Συνάντησα τον Στέφανο Τσιτσιπά γύρω στα Χριστούγεννα του 2017, όταν πληροφορήθηκα από κοινό φίλο, γνώστη του τένις, ότι «αυτός ο μικρός με τα ξανθά μαλλιά θα φτάσει πολύ ψηλά και έχει τις δυνατότητες να αφήσει εποχή». Ο μικρός ήταν όντως ξανθομάλλης σαν άγγελος, κληρονομιά από τη Ρωσίδα μάνα, αλλά και τωόντι μικρός: 19 ετών και 4 μηνών.
Και νούμερο 87 στην παγκόσμια κατάταξη, ολογράφως ογδονταεφτά. Με τσέπες ακόμη τρύπιες, αυτός και η οικογένειά του, που δεν βγήκε δα από τα σαλόνια. Λίγους μήνες νωρίτερα, ο Στέφανος και ο πατήρ Απόστολος είχαν ταξιδέψει στην Αμερική το Όπεν του Μαϊάμι με δανεικά λεφτά.
Καθίσαμε μαζί για μία ώρα και μιλήσαμε στη χειμωνιάτικη λιακάδα του Ομίλου Αντισφαίρισης της Βουλιαγμένης. Προς το τέλος της συνέντευξης, που δημοσιεύτηκε ανήμερα Πρωτοχρονιά στο Documento, με τίτλο κάτι σαν «Το Πρόσωπο της Επόμενης Χρονιάς», τον ρώτησα πώς φαντάζεται τον εαυτό του σε μία πενταετία. Εκείνος γυάλισε την κρυστάλλινη σφαίρα, την κοίταξε με καθαρό βλέμμα και απάντησε το εξής εκπληκτικό:
«Τον Ιανουάριο του 2023 ελπίζω να κρατάω στα χέρια μου το τρόπαιο του Αυστραλιανού Όπεν»!
Το ξεστόμισε στ’ αλήθεια και αν δεν με πιστεύετε διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ. Για το νούμερο 1 της παγκόσμιας κατάταξης δεν είπε τίποτε, αλλά η προφητεία του 2017-8 μπορεί να βγει αληθινή το μεσημέρι της Κυριακής 28 Ιανουαρίου 2023, μπροστά σε εκατοντάδες Έλληνες της διασποράς, που θα αλαλάζουν από ενθουσιασμό.
Το πιθανότερο βεβαίως είναι να ηττηθεί ο Τσιτσιπάς από τον τρομακτικό στη μέρα του Νόβακ Τζόκοβιτς, και να «μείνει» στο νούμερο 3 της λίστας, αλλά η θέα παραμένει εξίσου γοητευτική και από την απέναντι όχθη του ποταμού Γιάρα.
Ο αυριανός τελικός θα είναι ο δεύτερος της καριέρας του 24χρονου Τσιτσιπά στον κύκλο Γκραν Σλαμ, αλλά ασφαλώς όχι ο τελευταίος. Η απόσταση από το 3 μέχρι το 1 είναι, όπως βλέπετε, πάρα πολύ μικρή. Ο Ρότζερ Φέντερερ φοράει πια παντούφλες, ο Ράφα Ναδάλ βρίσκεται στον δρόμο προς την αποστρατεία, ο Τζόκοβιτς βαδίζει και αυτός στα 36, ενώ ο Ντανιίλ Μεντβέντεφ είναι πιο θνητός απ’ ό,τι άφηνε να εννοηθεί πριν από 2-3 χρόνια.
Απομένει να ανακαλύψουμε τι είδους ελιξήριο ανακάλυψε ο έφηβος Κάρλος Αλκαράθ, που αναρριχήθηκε στην κορυφή μέσα σε μερικούς μήνες, πριν κλειστεί στο ιατρείο τραυματισμένος…
Ειδικός στο άθλημα δεν είμαι, αλλά βλέπω και ακούω από τις αναλύσεις του Eurosport ότι ο φετινός Τσιτσιπάς βρίσκει τρόπους για να προστατεύει την αχίλλειο πτέρνα του (το backhand και τις «επιστροφές»). Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι παρουσιάζεται πιο δυνατός πνευματικά και δεν επηρεάζεται από τον στιγμιαίο εκνευρισμό. Αυτό το αισθάνεται όχι μόνο ο ίδιος, αλλά και οι αντίπαλοί του.
Ο ημιτελικός με τον Κάρεν Χατσάνοφ ήταν για τον Στέφανο μία ύπουλη παγίδα: τρία χαμένα σερβίς επειδή πάτησε την τελική γραμμή, άλλα δύο για καθυστέρηση στην εκτέλεση, λες και ήταν ο διαιτητής βαλτός για να τον εκνευρίσει. Ο ίδιος Τσιτσιπάς που σε προηγούμενες περιπτώσεις τα έβαζε με θεούς και δαίμονες (και πατεράδες και μανάδες), αυτή τη φορά συνέχισε απτόητος το παιχνίδι του, σαν να ήταν ρομπότ.
«Ήταν η τέλεια καταιγίδα, αλλά ο Στεφ την ξεπέρασε με στεγνά πόδια», σχολίασε ο παλαίμαχος σταρ της ρακέτας, Ματς Βιλάντερ. «Είναι θέμα εμπειρίας», είπε ο ίδιος ο Τσιτσιπάς, αήττητος ακόμη μέσα στη νέα σεζόν. Ο Τζόκοβιτς, βέβαια, είναι μία ζωντανή δοκιμασία για τα νεύρα του αντιπάλου. Μόνο ρομπότ μπορεί να τον λυγίσει.
Για την προσωπικότητα του Τσιτσιπά, που εμφανίζεται ασυγχώρητα «απολιτίκ» και δαιζευγμένος με την ελληνική πραγματικότητα (ως μόνιμος κάτοικος Μονακό και Γαλλίας, άλλωστε) κατέθεσα τη γνώμη μου πριν από δύο χρόνια, αμέσως μετά το Αυστραλιανό Όπεν του 2021. Μπορείτε να διαβάσετε το σχετικό σχόλιο εδώ αν και οι πιο οξυδερκείς θα καταλάβουν το περιεχόμενο από τον τίτλο κιόλας: «Η ρακέτα του γείτονα».
Έκτοτε, δεν έχουν αλλάξει πολλά, ούτε στην καθημερινότητα του Τσιτσιπά ούτε στην πραγματικότητα της νέας Ελλάδας. Για να είμαι τίμιος, θα έλεγα ότι ελαττώθηκαν (χωρίς να εκλείψουν) οι «προκλητικές» αναρτήσεις του και τα ξεσπάσματά του μέσα στο γήπεδο ενάντια σε δικαίους και αδίκους.
Σε κάθε περίπτωση, ο αυριανός αντίπαλός του στη Μελβούρνη επέλεξε πέρυσι με την απέλασή του να γίνει ίνδαλμα των απανταχού «ψεκασμένων», ενώ οι χαριεντισμοί του πατέρα του με τους υποστηρικτές του Πούτιν στην Αυστραλία έβγαλαν ξανά στη σέντρα τη φαμίλια Τζόκοβιτς. Όσοι διαλέγουν πλευρά με κριτήριο τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες θα έχουν αύριο σχετικά εύκολο έργο. Στη χειρότερη περίπτωση, θα προτιμήσουν το μεσημεριανό τσιπουράκι, λες και είναι Κυριακή βουλευτικών εκλογών.
Εγώ πάντως δεν τον χάνω με τίποτε τον τελικό και δεν θα τον έχανα ακόμα και αν έπαιζαν ο Χατσάνοφ με τον Πολ. Δεν νομίζω ότι υπάρχει στον αθλητισμό κάτι πιο ελκυστικό από ένα μεγάλο ματς τένις. Το 2006, όταν ακόμη λεφτά υπήρχαν, με ευλόγησαν οι θεοί της δημοσιογραφίας για να πραγματοποιήσω ταξίδι-καμικάζι στη Μελβούρνη, για την Ελευθεροτυπία, και να καλύψω εκ του σύνεγγυς τον τελικό του Μάρκου Παγδατή με τον Ρότζερ Φέντερερ.
«Παλιομ*λ*κα, έφυγες για Αυστραλία», μου είπε ο Συρίγος από το τηλέφωνο στο ημίχρονο μίας τηλεοπτικής μετάδοσης ΑΕΚ-Μπένετον στο Γαλάτσι. Τρεις νύχτες σερί άυπνος, ταξίδι 35 ωρών πόρτα-πόρτα, για να καλύψω έναν τελικό Γκραν Σλαμ και να επιστρέψω πίσω-μπρος σαν καταραμένος την επόμενη μέρα; Μα, εννοείται ότι έφυγα!
Δεν είχα προνοήσει για διαπίστευση, πώς θα μπορούσα άλλωστε, αλλά μου έλυσε το πρόβλημα η Gazzetta dello Sport, που είχε στείλει στη Μελβούρνη 14 άτομα, ολογράφως δεκατέσσερα, χωρίς να υπάρχει καν Ιταλός ή Ιταλίδα διεκδικητής ή διεκδικήτρια του τίτλου…
Εννοείται, επίσης, ότι στην γεμάτη Έλληνες μεγαλούπολη κυκλοφορούσα με μπλουζάκια της πρωταθλήτριας Ευρώπης Εθνικής μπάσκετ, μέσα σε μία θάλασσα με μπλε φανέλες της πρωταθλήτριας Ευρώπης Εθνικής ποδοσφαίρου. Ο Παγδατής είναι Κύπριος, αλλά αυτό αποτελούσε ασήμαντη λεπτομέρεια.
Οι Ελληνάρες της Μελβούρνης μετέτρεψαν το τένις σε ποδόσφαιρο με τα συνθήματά τους, ενώ στην είσοδο μοίραζαν χάρτινα ταπεράκια γεμάτα με κεφτέδες, ντολμαδάκια και γκρηκ φέτα. Ίσως να είχαν μέσα και ατομική συσκευασία με ουζάκι, αλλά μετά το τρίτο δεν θυμόμουν τίποτε. Τα ίδια θα γίνουν και αύριο, μόνο που αυτή τη φορά θα υπάρχουν και ορδές Σέρβων στην απέναντι εξέδρα, οπλισμένων με ράκιες και τσεβάπτσιτσι.
Ο Παγδατής κέρδισε το πρώτο σετ, αλλά έχασε την αυτοκυριαρχία του στα μισά του δεύτερου και παραδόθηκε στον αδυσώπητο Φέντερερ, που πανγύρισα με αναφυλλητά. «Έχασα όταν σκέφτηκα ότι πήγαινα για νίκη», θυμάμαι να μου λέει μετά ο 21χρονος Μάρκος.
Και, ναι, το ομολογώ τώρα που φτάσατε στο τέλος του κειμένου, όλο αυτό το κατεβατό το έγραψα για να σας ενημερώσω ότι έχω δει με τα μάτια μου τον Ρότζερ Φέντερερ να παίζει τένις. Τα ενθουσιώδη χειροκροτήματα των ξένων δημοσιογράφων (και του μοναδικού Έλληνα) όταν είδαν το ίνδαλμά τους να διασχίζει την αίθουσα Τύπου δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.
Πηγή: Gazzetta