με δανεικά λεφτά, για ένα από τα πρώτα επαγγελματικά τουρνουά της καριέρας του.

Ζει σε φορολογικό παράδεισο όπως -παραδεχθείτε το- θα έκανε οποιοσδήποτε από εμάς στη θέση του. Στο Ντουμπάι δεν ταξίδεψε για παράτυπη διασκέδαση όπως το εγχώριο σκυλολόι, αλλά για προετοιμασία, όπως κάθε χρόνο. Τη μάσκα τη φορούσε όπου αυτό ήταν υποχρεωτικό, ως όφειλε.

Η παρουσία του στο πλευρό του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε χροιά όχι πολιτική, αλλά καθαρά κοινωνική. Και φυσικά εθελοντική. Δεν νομίζω να ήταν από εκείνους που πετσώθηκαν.

Σύμφωνοι, θα μπορούσε ο Στέφανος να εμφανίζεται πιο ευαίσθητος και συνειδητοποιημένος στις δημόσιες εκδηλώσεις του. Αλλά δεν είναι δα έγκλημα καθοσιώσεως η χαζοβιολοσύνη.

Σκεφτείτε τον εαυτό σας στη θέση του, είκοσι χρονών, με αμύθητη περιουσία στην τσέπη, με καραβιές θαυμαστριών να σας πολιορκούν, με καντάρια πίεσης από τις επαγγελματικές υποχρεώσεις, με τον πατέρα καθισμένο στον σβέρκο σας, και θα διαβάσετε τα δεδομένα με διαφορετικό αλφαβητάρι.

Στο κάτω κάτω, όσο κυνικό και αν ακούγεται, ο Τσιτσιπάς δεν ζει καν στην Ελλάδα, ώστε να έχει συναίσθηση της τραγωδίας που ζούμε.

Είναι ζήτημα αν κοιμάται στο κρεβάτι του στη Βουλιαγμένη τριάντα νύχτες τον χρόνο. Αυτό δεν τον εμπόδισε βέβαια να αφιερώσει τον σημερινό του θρίαμβο στην πατρίδα του.

Δεν πρόκειται να δηλώσω «εθνικά υπερήφανος» για τα αθλητικά κατορθώματα οποιουδήποτε συμπολίτη μου ούτε θα προτρέψω τους επικριτές να πάνε να βρουν δική τους ζωή, όπως έκανε τσαντισμένος ο ίδιος ο Τσιτσιπάς. Έχω να πω όμως τα παρακάτω.

Προτού ανακαλύψουμε τον ταξικό μας εχθρό στο πρόσωπο ενός αθλητή που δεν μας βλέπει καν, οφείλουμε να βγούμε στα χαρακώματα πολεμήσουμε τον πραγματικό ταξικό εχθρό.

Όταν βγούμε στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούμε για όσα ζούμε, όταν πάψουμε να ψηφίζουμε αυτούς που μας καταδικάζουν σε εθνική μιζέρια, όταν εγκαλέσουμε αυτούς που παίζουν παιχνιδάκια στις πλάτες μας, όταν ζητήσουμε εξηγήσεις για την εκατόμβη της πανδημίας, όταν αντισταθούμε στον σκοταδισμό και στην αστυνομοκρατία, όταν κοιτάξουμε έντιμα τα μούτρα μας στον καθρέφτη, τότε ναι, ας βγάλουμε το άχτι μας στον νεαρό εκατομμυριούχο που αδιαφορεί για τον εργάτη του υποκατώτατου μισθού.

Τότε και μόνο τότε θα αποκτήσουμε δικαίωμα να μετρήσουμε τον πατριωτισμό και την υπερηφάνεια μας με τη ρακέτα του τένις.

Ο Τσιτσιπάς μπορεί να παίζει με τα νεύρα μας επειδή είναι ακόμη ανώριμος και ξεχνάει να μασάει πριν πληκτρολογήσει, αλλά τα νεύρα μας τα τέντωσαν άλλοι. Και συχνά ο ίδιος μας ο εαυτός.

Πηγή: Gazzetta